Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας
πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Άη Γιάννη,
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια…
Απόσπασμα από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Θερινό Ἡλιοστάσι»
Κάτι το περίφημο τραγούδι «ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές», κάτι ο Σεφέρης, κάτι ένα μαγικό βράδυ πριν πολλά-πολλά χρόνια στη Χαλκίδα, έχω πάντα ένα κόλλημα με αυτή τη γιορτή που μάλλον πέρασε και μας προσπέρασε:
Τον Άι Γιάννη τον Κλήδονα.
Πέρσι προσπάθησα να την αναβιώσω -κατά κάποιον τρόπο με έναν περίπατο στην Πλάκα όπου είπαμε πως γιορταζόταν στην παλιά Αθήνα, θυμηθήκαμε έθιμα και παραδόσεις άλλων εποχών, διασκεδάσαμε με τα σατιρικά στιχάκια.
Φέτος κόντεψα να το ξεχάσω ακόμη κι εγώ. Μου το θύμισε μια φίλη με ένα μέιλ στις αρχές της εβδομάδας.
Και μου ήρθε πάλι στο νου η απογοήτευση που ένιωσα πέρσι όταν περπατώντας το βραδάκι στην Πλάκα δεν είδα ούτε μια μικρή φωτίτσα ν’ ανάβει…
Στο βιβλίο μου «Στα ίχνη του Όμηρου», θέλησα να γνωρίσω αυτό το έθιμο στα παιδιά, μήπως παρακινήσουν τους γονείς τους. Να ένα μικρό απόσπασμα:
«Πέρσι είχαμε πάει κι εμείς στη γιορτή του Κλήδονα, με τη γιαγιά Ζωή στην Αγία Μαρίνα, στη Λέρο. Κάψαμε και το μαγιάτικο στεφάνι, πηδήξαμε τις φωτιές και κάτι κορίτσια είχαν μαζέψει –μέσα σε μια στάμνα με το αμίλητο νερό– απ’ όλους τους γείτονες δαχτυλίδια, κουμπιά και διάφορα μικροπράγματα. Σκέπασαν τη στάμνα με ένα κόκκινο μαντίλι, την άφησαν όλη νύχτα έξω και την άλλη μέρα μαζευτήκαμε κάτω στη θάλασσα, κι ο Σταμάτης –ένα παιδί από τη γειτονιά που είναι στη θεατρική ομάδα– έβγαζε ένα-ένα τα αντικείμενα και σκάρωνε στιχάκια που υποτίθεται πως είναι προφητικά γι’ αυτόν που του ανήκε το κάθε αντικείμενο», είπε η Κατερίνα.
Με χαρά είδα λοιπόν τις φωτογραφίες που μου έστειλε η φίλη συνοδεύοντας το μέιλ. Είναι του Χορευτικού Ομίλου Ν. Ερυθραίας, όπως με ενημέρωσε και «τραβήχτηκαν στους αφανούς τ’ Άη-Γιαννιού που έγιναν στις 23 Ιουνίου 2017 μπροστά στο σπίτι του Αντώνη και της Χρύσας Μαδούρογλου, στην οδό Κρήνης της Νέας Ερυθραίας».
Είναι μια γιορτή από τα παλιά, που με το ζόρι αποδέχεται η εκκλησία. Διάχυτο το διονυσιακό πνεύμα, ολοφάνερο στα τολμηρά και σκωπτικά στιχάκια. Είχα συγκεντρώσει κάμποσα πέρσι:
Μουρή σαρδέλα βρουμιρή, σουπιά τηγανισμένη
και καρακάξα του γιαλού, κανένας δεν σε θέλει.
Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει,
τότε κι εσύ θα παντρευτείς, να κάνει ο κόσμος χάζι.
Όμορφη είσαι, μάτια μου, σαν του παπά το ράσο,
κι όταν σε δω από κοντά, κοντεύω να ξεράσω.
Η χήρα θέλει πάπλωμα κι η παντρεμένη στρώμα
κι η λεύτερη κατάχαμα, που δεν τα ξέρει ακόμα.
Πόσα και πόσα σε αυτή τη γιορτή του καλοκαιριού. Οι φλόγες που ανεβαίνουν ψηλά, τα κορμιά που τολμηρά περνούν ανάμεσά τους, το αναψοκοκκίνισμα των προσώπων. Τα γέλια και τα πλατιά χαμόγελα. Το πνεύμα μιας αληθινής γιορτής.
Στον αντίποδα των παγερών «κοινωνικών σχέσεων».
Μόνο που οι φωτιές αργοσβήνουν. Και δεν είναι η παράδοση που χάνεται. Είναι οι δεσμοί που διαλύονται, οι γειτονιές που δεν υπάρχουν, τα χωριά που αργοσβήνουν.
Το αυθόρμητο που λείπει. Όταν δεν θα ανάβει καμιά φωτιά, θα ζούμε σίγουρα πια σε μια άλλη, έρημη χώρα.