Για νέους κι αγέραστους

Γνώση και δράση για αλλαγή

Έγραφα με την κάμερα και έβλεπα μέσα από τη μικρή οθόνη αυτή τη μεγάλη, όχι σε ηλικία, γυναίκα να μιλάει με θάρρος, γνώση, βεβαιότητα και σκοπό, ένα τετράπτυχο που όλοι έχουμε ανάγκη για να καταφέρουμε να κάνουμε κάτι, ακόμα και τώρα, την ύστατη ώρα, με την ελπίδα ότι είναι ύστατη και δεν είναι τετελεσμένα όλα, για τις ζωές μας, τις ζωές των δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη τη γη, που άθελά τους σπρώχνονται από τους ισχυρούς που έχουν εξουσία και ρυθμίζουν την κίνηση των κοινωνιών, προς την καταστροφή τους. Την καταστροφή των ελάχιστων όρων που απαιτούνται για να είναι η γη βιώσιμη για τους ανθρώπους, για την πρόληψη της καταστροφής των κοινωνιών και για την αποτροπή του τέλους της ιστορίας. Μία καταστροφή που δεν είναι αναπόφευκτη. Που δεν είναι εκ θεού, ούτε επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς. Είναι καταστροφή που οφείλεται στον εκτροχιασμό του σκοπού και τον εκφυλισμό της αξίας της ζωής που επιβλήθηκε από τους λίγους σε βάρος των πολλών, των απείρως περισσότερων. Όταν ο άνθρωπος χρειάζεται ένα πορτοκάλι, μια ντομάτα, ένα ποτήρι νερό κι ένα ψάρι ή ένα μπολ ρύζι ή φασόλια, ένα δωμάτιο, ήλιο, τρεχούμενο νερό, μια φωτιά, μια κουβέρτα κι ένα σύντροφο για να ικανοποιήσει τις βασικές του βιολογικές ανάγκες, πώς έφτασε να παιδεύεται τόσο πολύ για να ζήσει και να κινδυνεύει να αφανιστεί εντελώς;

 

Κι ο πολιτισμός κατάκτηση είναι, τα βιβλία, οι μουσικές και οι ταινίες, τα ταξίδια, τα ρούχα και τα τηλέφωνα και πολλά άλλα που φτιάχτηκαν από τη συσσωρευμένη εμπειρία χιλιάδων χρόνων. Αλλά γιατί είναι υποχρεωτικό μαζί μ’ αυτά τα χρήσιμα και επιθυμητά, σήμερα, το 2021, να γίνεται τόσο μεγάλη σπατάλη στα πάντα; Να πετιούνται στις χωματερές το ένα τρίτο των τροφίμων που παράγονται; Να γεμίζουν οι θάλασσες, τα ποτάμια και οι λίμνες με πλαστικές σακούλες και μπουκάλια; Να ξοδεύονται πολύτιμες και όχι ανεξάντλητες πρώτες ύλες για να κατασκευάζονται προϊόντα που επί τούτου έχουν ημερομηνία λήξης ενώ είναι πανεύκολο να έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια χρήσης μειώνοντας έτσι δραστικά τη σπατάλη και την παραγωγή σκουπιδιών μη ανακυκλώσιμων; σκουπιδιών μη ανακυκλώσιμων;

Τώρα, την κλιματική αλλαγή παραδέχονται και πολλοί μέχρι χτες αρνητές, κάτω από την πίεση των φυσικών καταστροφών που καμία τεχνολογία δεν μπορεί να αποτρέψει, είτε πρόκειται για το λιώσιμο των πάγων και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, είτε για τις φωτιές που κατακαίνε τα δάση, είτε για τους τυφώνες που εξαφανίζουν σπίτια και εργοστάσια είτε για τις πλημμύρες που σαρώνουν χωριά, πόλεις, γέφυρες και φράχτες, είτε για τους ιούς που πιθανότατα απελευθερώνονται από τη φύση επειδή αυτή κακοποιείται και χάνονται οι λεπτές ισορροπίες που μας προστατεύουν και διαλύονται τα απαραίτητα για τη ζωή οικοσυστήματα.

Η Ναόμι Κλάιν μας ταρακούνησε και άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και την ευθύνη που έχουμε για την τροπή που τα συστήματα έχουν πάρει από την ολιγωρία μας να αντισταθούμε στις απανταχού ολιγαρχίες, με ή χωρίς δημοκρατικό προσωπείο, που προς ίδιον όφελος οδηγούν την ανθρωπότητα μέσω του βιασμού της φύσης στην καταστροφή.

Αμόρφωτοι μέσα στην ψευδαίσθηση που δημιουργεί η παρεχόμενη φιλτραρισμένη παιδεία ότι τάχα μορφωνόμαστε, δεν έχουμε ούτε την ικανότητα να αντιληφθούμε γρήγορα και έγκαιρα ακόμα και το πιο προφανή και ευαπόδεικτα. Για παράδειγμα, αυτό που εμφατικά υπογραμμίζει η Κλάιν στο βιβλίο της «Πώς να αλλάξουμε τα πάντα» (μεταφρ. Π. Γαβριηλίδου, εκδ. Κλειδάριθμος, 2021) ότι και μόνο η κατά μία μονάδα αύξηση της θερμοκρασίας καταστρέφει τα υπερευαίσθητα θαλάσσια οικοσυστήματα και απονεκρώνει τους τεράστιους κοραλλιογενείς υφάλους που παράγουν οξυγόνο και εξασφαλίζουν την τροφή των ψαριών, με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες αυτονόητες.

Και δεν γράφει μόνο γι’ αυτό η Κλάιν, σε συνεργασία με τη Ρεμπέκα Στέφοφ. Το βιβλίο αυτό έχει ένα επιπλέον χάρισμα. Ενώ διαβάζεται άνετα από τους ενήλικους, είναι γραμμένο για τους νέους. Τους έφηβους, τους μαθητές, τους φοιτητές και τους νεαρούς που έχουν βγει στη βιοπάλη. Στους νέους που σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς συνειδητοποιούν αυτά που οι γονείς τους ακόμα δεν μπορούν, δυσκολεύονται ή αρνούνται να καταλάβουν. Απευθύνεται κυρίως σ’ αυτούς που θα πληρώσουν για τα εγκλήματα που έκαναν σε βάρος τη φύσης και σε βάρος τους οι προηγούμενοι. Και μιλάει για κλιματική δικαιοσύνη. Ενημερώνει για αγώνες που είναι σε ανάπτυξη, καταθέτει επιστημονικά δεδομένα, επισημαίνει τα ανοιχτά μέτωπα και κάνει προτάσεις, όπως το «Βρες ένα κίνημα ή ξεκίνησε ένα δικό σου».

Στην πρόσφατη παγκόσμια διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή στη Γλασκόβη (Οκτ.-Νοεμ. 2021), ακούστηκαν πολλά, αλλά στο τέλος, πέρα από τις φραστικές υποσχέσεις, καμία πραγματική δέσμευση δεν ανέλαβαν οι συμμετέχοντες από τα μεγάλα κράτη. Γι’ αυτό οι διαδηλωτές τους κατήγγειλαν για «μπλα, μπλα, μπλα!». Και γι’ αυτό είναι ακόμα πιο επιτακτικό να ενεργοποιηθούν οι πολίτες της γης όλης, με δύναμη κρούσης τους νέους στους οποίους ποντάρει και η Ναόμι.


Για ανήσυχους αισθηματίες

Ανθρωπιά σε καιρούς μελανούς

«Η συμφιλίωση» του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου (εκδ. Μεταίχμιο, 2021) είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην εποχή μας. Ένας γιατρός που φεύγει για τη Γερμανία και προσλαμβάνεται σε ένα νοσοκομείο για να αυξήσει το εισόδημά του, συσχετίζεται επαγγελματικά με ένα Γερμανό που τον οδηγεί σε αναψηλάφηση του οικογενειακού του παρελθόντος και –άθελά του- σε αναψηλάφηση του οικογενειακού παρελθόντος του συνεργάτη και εργοδότη του. Δηλαδή, τρέχει ένα παρόν που ακόμα δεν έχει τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του με το παρελθόν.

 

Είτε αναφέρεται ρητά από τον συγγραφέα είτε υπονοείται, ο μετανάστης γιατρός ανήκει στο τεράστιο πλήθος των νέων επιστημόνων που με την εφαρμογή των μνημονίων άφησαν συγγενείς και φίλους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, από διάλυση οικογενειών μέχρι αποξήρανση των ανθρώπινων δεξαμενών και καταδίκη της Ελλάδας σε δημογραφικό και επιστημονικό μαρασμό. Αλλά αυτό καθ’ αυτό δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται η πολυπλοκότητα των καταστάσεων σε μία από τις χειρότερες περιόδους της ιστορίας, όταν οι ναζί επεκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση έχοντας συνεπάρει τον γερμανικό λαό, αλλά όχι και όλους τους Γερμανούς. Οι εξαιρέσεις αυτές πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα με απρόβλεπτες συνέπειες για τον καθένα. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, εκδηλώθηκαν πολλές αποσκιρτήσεις Γερμανών στρατιωτών που προσχώρησαν στο κίνημα αντίστασης. Τέτοιες αποσκιρτήσεις υπήρχαν και σε άλλα μέτωπα του πολέμου, αλλά και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Δεν ξέρω αν έχουν γίνει εκτεταμένες μελέτες για κάθε ξεχωριστή περίπτωση, για την τύχη αυτών των ανθρώπων, των απλών, που δεν ήταν διάσημες προσωπικότητες για να τραβήξουν την προσοχή. Το «Λευκό Ρόδο», που αναφέρεται στο βιβλίο, ήταν μια οργάνωση που αποτελείτο από Γερμανούς αντιφρονούντες που προσπάθησαν να αντισταθούν στη ναζιστική λαίλαπα ξεκινώντας από τα πανεπιστήμια. Αυτή η πτυχή έχει άμεση σχέση με την «Συμφιλίωση», γιατί βρίσκεται στην αφετηρία της υπόθεσης που ξεδιπλώνεται καθώς αποκαλύπτονται οι αλήθειες που αυτοί που τις έζησαν στα μαύρα χρόνια τις κράτησαν για τον εαυτό τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Οπωσδήποτε, αυτές οι αποσιωπήσεις κρύβουν προσωπικές τραγωδίες και διλήμματα, αλλά δεν είναι και ξεκομμένες από τη συγκάλυψη των ναζιστικών εγκλημάτων στη Γερμανία, αλλά και στη μεταπολεμική Ελλάδα υπό την αυστηρή εποπτεία των Αμερικάνων. Η Αθήνα με την ΕΠΟΝ, το Μόναχο των μεταναστών που ήταν ανειδίκευτοι εργάτες και η Κρήτη με τις φωτιές των μαρτυρικών χωριών ακόμα να σιγοκαίνε στις ψυχές των απογόνων, είναι οι πόλοι που έλκονται και απωθούνται στην πλοκή της συγκεκριμένης ιστορίας, αν και, εν κατακλείδι, το βαθύτερο μυστικό είναι πιο προσωπικό.


Για κομικάδες και μουσικόφιλους

Στις μύτες του ρεμπέτικου

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος εικονογραφεί το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι -με τη μορφή της ιστορίας, του προσώπου ή του επεισοδίου, αλλά σίγουρα είναι η πρώτη φορά που κάποιος το προσεγγίζει –θα έλεγα– ολιστικά. Που το αφηγείται με εικόνες πάνω σε έναν άξονα που μοιάζει πολύ σε σενάριο σπονδυλωτής ταινίας. Κι αυτός ο σπονδυλωτός χαρακτήρας της γραπτής και εικαστικής αφήγησης είναι έργο μιας όμορφης συλλογικότητας που ανέλαβε την υλοποίηση της ιδέας που είχε ο συγγραφέας και συντονιστής του εγχειρήματος.

Μέσα στα πολλά χρόνια που ασχολούμαι με το τραγούδι είχα την ευκαιρία να δω τέτοιες εικόνες, μερικές φορές ακόμα και να παρακινήσω τη δημιουργία τους. Σπουδαίοι ζωγράφοι και σκιτσογράφοι έχουν αφήσει ωραίες αναπαραστάσεις, ατομικές μουσικών, συνθετών και ερμηνευτών, αλλά και συλλογικές κυρίως πάλκων με ορχήστρες. Στο «ντέφι» είχαμε τέτοια έργα σε εξώφυλλά μας, όπως του Ηλία Ταμπακέα που μας έκανε μια θαυμάσια «αγιογραφία» του Μάρκου Βαμβακάρη (τ. 14) ή το όμορφο πάλκο του Πάνου Παπανάκου και τις ξυλογραφίες ρεμπετών του Νίκου Νικολαΐδη (τ. 19) που μας έστειλε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος από τη Θεσσαλονίκη. Επίσης, στο «ντέφι» δημοσιεύσαμε πρωτότυπα κόμικ του Γιάννη Καλαϊτζή με θέμα το τραγούδι και τους καλλιτέχνες του. Και για το «Περίπτερο Ιδεών» ο Πέτρος Ζερβός έκανε πολλά ευφάνταστα σκίτσα μουσικών και τραγουδιστών, του Μάρκου, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα κ.ά.

 

Αλλά και πιο παλιοί, χωρίς απαραιτήτως κάποιον τρίτο να τους παρακινεί, όπως ο σπουδαίος ζωγράφος Ράλλης Κοψίδης, είχαν εμπνευστεί από ορισμένα λαϊκά τραγούδια που τους συγκινούσαν ή από την προσωπικότητα κάποιου καλλιτέχνη σε σημείο να κάνουν αναπαραστάσεις με βάση την οπτική τους γωνία και την διαφορετική τους τεχνοτροπία. Ο Μποστ μας είχε δώσει ένα πολύ ωραίο καθιστό ρεμπέτη για το εξώφυλλο με τα ρεμπέτικα τραγούδια που βγάλαμε με τις «Μέρες Μουσικής 1922-1992» που ηχογραφήσαμε στο Παλλάς. Αλλά η πιο ολοκληρωμένη δουλειά ήταν αυτή που είχε κάνει πάνω σε ρεμπέτικα τραγούδια ο περίφημος Καραγκιοζοπαίχτης Θανάσης Σπυρόπουλος με μια μεγάλη σειρά ζωγραφικών έργων στο πνεύμα και με την τεχνοτροπία του παραδοσιακού Θεάτρου Σκιών.

Υπάρχει, λοιπόν, προηγούμενο και μάλιστα λαμπρό, αλλά κανένας δεν είχε συγκεντρώσει 14 ζωγράφους και σκιτσογράφους να σχεδιάσουν ο καθένας το δικό του μερίδιο της ιστορίας όπως την καταστρώνει ο Νίκος Κουφόπουλος στο κόμικ «Ρεμπέτικο – Ιστορία και Πρωταγωνιστές» (εκδόσεις Ελυζέ, διανομή Εκδόσεις των Συναδέλφων). Και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και αλέγκρο. Είναι πλούσιο, ποικίλο, όμορφο και πολύ παραστατικό, κινηματογραφικό και θεατρικό. Δεν είναι η επίσημη ιστορία του ρεμπέτικου. Αποτελείται από πολλά σχόλια με χρονολογική κατά το δυνατόν σειρά πάνω στη διαμόρφωση και εξέλιξη του ρεμπέτικου. Ο συγγραφέας είναι διαβασμένος και μουσικά καταρτισμένος.

Πρωτογνώρισα τον Νίκο Κουφόπουλο στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Nosotros, στην ακμή του, στα Εξάρχεια. Δίδασκε κιθάρα και μπουζούκι σε δεκάδες νέους που αγαπούσαν τη λαϊκή μουσική. Το «Ρεμπέτικο» είναι το τρίτο βιβλίο με κόμικ που παρουσιάζει, αλλά το πρώτο με θέμα το λαϊκό μας τραγούδι. Αφού μελέτησε πολλά βιβλία και συμπλήρωσε τις γνώσεις του, βάζοντας και τη φαντασία του, συναρμολόγησε μια «πειραγμένη» εκδοχή της ιστορίας του ρεμπέτικου και των πρωταγωνιστών του πιο κοντά στις προσεγγίσεις του ερευνητή και καταγραφέα Ηλία Πετρόπουλου και με πρώτη ύλη τις αφηγήσεις των ίδιων των μουσικών όπως αυτές έχουν περιληφθεί στις αυτοβιογραφίες και τις εξιστορήσεις που υπάρχουν σε διάφορα βιβλία.

Πορτρέτα, συμβάντα, τραγούδια, μουσικές και στίχοι, όργανα και «όργανα», στέκια και τεκέδες, ποτά, τσιγάρα και ναργιλέδες, χοροί, μάγκες και κουτσαβάκια, πόρνες και μαχαιροβγάλτες, έρωτες και νταλγκάδες, Πολιτάκια και Σμυρνιωτάκια, Εβραίες και Αρμένισσες, αντάρτες και σαλταδόροι, Κατοχή και Αμερική, Τρούμπα και Βούρλα, Καραγκιόζης και Σκαρίμπας, πλάκες και δίσκοι, κάπου 50 τρακ, όπως λέγαμε στη δισκογραφία, χωρέσανε μέσα σε 300 σελίδες μεγάλου μεγέθους, καλοτυπωμένα σε ποιοτικό χαρτί. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Ρίτα Αμπατζή, Γιοβάν Τσαούς, Χιώτης, Γενίτσαρης, Μπέλλου, Παπαγιαννοπούλου και πολλοί άλλοι γνωστοί και αγαπητοί λαϊκοί καλλιτέχνες, παίρνουν μέρος σ’ αυτό το ουτοπικό αντάμωμα που οργάνωσε ο Νίκος Κουφόπουλος. Με αρωγούς, άνευ των οποίων δεν, τους ζωγράφους και σκιτσογράφους που ζωντανεύουν με την πένες, τα μολύβια, τα πινέλα και τα ποντίκια τους όλο αυτό τον κόσμο τον καλό. 14 καλλιτέχνες που βλέπουν το ρεμπέτικο με προσωπικό βλέμμα και τρόπο. Κι έτσι συνθέτουν ένα πολύ σπάνιο ψηφιδωτό από ξεχωριστά κόμικ που συνδέονται μεταξύ τους χάρη στην αφήγηση του Κουφόπουλου, αλλά και στην αναπάντεχη βοήθεια που προσφέρουν οι υπερφυσικές δυνάμεις, άγγελοι και διάβολοι, ψυχές και πνεύματα που καθιστούν εφικτά τα άλματα στο χώρο και το χρόνο, άλλοτε με σοβαρότητα κι άλλοτε με χιούμορ, μαύρο κι άσπρο. Χωρίς να παραλείψει τον Αλάνη, την πανταχού παρούσα γάτα της παρέας…


Για φαν της Πόλης

Μνήμες και γεύσεις

Η πολίτικη κουζίνα δεν ανακαλύφτηκε πρόσφατα από τους εντόπιους. Από τον προπερασμένο αιώνα έφταναν οι γεύσεις και τα αρώματά της στο ελληνικό κρατίδιο. Αλλά, στην εποχή μας, μια καινούργια ώθηση κι ένα καινούργιο ενδιαφέρον προκλήθηκε με την απήχηση της ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα». Εμείς, η οικογένεια Ελληνιάδη, δεν απομακρυνθήκαμε ποτέ απ’ αυτήν, μ’ αυτήν μεγαλώσαμε και μ’ αυτήν αποχωρούμε από τα εγκόσμια όταν έρθει η ώρα μας. Και είναι κι αυτό μια τύχη που δεν την ορίζεις αφού δεν εξαρτάται από σένα πού θα γεννηθείς και από ποιους. Από τη γιαγιά μας τη Βασιλική που ήταν χρυσοχέρα στη μητέρα μας τη Χρυσούλα που ήταν καλλιτέχνης, στο σπίτι απολαύσαμε την πολίτικη κουζίνα αποκλειστικά. Ούτε χάμπουργκερ, ούτε πίτσα μπήκε ποτέ στο σπίτι μας. Κι αυτή η παράδοση του καλού φαγητού συνεχίστηκε από τη Βάσω και τη Γιάννα που ευτυχώς είχαν από φυσικού τους την κλίση. Αλλά και οι πιο κοντινές μας συγγενικές οικογένειες, της θείας Χριστίνας και του θείου Βασίλη, είχαν μεγάλα ταλέντα στη μαγειρική. Τα ξαδέρφια μας, ο Γιώργος και η Άννα ήταν φοβεροί μερακλήδες κι ο Κωτσούλης με τη Βασούλα όταν άνοιξαν το πολίτικο μεζεδοπωλείο στη γέφυρα της Χαλκηδόνας, έδειξαν όλη την τέχνη τους, όχι από σχολή μαγειρικής, από παράδοση.

 

Ο πατέρας μας δεν μαγείρευε στο σπίτι, αλλά όποτε είχαμε καλεσμένους έμπαινε στην κουζίνα κι έφτιαχνε τους μεζέδες, με την ανάλογη φροντίδα για το πώς θα κόβονταν και πώς θα τοποθετούνταν τα εδέσματα στις πιατέλες, στα πιάτα και στα πιατάκια.

Όλη αυτή τη γευσιγνωσία και τελετουργία, ζωντανεύει ο ηθοποιός και συγγραφέας Στάθης Νικολαΐδης με το βιβλίο του «Κωνσταντινούπολη – Θυμάμαι και Γεύομαι» (εκδ. Δερέ, 2021) μέσα από τη δική του οικογενειακή, συγγενική και περιβαλλοντική εμπειρία των ετών 1959-1974. Στις πρώτες 135 σελίδες, αυτοβιογραφούμενος, παρουσιάζει τα φαγητά μέσα στο οικείο του περιβάλλον σε συνδυασμό με τις εποχές, τις γιορτές, τις νηστείες, τις διακοπές και τις εκδρομές, με βασική μαγείρισσα τη μητέρα του και ενισχυτικές τις θείες του, στην πολύβουη πόλη ή στην αρχοντική και ανθοστόλιστη Πρίγκηπο. Αλλά δεν παραλείπει και τα τραπέζια στα εξοχικά κέντρα ή στα κρουαζιερόπλοια που έκαναν βόλτες στο Βόσπορο και την Προποντίδα. Από σπεσιαλιτέ σε σπεσιαλιτέ, ο συγγραφέας συνοδεύει τον αναγνώστη σε μια σύντομη αλλά περιεκτική επίσκεψη στους χώρους που αποτελούσαν το εκτεταμένο δίκτυο της ελληνικής παρουσίας στην Πόλη, τουλάχιστον μέχρι τις απελάσεις του 1964 που, ως προέκταση του πογκρόμ του 1955, κατέστρεψαν την ειρηνική συμβίωση Ρωμιών και Τούρκων, αφάνισαν τον Ελληνισμό και άλλαξαν την από αιώνες πολυεθνική σύνθεση της Κωνσταντινούπολης.

Συνοπτικά αλλά πολύ περιεκτικά και συνεκτικά, ο συγγραφέας φωτογραφίζει τη ζωή στην Πόλη, από την πιο φωτεινή της πλευρά (χωρίς να παραλείπει κακοτοπιές), έχοντας την κουζίνα εκεί που αρμόζει, μέσα στη συνολική πολίτικη κουλτούρα μας, συστατικό της μέρος, στοιχείο της ποιότητας ζωής μας, κι όχι σαν μια εξωτερική πολυτέλεια, σαν κάτι έκτακτο, παράπλευρο ή παρεχόμενο από τρίτους.

Στις υπόλοιπες 165 σελίδες, ο Νικολαΐδης παρουσιάζει συνταγές για 48 κύρια πιάτα, μεζέδες και γλυκά, με ξεχωριστές αναφορές σε ιδιότητες των υλικών, συμβουλές πρακτικές για το σωστό μαγείρεμα και υγιεινά αφεψήματα με βότανα. Με το ανάγνωσμα αυτό ταξιδεύεις στην Πόλη, μαγειρεύεις πολίτικα και ονειρεύεσαι πολίτικα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!