Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843). Λόγος στην νεολαία των Αθηνών στην Πνύκα. Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός.
Παιδιά μου! Εις τον τόπον τούτον, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιόν καιρόν άντρες σοφοί και άντρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε να φθάσω τα ίχνη των…
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, στη μεγάλη δόξα των προπατόρων μας κι έρχομαι να σας είπω όσα στον καιρό του αγώνα μας και πριν απ’ αυτόν κι ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος παρατήρησα κι απ’ αυτά να κάμωμεν συμπερασμούς και για την μέλλουσαν ευτυχία σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ήμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας… και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ’ αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοιαν και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι… Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και εις την Κωνσταντινούπολη…
Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους μα τι να κάνουμε; Είχαμε κι αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Κι όταν έλεγες του Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, ή να πάει στον πόλεμο, τούτος πρόβαλλε το Γιάννη. Και με αυτό τον τρόπο κανείς δεν ήθελε να συντράμει, μήτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε έναν αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά επειδή είμαστε σε τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιάς μας, έπεσε η Τουρκιά πάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα…
Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως κι ύστερα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάνε μία θρησκεία. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε στους καφενέδες και στα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον, δυο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι στο επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσερις-πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι, να σκλαβωθείτε εις τα γεράματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων και κατά την παροιμία «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε».
Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γενεί σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, μα να κοιτάζει το καλό της κοινότητας, γιατί μέσα στο καλό αυτό βρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, στη μεγάλη δόξα των προπατόρων μας κι έρχομαι να σας είπω όσα στον καιρό του αγώνα μας και πριν απ’ αυτόν κι ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος παρατήρησα κι απ’ αυτά να κάμωμεν συμπερασμούς και για την μέλλουσαν ευτυχία σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ήμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας… και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ’ αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοιαν και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι… Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και εις την Κωνσταντινούπολη…
Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους μα τι να κάνουμε; Είχαμε κι αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Κι όταν έλεγες του Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, ή να πάει στον πόλεμο, τούτος πρόβαλλε το Γιάννη. Και με αυτό τον τρόπο κανείς δεν ήθελε να συντράμει, μήτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε έναν αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά επειδή είμαστε σε τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιάς μας, έπεσε η Τουρκιά πάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα…
Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως κι ύστερα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάνε μία θρησκεία. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε στους καφενέδες και στα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον, δυο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι στο επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσερις-πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι, να σκλαβωθείτε εις τα γεράματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων και κατά την παροιμία «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε».
Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γενεί σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, μα να κοιτάζει το καλό της κοινότητας, γιατί μέσα στο καλό αυτό βρίσκεται και το δικό σας.
Εφημερίς Ο Αιών, 13 Νοεμβρίου 1838.
Σχόλια