Του Κώστα Κρεμμύδα
«Στο σπίτι μας ήταν οι αποθήκες του ΕΛΑΣ. Εμείς πεινούσαμε κι ο πατέρας μου δε μας επέτρεπε να πάρουμε ούτε μια ελιά! Όταν ήρθαν σπίτι μας τρεις Ρώσοι αιχμάλωτοι, δραπέτες των Γερμανών, και είδαν από τη μια οχτώ παιδιά να πεινούνε και από την άλλη την αποθήκη γεμάτη, παραβίασαν την πόρτα, πήραν τρόφιμα και μας έφεραν να φάμε!»
(Θανάσης Τζούλης, μια συζήτηση με τον Κώστα Κρεμμύδα, περιοδικό «Μανδραγόρας», τεύχος 8-9, Ιούλιος 1995)
«Ο Θανάσης Τζούλης ανακαλύπτει τον κόσμο μέσα από τον πολυπαιδεμένο ή πολυπεπαιδευμένο εαυτό του και το βαθύτερο εαυτό των κειμένων που αναλύει, χρησιμοποιώντας όχι τις εξαντλητικές του γνώσεις, αλλά και το πιο εξαντλητικό εσωτερικό –θα τολμούσα να πω- ενορασιακό-εξόρυγμα…», συμπύκνωνε σε επιστολή της, πριν 15 χρόνια, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ για το έργο και τη ζωή του Θανάση Τζούλη (γεν. Μαυρονόρος Ιωαννίνων 1932). Μέσα από δύσκολα, εμπόλεμα και εμφύλια παιδικά χρόνια («Εγώ, πάντως, λέω για το χαμένο κεφάλι που έπεσε/ αντί σταυρού στο αίμα του καιρού…») ο ποιητής, που παρέμεινε δάσκαλος κι όχι επισκέπτης καθηγητής («μη ξεχνάτε πως είμαι δάσκαλος με σαραντάχρονη εμπειρία λόγου και διαλόγου με τα παιδιά∙ είναι το ιερό τέμπλο μου τα πρόσωπά τους…»), είκοσι χρόνια στην ακριτική Αλεξανδρούπολη δεν έχανε την ευκαιρία ν’ αναφέρεται στην απουσία οργανωμένης κρατικής μέριμνας, να μιλά για τις ταλαιπωρίες των απλών ανθρώπων από τους μηχανισμούς της γραφειοκρατίας, να στηρίζει έμπρακτα τους Πομάκους, τους Ελληνοπόντιους μετανάστες, να απαλύνει, μέσω της οικογενειακής συμβουλευτικής, το φόρτο των μουσουλμάνων γυναικών. Με ειδίκευση στην ψυχοπαθολογία και την ψυχανάλυση της τέχνης στο Αix-en- Provence της Γαλλίας, (η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα την επιθυμία και την απαγόρευση στο έργο του Φραντς Kάφκα), καθηγητής Ψυχαναλυτικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ο Τζούλης εμπλούτισε το περιεχόμενο της ποίησής του μέσω της μύησης και μελέτης του στην επιστήμη της Ψυχανάλυσης, με άξονα, κυρίως, το λακανικό έργο και τις μεθόδους της μεταβίβασης των συναισθημάτων προκειμένου να προσεγγιστούν οι ουσιώδεις λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Για αυτό και κυριαρχούν στο έργο του οι σταθερές και ταυτοχρόνως ασταθείς και γι’ αυτό μεταβλητές έννοιες του έρωτα και του θανάτου, το όριο, ως χρονικός και τοπικός προσδιορισμός, οι «γαιωλέξεις» του: τα ουρανόμηλα, τα ντροπαλά κούμαρα, το κόκκινο, το μοβ, το κοκκινόχωμα, η κοπριά (πηγή οργανικής ανασύνθεσης και ζωής από τα περιττώματα), το καστανόχωμα, τα φαιά αβγά των κοριτσιών, οι δαφνώνες. Όλα όσα συνομιλούν με συχνότητα στα ποιήματά του δεν είναι απλές έννοιες, αποκτούν οντότητα γήινη, έχουν ζωή και υπόσταση, λειτουργούν και ανήκουν. «Έχουν εσωτερικευτεί, έχουν ταμιευτεί μέσα από όλες τις αισθήσεις μου και όλους τους πόρους του κορμιού μου. Eίναι το “μάγμα” μου για να πω μια λέξη του Kαστοριάδη», σημείωνε ο Τζούλης, σπεύδοντας να ορίσει με σαφήνεια και την άλλη, την αποδομητική λειτουργία της τέχνης: «την αναίρεση, την αίρεση, γιατί οι αιρετικοί διαμορφώνουν τον πολιτισμό∙ ένας Κατσαρός, ένας Μαγιακόφσκι, είπαν και έκαναν πράγματα που οι πολλοί δεν τολμούσαν να εκστομίσουν…». «Οι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι», έλεγε ο Φρόιντ, «είναι πολύτιμοι σύμμαχοι και η μαρτυρία τους πρέπει να εκτιμάται πάρα πολύ, γιατί γνωρίζουν πράγματα που η δική μας σχολική σοφία δε θα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί. Είναι δάσκαλοι στη γνώση της ψυχής, γιατί αντλούν από πηγές που δεν τις έχουμε ακόμα καταστήσει προσιτές στην επιστήμη». Ο λόγος του Φρόιντ βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση του Τζούλη, που μέσω ενός ψυχαναλυτικού υπερρεαλισμού, καταφέρνει να δώσει υπόσταση και περιεχόμενο σε όλα όσα τον διαμόρφωσαν σταδιακά. Πολύ πριν προσεγγίσει θεωρητικά την ψυχανάλυση, αποτύπωσε στην ποίησή του εν είδει ερμηνευτικής, όχι των ονείρων αλλά των βιωμάτων του, όλα όσα απορρέουν από το ασυνείδητο του δημιουργού («το ποίημα ξέρει περισσότερα από τον ποιητή»). Με τον τρόπο αυτόν πέτυχε ν’ ανακτήσει και να διεκδικήσει τη χαμένη παιδικότητά του. Αυτός ακριβώς ο συσχετισμός παιχνιδιού/ καλλιτεχνικής δημιουργίας επέτρεψαν στον Τζούλη να κατασκευάζει και να καταστρέφει με αθωότητα εφήβου στο διηνεκές, νέους κόσμους μέσω των στίχων του, τους οποίους ανάπλαθε, ανασυνέθετε, ανακάτευε, αποδομούσε, με ιδιαίτερη ευκολία, κορφολογώντας στίχους και στροφές, αναποδογυρίζοντας ολόκληρα ποιήματα. Ένας απόλυτα, δηλαδή, αυτόματος τρόπος γραφής, όπως διακήρυξαν οι σουρεαλιστές και εξειδίκευσε ο Εμπειρίκος στην περίφημη διάλεξη του 1935: «… διά της ενσυνειδήτου συναρμολογήσεως λέξεων και εικόνων, γίνεται σήμερα[…] όχι μόνο ποίηση-μέσον εκφράσεως, μα ποίηση-ενέργεια, ποίηση-λειτουργία του πνεύματος, ποίηση-ζωή.» Ο Θανάσης Τζούλης επεδίωκε συνειδητά, όχι την αισθητική τελείωση, αλλά τη διαφύλαξη/απελευθέρωση των μνημονικών του συμβόλων. Σύμβολα που εδράζονται είτε στο αρχικό στάδιο των ψυχοσυγκρουσιακών εμπειριών, είτε στην αναλλοίωτη ανάγκη του ανθρώπου-δημιουργού να διατηρεί ανέπαφες, ακέραιες και παρούσες –άρα ζωντανές– τις αναμνήσεις, δηλαδή την ύπαρξή του, αλλά και τη ζωή των προσφιλών του: «Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους τέσσερις τοίχους/ όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν/ κι έρχεται ο νεκρός γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα/ φυσώντας από μέσα του μια φλόγα// να τον γνωρίζουν και να χάνονται», (Από τη συλλογή «Και γάμον Έβρου του ποταμού», «Μανδραγόρας», 1996). «Νομίζω πως η ποίηση δε θα το βάλει κάτω», προέβλεπε συχνά στις συζητήσεις μας και συμπλήρωνε «δεν έχουμε άλλα υδραγωγεία για την ξηρασία και την ανέχεια.
Το σημειώνει κι ο Πλούταρχος: “όταν οι Αθηναίοι απειλούνταν με αφανισμό στα λατομεία της Σικελίας, στην ποίηση αναγύρεψαν σωσίβιο”».
Όσο για την ψυχανάλυση και τη στήριξή του στο Λακάν, τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει ένας άνθρωπος που φρόντιζε να εξαντλεί στο έπακρο τα όριά του («εγώ ζω διπλή ζωή», μας έλεγε), πέρα από τη διαρκή ανησυχία απέναντι στον ευτραφή κι επικίνδυνο εφησυχασμό; Στο βιβλίο του «Tο ασυνείδητο και η συμβολική τάξη: από τον Freud στον Lacan», Αθήνα 1985, γράφει: «Μπορούμε να πούμε πως σ’ όποια από τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου κι αν αφοσιωθεί να δουλέψει κανείς, θα συναντήσει τη λακανική πρόκληση, όχι για να του χορηγήσει λύσεις, αλλά για να τον βασανίσει με την ευεργετική της αμφιβολία».