Του Κωνσταντίνου Πουλή
Κάθε αναφορά στο ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας ή σε εθνικά στερεότυπα μεταφέρει τη συζήτηση από το πεδίο των κοινωνικών ανταγωνισμών στο πεδίο των εθνικών παθών, προς όφελος των εκατέρωθεν ελίτ. Οι «Γερμανοί» και οι «Έλληνες» είναι αφαιρέσεις με ισχυρές κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους, που καλό είναι να μην ξεχνούμε, ιδίως σε ιστορικές στιγμές τεταμένες όσο η τωρινή.
Να θυμίσω μια φράση του Χορκχάιμερ που αναφέρεται στο κείμενό του Οι Εβραίοι και η Ευρώπη (Eκδ. Έρασμος, μτφρ. Φ. Τερζάκης): «Η επιβίωση του ισχυροτέρου, πριν γίνει ιαχή για τη συντριβή των κατώτερων φυλών, υπήρξε ο θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης λογικής της αγοράς». Και ως τέτοιος ζει και βασιλεύει, μπορούμε να συμπληρώσουμε.
Την ημέρα της υπογραφής της συνθηκολόγησης της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, πολλοί δημοσίευαν το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον διάλογο Αθηναίων-Μηλίων και ο πρώην υπουργός μιλούσε για μια νέα Συνθήκη των Βερσαλλιών. Δεν είναι μόνο ότι ο ισχυρός θα πατάει τον αδύναμο, όπως μας εξηγεί ο Θουκυδίδης και άλλοι, αλλά και τι δυνάμεις απελευθερώνονται έτσι στο τσαλαπατημένο εγώ του νικημένου που συντρίβεται. Αυτό περιμένουμε να το δούμε, καθώς θα αποτιμούμε το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα της μνημονιακής Αριστεράς που μας ξημέρωσε. Το στοίχημα είναι τώρα αν και πώς θα μπορούσε αυτή η απογοήτευση να μεταμορφωθεί σε λαϊκή διεκδίκηση και όχι εθνικισμό. Τα σημάδια, πάντως, δεν είναι θετικά.
***
Η ελληνική πλευρά έφτασε στις Βρυξέλλες έχοντας χάσει καθετί που νόμιζε, αφελώς, ότι θα συνιστούσε διαπραγματευτικό όπλο. Ούτε το δημοψήφισμα, ούτε η έξοδος από την Eυρωζώνη, τίποτα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στα όσα απειλούνταν. (Αυτά για όποιον πίστευε ότι υπήρχε τέτοια πιθανότητα). Η Γερμανία, μπροστά σε αυτή την κατάσταση, χειροτέρεψε τη συνθήκη που θα υπογραφόταν, ξέροντας ότι η ελληνική αντιπροσωπεία δεν είχε καμία απολύτως διέξοδο την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί κανείς πια, όσο εθελότυφλος και αν ήταν μέχρι σήμερα, να αποφύγει τη διαπίστωση ότι αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε. Εδώ πρέπει να γίνουν οι σχεδιασμοί μας και οι πολιτικές μας επιλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε αυτό το παιχνίδι ισχύος με τόσο αγαθό βλέμμα, που το ερώτημα αν επρόκειτο για κολοσσιαία αφέλεια ή βαθιά υποκρισία έγινε το βασικό ερώτημα των ημερών. Είναι ένα ερώτημα εντέλει κενό νοήματος, διότι την προσπάθεια να κατανοήσουμε το βαθύτερο σκεπτικό, την απορροφά το βάρος των γεγονότων.Εξάλλου, αυτό που τώρα χρεώνεται υποκριτικά στον πρώην υπουργό Βαρουφάκη, ήταν από την αρχή η κεντρική πολιτική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ: η υπόσχεση πως θα έχουμε και ευρώ και χαλάρωση της λιτότητας, όπως ακριβώς διαβεβαίωναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις τους ψηφοφόρους τους προεκλογικά. Τώρα που έχει γίνει πια κατανοητό ακόμα και στους πιο εθελότυφλους ποιοι είναι ακριβώς οι «εταίροι» μας και ποια τα όριά μας στη διαπραγμάτευση, ας δούμε τι προτείνουμε, χωρίς ψευδαισθήσεις.Ας ξανασυζητήσουμε λοιπόν τώρα στη βάση πραγματικών διλημμάτων. Η Ευρώπη, αυτή η Ευρώπη, δεν είναι βεβαίως το κοινό μας σπίτι, είναι πεδίο πολύ σκληρών ανταγωνισμών.Σε μας μένει να δούμε, χωρίς αυταπάτες, πόση δύναμη θα συγκεντρώσουμε για να σταθούμε όρθιοι σε αυτό το πολύ σκληρό πεδίο. Σε αυτή τη μάχη, κάθε ευγενής επίκληση στην ηθική και το δίκαιο θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι έχει νόημα όταν λέγεται από το στόμα ανθρώπων αγωνιζόμενων και αποφασισμένων. Τα υπόλοιπα είναι μεταμφιεσμένα παρακάλια.
***
Η Γερμανία για πολλούς και ποικίλους λόγους έπαιξε ένα σκληρό παιχνίδι για το οποίο πολλοί την επέκριναν, αλλά από την πίεση των ηθικών ψόγων κανείς δεν έκανε πίσω. Το καταλάβαμε, ήταν μια στιγμή ωμής επιβολής της δύναμης της Γερμανίας.Κάποιοι από αυτούς που είχαν πρωταγωνιστήσει στην υπόθεση του ξεπουλήματος της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας και της παράδοσής της στα χέρια της διεφθαρμένης Τρόιχαντ, όπως ο υπουργός Σόιμπλε, μάσησαν τη διαπραγματευτική ομάδα που πήγε εκεί για να συναντήσει τους «εταίρους» της και έφτυσαν τα κουκούτσια. Αυτό λοιπόν είναι το δεδομένο και σε αυτό το πεδίο θα αγωνιστούμε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στον βαθμό που έχει νόημα να του απευθύνεται κανείς ακόμα υποθέτοντας ότι εξακολουθεί να διατηρεί κάποια μνήμη των προγραμματικών του εξαγγελιών, διαλέγει στρατόπεδο, και δεν είναι το δικό μας. Τώρα που οι Γερμανοί δεν είναι φίλοι μας, εννοώ, καλό θα είναι να σκεφτεί κανείς τι ακριβώς είναι φίλοι ή πολιτικοί σύμμαχοι. Η συμμαχία με τους «εταίρους» σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να κάνει ό,τι ακριβώς χρειάζεται να κάνει μια κυβέρνηση υπό αυτές τις συνθήκες: να πει ψέματα, να καταστείλει κινητοποιήσεις, να προσβάλλει δημόσια ευπαθείς ομάδες, τα πάντα. Όλα όσα κατηγορούσε. Και βέβαια δεν θα χτυπήσει τη διαπλοκή ο ΣΥΡΙΖΑ.Ο τραγέλαφος με τις τηλεοπτικές άδειες έχει μία μόνο εξήγηση: δεν μπορεί να επιβάλει την πολιτική που σχεδιάζει χωρίς τη στήριξη της διαπλοκής. Τόσο απλά. Το παιχνίδι της ισχύος είναι αμείλικτο, δεν έχει άλλους όρους: ή κανείς συντάσσεται μέχρι τέλους με τα πληττόμενα στρώματα και οργανώνει την απάντησή του σε αυτούς που επιβουλεύονται τη μοίρα τους ή αλλιώς αλλάζει στρατόπεδο.