Τσίπρας, Κοτσακάς, Σπουρδαλάκης, Τζανακόπουλος
Του Τάσου Βαρούνη
1 Ο (ψεύτης βεβαίως) Αλέξης Τσίπρας σημειώνει στο περιβόητο άρθρο του για τον Αντρέα ότι είναι ρηχή μια ματιά που ερμηνεύει τις εξελίξεις στη βάση της εξαπάτησης του λαού. Αναφέρεται στην εκτόξευση του ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίες ’70 και ’80 και τις κατηγορίες ενάντια στον Παπανδρέου. Προφανώς ενδιαφέρεται και για τις αντιστοιχίες με τα δικά του. Καλά τα λέει ο πρωθυπουργός. Αλλά δεν μιλάει σε κάποιο συνέδριο πολιτικής επιστήμης. Λες και δεν έχει στηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ένας προπαγανδιστικός μηχανισμός εξαπάτησης. Το γεγονός ότι οι ερμηνείες περί προδοσίας, κωλοτούμπας και κοροϊδίας είναι περιοριστικές στην εξήγηση των εξελίξεων είναι η αρχή για να αναζητηθούν οι βαθύτερες απαιτήσεις του «αγώνα» και όχι ο τρόπος για να βγουν λάδι οι τωρινοί ψεύτες. Ο πραγματισμός, ο κυνισμός, ο εξοβελισμός της ηθικής από την πολιτική είναι σε αντιπαράθεση με μια πολιτική που θα ήθελε –και θα μπορούσε- όντως να αλλάξει τα πράγματα. Οι ιδεολογικοί πυλώνες της κεντροαριστεράς όμως είναι εντελώς εντός «αστικού πνεύματος».
2 Ο Αντώνης Κοτσακάς, υπεύθυνος πολιτικού σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρει ότι «η συγκρότηση των δυο πόλων δεν θα γίνει μόνο με ταξικά χαρακτηριστικά. Θα γίνει κυρίως με αξιακά κριτήρια και με χαλαρή επιρροή των κομμάτων». Άλλη μια ενδιαφέρουσα σκέψη. Θα μπορούσε ακόμα και να ανοίξει ένας διάλογος. Θεωρητικός, για την «υλικότητα των αξιών», τα γεμίσματα ή τις ανταποκρίσεις που έχουν τα «αξιακά κριτήρια» με την πραγματική ζωή. Πολιτικός, για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω της πολύ συγκεκριμένης πολιτικής του συντελεί στην εμπέδωση διόλου προοδευτικών αξιών. Και ολίγον πιο πεζός, όπου θα εκτιμηθεί το τι προκύπτει όταν οι κυβερνώντες προπαγανδίζουν στους εξαθλιωμένους αξίες που οι ίδιοι δεν έχουν. Το «εμείς έχουμε αξίες» είναι βασικό όπλο του κεντροαριστερού λόγου. Ακόμα ευρύτερα, είναι στοιχείο που ρουφά ή πετσοκόβει την ανάπτυξη ενός πιο βαθιού πολιτικού ριζοσπαστισμού. «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με τους μετανάστες», «ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την Ηριάννα». Περισσότερο κι από λόγους εκλογικής σκοπιμότητας, αυτή η φυσιογνωμία συμβάλει στο να κρατιέται χαμηλά ο πήχης των κοινωνικών απαιτήσεων. Όπως γράφει και μια θεσσαλονικιώτικη αναρχική αφίσα: «Η αριστερά στα υπουργεία, η τέχνη στα εμπορικά κέντρα, η εξέγερση στα συνέδρια». Η μόνη αξία της κεντροαριστεράς είναι η διαχείριση του παρόντος.
3 «Ο λαός, ως πολιτική ενότητα, αναγορεύεται σε θεματοφύλακα όλων των εξουσιών. Οι πολίτες, που απαρτίζουν το σύνολο του λαού, αναγνωρίζονται ως φορείς ίσων δικαιωμάτων ελευθερίας και πολιτικού αυτο-καθορισμού. Οι αντιπρόσωποι του λαού αναλαμβάνουν να διαχειριστούν στο όνομά του τα δημόσια πράγματα». Αυτά διαβάζουμε στο ενημερωτικό φυλλάδιο της επιτροπής για τη συνταγματική αναθεώρηση υπό την προεδρία του Μιχάλη Σπουρδαλάκη. Και ας πούμε πως δεν βάζουμε τα γέλια μιας και η κυβερνητική πολιτική έχει ανοίξει πόλεμο με τα «δημόσια πράγματα» και πανηγυρίζει που θα καταφέρει να τα εκποιήσει. Είναι πράγματι συνεχείς οι αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της λαϊκής συμμετοχής. Κάπως πρέπει να διατηρηθεί μια αναφορά στο λαό, θα μπορούσε μάλιστα αυτό να διακρίνει τη βασική κεντροαριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) από τη δυνάμει (ΠΑΣΟΚ και λοιπές δυνάμεις). Η λαϊκή παρέμβαση έχει διπλή αντιμετώπιση. Από τη μία, η απουσία της –ως κινητοποιήσεις- συνιστά απόδειξη ότι «ο κόσμος στηρίζει την κυβέρνησή μας». Από την άλλη, αντιμετωπίζεται ως κάποιο πρότζεκτ, όπου φτάνει να δοθεί ο χώρος, τα πεδία, οι θεσμοί για να φυτρώσει. Το ενδεχόμενο ο κόσμος να είναι θυμωμένος με την κυβέρνηση δεν υπάρχει στα κεντροαριστερά μυαλά. «Ελάτε όλοι μαζί να φτιάξουμε τη χώρα». Το γεγονός ότι η ανάγκη συμμετοχής δημιουργείται από την ελπίδα ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει, ξεχνιέται από τους κεντροαριστερούς θιασώτες της ΤΙΝΑ.
4 Η κεντροαριστερά δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τα κινήματα. Αυτή η συνιστώσα δεν συμπεριλαμβάνεται στην οπτική της. Η αυταπάτη ότι δημιουργεί ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη ή την ανοχή σε κάποιους αγώνες είναι ακόμα ένας μοχλός παγίδευσης που δημιουργεί συστολή απέναντι στον αναγκαίο, κεντρικό και συνολικό αντικυβερνητικό αγώνα. Υπάρχει αρκετός κόσμος που σιωπά. Που ενδόμυχα πιστεύει ότι όντως ο «Κούλης» είναι χειρότερος. Ή που θεωρεί ότι «κάποια πραγματάκια γίνονται». Είναι κι αυτή μια λειτουργία της κεντροαριστεράς. Η αποπολιτικοποίηση με την έννοια ενός κατακερματισμού που κρύβει διαρκώς το μεγάλο κάδρο. Αλλά ας κάνουμε και μια χυδαία αφαίρεση. Ακόμα και την πιο μετριοπαθή, μεταρρυθμιστική, ρεφορμιστική αλλαγή να ήθελε κάποιος να πετύχει σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, θα είχε ανάγκη κάτι παραπάνω από μια σχετικά πλειοψηφική εκλογική υποστήριξη. Η γλώσσα είναι όμως ενδεικτική: «Κοινωνικές συμμαχίες», «κοινωνική πλειοψηφία», «πολιτικές μετατοπίσεις». Ακόμα και η ριζοσπαστικοποίηση δεν ακουμπά ή δεν αφορά πρωτίστως το πεδίο της κοινωνίας, αλλά -όπως λέει και ο Τζανακόπουλος- «τη ριζοσπαστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας». Όλα αναγνωρίζονται εντός των πολιτικών οριοθετήσεων τύπου ακροδεξιά-δεξιά-κεντροαριστερά-αριστερά, πρόοδος-συντήρηση κ.ό.κ. Στην πραγματικότητα, η ίδια η συζήτηση για την κεντροαριστερά -και το βάρος που της δίνεται- αποτελεί χειριστικό όπλο για να περιοριστεί η σκέψη στους καθιερωμένους πολιτικούς διαχωρισμούς.
Ο θεματοφύλακας του Ανδρεϊσμού
Η παρέμβαση Λαλιώτη, που φουλάρει τις μηχανές, έχει κι αυτή τρία όρια:
Όριο πρώτο: Πρέπει να εξηγήσει τι έγινε μετά το 1993-95 που τόσο επικαλείται για να δείξει πόσο μεγάλος ήταν ο Ανδρέας.
Όριο δεύτερο, η σημερινή εικόνα του στρατοπέδου που υποστηρίζει, η Δημοκρατική Συμπαράταξη –δεν μπορεί να μην συναισθάνεται πόσο μικρή είναι πολιτικά.
Η σύγκλιση που προτείνει με τον ΣΥΡΙΖΑ –τρίτο όριο- δεν πολλαπλασιάζει την ελκυστικότητα, αλλά δημιουργεί απωθητικές αντιδράσεις, αν μάλιστα η φθορά της κυβέρνησης συνεχιστεί.
Οι χαρτοπαίκτες ίσως να έλεγαν «πάμε για άλλα». Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί. Θα πάμε ακόμα και με τον Λεβέντη αν χρειαστεί. Ίσως και με τον Κυριάκο (θα ξεχάσουμε το «Κούλης»). Η ζωή δεν χωρά κανενός είδους δογματισμό. Φτάνει να είμαστε εντός πλαισίου και να μην τιναχτεί η μπάνκα. Η μπλόφα είναι στο παιχνίδι, αλλά τη μυγοσκοτώστρα την κρατά ο Σόιμπλε…
Ρ.Ρ.
ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ: Τα κρεμαστάρια και η αλεπού…
Είναι γνωστό τι κάνει η αλεπού με όσα δεν φτάνει. Έτσι και ο Τσίπρας επέλεξε να προχωρήσει στις 3 του Σεπτέμβρη σε μια παρέμβαση ιδεολογικού-πολιτικού τύπου για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ.
Κρεμαστάρι 1: Αφού ο Ανδρέας δεν ήταν ψεύτης αθετώντας τόσα και τόσα που είχε υποσχεθεί, άρα και εγώ γιατί να κατηγορούμαι ως ο πιο ψεύτης πρωθυπουργός που πέρασε;
Κρεμαστάρι 2: Αφού ο Ανδρέας ήταν μεγάλος και με χαρίσματα και άρπαξε το «μομέντουμ» φτάνοντας στο 48% από 12% μέσα σε σύντομο διάστημα, μήπως κι εγώ που από 4,5% έγινα πρωθυπουργός, έχω τα ίδια χαρίσματα;
Κρεμαστάρι 3: Αν ο Ανδρέας μπόρεσε να πείσει ότι έδιωξε τις βάσεις των ΗΠΑ ενώ αυτές ήταν εδώ, γιατί να μην πείσω κι εγώ ότι βγαίνουμε από μνημόνια και την επιτροπεία, διατηρώντας τα;
Η «αλεπού» (συμπαθές ζώο) ξεχνά ορισμένα πράγματα:
Πρώτον, υπάρχει και το ανάποδο παράδειγμα. Μέσα στην κρίση και τα μνημόνια, το 44% του ΓΑΠ έγινε 4,5%.
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ μακροημέρευσε από το 1974 μέχρι το 2010, πρωταγωνιστώντας στην πολιτική ζωή. Ο Τσίπρας, όσο κι αν μελετά τις εκδόσεις του ΠΑΣΟΚ με τους λόγους του Ανδρέα, όσο κι αν αντιγράφει τις κινήσεις –ακόμα και την ομιλία του, δεν μπορεί να αντιληφθεί πόσο υπολείπεται από τον «δάσκαλο».
Αλλά δεν του λένε και ορισμένες αλήθειες για τότε: Το ΠΑΣΟΚ έδρασε σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, όταν ακόμα το κομματικό φαινόμενο είχε αίγλη, το λαϊκό κίνημα ήταν οργανωμένο, και υπήρχαν κονδύλια και δυνατότητες χειρισμού.
Σήμερα, στην εποχή των πολιτικών μιας χρήσης, των αναλώσιμων πρωθυπουργών και της οξύτατης κρίσης αντιπροσώπευσης, η επιτυχία απέχει ελάχιστα από την συντριβή και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι λίγος και λίγο στα πράγματα. Το κατόρθωμά του ήταν ότι άρπαξε την ευκαιρία, βύθισε κι άλλο την χώρα και την οδηγεί στην «κανονικότητα» μέσα από το ψέμα και την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων συνταγών.
Όσο κι αν πηδήξει η αλεπού, δεν μπορεί να φθάσει το νέο της είδωλο. Ούτε καν να του μοιάσει λίγο ως απομίμηση.
Γ.Π.
Η στάση της Αριστεράς
Απέναντι στην κεντροαριστερή φόρμουλα που επικρατεί σήμερα, ποια είναι η στάση όσων δυνάμεων χαρακτηρίζονται «πραγματικά αριστερές»; Μιλάμε, έτσι κι αλλιώς, για μια Αριστερά σε εμφανή κρίση. Γενικευμένη κρίση προσανατολισμού, πολιτικής και προοπτικής.
Η όποια πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά, αδυνατεί να χαράξει μια στοιχειώδη αντιμετώπιση της σημερινής κυβέρνησης και του ιδεολογικού περιτυλίγματος που αυτή χρησιμοποιεί.
Αρκετοί (π.χ. τμήμα του «δικαιωματικού» χώρου) παραμένουν εγκλωβισμένοι στην ατζέντα του κυβερνητικού κόμματος. Του ασκούν κάποια κριτική σε επιμέρους θέματα, αλλά δεν παύουν να βλέπουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σαν τους χθεσινούς «συντρόφους που κάνουν λάθη» ή πιθανά θα επανακάμψουν στον σωστό δρόμο.
Παρόμοια στάση τηρούν και στελέχη που ανήκουν σε άλλα κόμματα (πχ ΛΑΕ) αλλά συνυπάρχουν με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτοδιοικητικά, συνδικαλιστικά και άλλα σχήματα.
Ακόμα και σε τμήματα που αυτοπροσδιορίζονται στον αναρχικό χώρο, ουκ ολίγες φωνές κηρύσσουν τον συμφιλιωτισμό με μια κυβέρνηση που –τέλος πάντων- «δεν είναι σαν την Δεξιά» ή «μας αφήνει ορισμένα περιθώρια». Παντού υπάρχει ένας «μύθος» ή ένας πραγματισμός…
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη. Συχνά, η καταγγελία της «προδοσίας Τσίπρα» και οι ηχηρές κριτικές για τις υποσχέσεις που αθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ., γίνονται με τρόπο που υπονοεί ότι πρόκειται για παρέκκλιση ενός αριστερού κόμματος από την ορθή πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που χαρακτηρίζει το σύνολο της Αριστεράς είναι η αδιαφορία να υπάρξει μια ειδική αντιμετώπιση της «κεντροαριστερής συνταγής». Ακόμα και στις «καλύτερες περιπτώσεις», δεν απασχολεί η ανάγκη να χαραχθεί μια πειστική πολιτική έξω από την Συριζική ατζέντα.
Το θέμα κρατάει από παλιά. Συχνότατα στη χώρα μας, η όποια Αριστερά λειτούργησε με όρους ουράς απέναντι στο Κέντρο ή είχε μια θολή πολιτική απέναντί του. Κάποτε απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, ως ένα ειδικό φαινόμενο, υποτάχτηκαν πλείστες αριστερές δυνάμεις, σήμερα άλλοι ακολουθούν το –τηρουμένων των αναλογιών- «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ» και άλλοι δεν βλέπουν την ειδική πολιτική του φύση, αδρανοποιώντας κάθε δυνατότητα αντιμετώπισής του.
Έτσι, η ισχνή «αποσυριζοποίηση» από τη μια, και η γενικόλογη καταγγελία από την άλλη, αφήνουν σαν όψεις του ίδιου νομίσματος ανοικτό το πεδίο στην κεντροαριστερή ιδεολογική κυριαρχία και την ανασύσταση αυτού του χώρου με φόβητρο την «δεξιά παλινόρθωση» και την «λαίλαπα Μητσοτάκη».
Γ.Π.