Αν χρειαζόταν τα εύσημά μας ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, που άφησε την τελευταία του πνοή την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021 στο Λονδίνο, δεν θα ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Οι σύντομες επικήδειες αναφορές που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες περιορίζονται στο προφανές, το οποίο για τους ασχολούμενους με τη μουσική καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τραγουδώντας ή γράφοντας, είναι ότι έπαιξε ένα πάρα πολύ σημαντικό, καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία και ανάδειξη του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού με αφετηρία την επανεκτέλεση του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και συνενορχήστρωσε με τον Μανώλη Χιώτη. Γι’ αυτό το θέμα έχω μιλήσει στο ραδιόφωνο και έχω γράψει αρκετές φορές από την εποχή που βγάλαμε το περιοδικό «ντέφι» το 1982. Και μάλιστα, πάντοτε μέσα από τη θετική του πλευρά, γιατί κι αυτό ήταν μέρος μιας μεγάλης συζήτησης, δεν ήταν αυτονόητο εφ’ όσον υπήρχαν και διαφορετικές επ’ αυτού απόψεις μεταξύ των σοβαρών ανθρώπων που αγαπούν και γνωρίζουν σε βάθος το ελληνικό τραγούδι.
Στην ακραία της διατύπωση, αντίθετη στη δική μου, ήταν η άποψη ότι ο Τάκης Β. κατατάσσεται σ’ αυτούς που έβλαψαν το λαϊκό τραγούδι ακριβώς επειδή υπήρξε ένας μεγαλοφυής παραγωγός του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ότι αυτός με την ηγεμονική ισχύ του άνοιξε το δρόμο για τη νόθευση του λαϊκού τραγουδιού με δύο συγκοινωνούντες τρόπους. Αφενός με την απόσπαση από το λαϊκό τραγούδι συστατικών του στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για τη δημιουργία του έντεχνου και αφετέρου με την εισαγωγή στο λαϊκό τραγούδι στοιχείων της έντεχνης μουσικής που σταδιακά το αποδυνάμωσαν και το εκτροχίασαν αλλάζοντας του ύφος και περιεχόμενο.
Χωρίς να θεωρώ ότι οι ενστάσεις αυτές δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, πίσευα και πιστεύω ότι η επιτυχία του εγχειρήματος του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού ανταποκρινόταν στις συνθήκες της εποχής και στην πορεία του ίδιου του τραγουδιού.
Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο κυρίαρχα ήταν τα ρεύματα του λαϊκού τραγουδιού που άνθισε μέσα στις γειτονιές των προσφύγων από την Ανατολή και του ελαφρού που ήταν δημιούργημα των έντεχνων συνθετών με δυτικότροπα χαρακτηριστικά. Όμως, οι κοινωνικές συνθήκες είχαν ωριμάσει για ένα νέο ρεύμα που θα συνδύαζε αρμονικά τα στοιχεία από την Ανατολή και τη Δύση, αλλά, εξίσου σημαντικό, και τη λογοτεχνία με το τραγούδι, χρησιμοποιώντας υλικά που ήταν διαθέσιμα σε αφθονία. Από πρώτες ύλες υπήρχε ένα πολύ πλούσιο υλικό που είχαν συσσωρεύσει οι σπουδαίοι ποιητές μας και το οποίο περίμενε αυτούς που θα το αξιοποιούσαν, όπως είχε γίνει, για παράδειγμα, στη Γαλλία με τη μελοποιημένη ποίηση. Ήταν ένα πολύ εύφλεκτο υλικό που περίμενε την πυροδότησή του. Υπήρχαν επίσης νέοι συνθέτες που είχαν σπουδάσει στα ωδεία οι οποίοι αναζητούσαν διαύλους για να εξωτερικεύσουν το ταλέντο τους. Με δεδομένο ότι η Εθνική Σχολή Μουσικής, παρ’ όλες τις αξιόλογες προσπάθειες του Καλομοίρη, του Σκαλκώτα και άλλων μουσουργών, δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα ελκυστικής εθνικής και ταυτόχρονα λαϊκής μουσικής, οι δυτικοτραφείς νέοι συνθέτες, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Ξαρχάκου, έχοντας μεγάλη αγάπη για τη ρεμπέτικη και λαϊκή μουσική, αποτελούσαν ένα ανθρώπινο δυναμικό που ήταν πρόθυμο και απαραίτητο για ένα νέο ρεύμα αρκεί κάποιος να έκανε την αρχή ξετυλίγοντας το νήμα. Οι δύο «Επιτάφιοι» λειτούργησαν ως καταλύτης και αποτέλεσαν το κρίσιμο τεστ για την πορεία που θα έπαιρνε το υπό εκκόλαψη τραγούδι με αφετηρία τη συγκεκριμένη χρονική φάση.
Χατζιδάκις
Από την πλευρά του παραγωγού, δηλαδή του ανθρώπου που είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής, οργανώνει και σκηνοθετεί το «πρότζεκτ», ο Τάκης Β. ήταν ο κατάλληλος επαγγελματίας στην κατάλληλη στιγμή. Είχε την αυξημένη ευαισθησία, το ένστικτο και την επιχειρηματική διορατικότητα να συλλάβει τις δονήσεις της εποχής και με την παρέμβαση του να ανοίξει ένα μεγάλο κανάλι στον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό. Ενδείξεις είχε, αλλά όχι αποδείξεις ότι μπορούσε να ξεπηδήσει κάτι πλατύ, φρέσκο και δημοφιλές. Έψαχνε έτσι κι αλλιώς να βρει το αντιστάθμισμα του Χατζιδάκι. Ο Μάνος ηχογραφούσε σε άλλη εταιρία με παραγωγό το έτερον ήμισυ του Λαμπρόπουλου, τον Αλέκο Πατσιφά που έκλεινε περισσότερο προς το έντεχνο, ενώ ο Τάκης Β. ήταν καλύτερος αποδέκτης και διαχειριστής του λαϊκού.
Ο Χατζιδάκις είχε δώσει μερικά δείγματα για το σμίξιμο του έντεχνου με το λαϊκό. Τραγούδια όπως το «Αγάπη πού ’γινες δίκοπο μαχαίρι» δεν είχαν περάσει απαρατήρητα. Αγαπήθηκαν, αναπαράχθηκαν και επανεκτελέστηκαν. Το μπλέξιμο του Χατζιδάκι με τον Τσιτσάνη και τον Μιχάλη Κακογιάννη ήταν ένα νέο μονοπάτι που αντικειμενικά περίμενε κάποιον που θα το κάνει δρόμο. Ήταν μια πιο προχωρημένη εναλλακτική εκδοχή του λεγόμενου αρχοντορεμπέτικου που πολύ πετυχημένα έκαναν ο Σουγιούλ και οι άλλοι έντεχνοι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού. Το «μίγμα» του Χατζιδάκι ήταν πιο σύγχρονο, πιο σοφιστικέ, πιο αυτόνομο και πιο εφαρμοσμένο σε ένα αστικό και αστικοποιημένο ακροατήριο. Η αύξηση των αποφοίτων πανεπιστημίων και της μεσαίας τάξης, τα θέατρα τέχνης, τα σύγχρονα ρεύματα από το εξωτερικό, όλα αυτά διεύρυναν το ακροατήριο για ένα πιο λόγιο λαϊκό τραγούδι, αλλά ο Μάνος δεν επένδυσε πάρα πολύ σ’ αυτό παρ’ όλο που το δοκίμασε με επιτυχία. Είχε άλλες προτεραιότητες. Έτσι, δεν άργησε να φανεί ο επόμενος μνηστήρας που θα έδειχνε μια μεγαλύτερη έφεση σ’ αυτό.
Ήταν ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός νέου ήχου στο λαϊκό τραγούδι, θα μπορούσε κανείς να πει μιας ολοκληρωμένης παραλλαγής του, που έφερνε εγγύτερα ανθρώπους που κρατούσαν αποστάσεις από το ρεμπετογενές λαϊκό και ταυτόχρονα δεν άφηνε αδιάφορο το κοινό του καθιερωμένου λαϊκού τραγουδιού που ήταν συντριπτικά πλειοψηφικό. Η «παραλλαγή» αυτή ήταν στον Χατζιδάκι μια εξαίρεση, μια παρασπονδία που τη διέπραξε για χάρη του σινεμά. Όπως έκανε και με τα πολύ ελαφρά του τραγούδια με τη Βουγιουκλάκη τα οποία για πολλά χρόνια αρνιόταν καλλιτεχνικά ως παράγωγα ανάγκης.
Θεοδωράκης
Έτσι, ανεξάρτητα από το αν έφτασε στο αποτέλεσμα μόνο απ’ αυτή τη λογική συνάφεια, ο Τάκης Β. όχι μόνο έπιασε την τάση από τα κέρατα, αλλά την εκμαίευσε, την κατηύθυνε και τη στήριξε με το βαρύ πυροβολικό που είχε στην εταιρία.
Η ιδέα του Θεοδωράκη να στείλει από το Παρίσι τις παρτιτούρες για τα τραγούδια που αποτελούν τον «Επιτάφιο» στον Χατζιδάκι και να συμφωνήσει για τη Μούσχουρη ως ερμηνεύτρια, είχε δείξει ότι δεν είχε ζεϊμπέκικα και χασάπικα στις νότες και στις προθέσεις του. Ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι, επικεντρωμένος στην έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική και δεν είχε επαφές με τους καλλιτέχνες και το χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Και δεν προκύπτει από πουθενά ότι σκόπευε να γράψει τραγούδια πάνω στη φόρμα του κλασικού λαϊκού τραγουδιού. Αντιθέτως, ο Τάκης Β. ήταν αστός της πιάτσας, μορφωμένος, εύπορος και καλός επαγγελματίας, με ένα τεράστιο πανελλαδικό δίκτυο πληροφοριών για το τραγούδι και πολύ καλούς συνεργάτες. Γι’ αυτό γρήγορα, από το 1958 που ανέλαβε την Κολούμπια για λογαριασμό της οικογένειας των Λαμπρόπουλων, έγινε το αναμφισβήτητο «αφεντικό» στο ελληνικό τραγούδι έχοντας στο δυναμικό του όλα τα βαριά ονόματα και με την ικανότητα να τα αξιοποιεί στο έπακρο. Ήξερε πολύ καλά τι δυνατότητες είχαν οι καλλιτέχνες και μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν ορισμένοι απ’ αυτούς.
ταν πήγε και βρήκε τον Θεοδωράκη με δική του πρωτοβουλία, ο οποίος, κατά ομολογία του, δεν αισθανόταν άνετα με τα μέτρα του ζεϊμπέκικου και δεν είχε ποτέ του ασχοληθεί με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, ο Τάκης Β. του πρότεινε και του πρόσφερε για τα τραγούδια του μια ομάδα λαϊκών καλλιτεχνών από την Εθνική Ελλάδας. Χιώτης, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα κ.ά. Δεν είχε καμία σημασία αν ο Μπιθικώτσης καταλάβαινε ή αν συμφωνούσε με τα νοήματα των στίχων του Ρίτσου. Ούτε που δούλευε σε μπουζουξίδικα στις λαϊκές συνοικίες, κάπνιζε κάτι περίεργα χόρτα και τραγουδούσε αυτά που οι έντεχνοι αποκαλούσαν, όταν δεν χρησιμοποιούσαν απαξιωτικές εκφράσεις, «βαριά» λαϊκά. Να σημειωθεί ότι το γνωστότερο τραγούδι που είχε γράψει ο Μπιθικώτσης ήταν το «Τρελοκόριτσο» που λέει «Γεννήθηκες για την καταστροφή και ήρθες να γκρεμίσεις μια ζωή…»
Χιώτης
Αλλά το πιο μεγάλο ατού στη διαμόρφωση και ηχογράφηση του έργου δεν ήταν ο Μπιθικώτσης ο οποίος ήταν άξιος μεν ως ερμηνευτής αλλά όχι αναντικατάστατος. Η Κολούμπια είχε τότε τον «θεό», τον Καζαντζίδη που ήταν υποψήφιος σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Τάκη Β., αλλά διέθετε και άλλους πολύ καλούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Το δυνατό «χαρτί» του Λαμπρόπουλου ήταν ο Μανώλης Χιώτης, του οποίου όχι μόνο την αξία αλλά και το καλλιτεχνικό εύρος γνώριζε πολύ καλά ο Λαμπρόπουλος.
Ο Χιώτης των μεγάλων λαϊκών επιτυχιών είχε από καιρό εισαγάγει στο λαϊκό τραγούδι στοιχεία δυτικότροπα με πιο εμφανή και πιο αφομοιωμένο τρόπο από άλλους σημαντικούς λαϊκούς δημιουργούς που δεν ήταν αδιάφοροι στον με σύνεση εμπλουτισμό του λαϊκού τραγουδιού, αλλά δεν έκαναν τα ίδια με τον Χιώτη ρηξικέλευθα ανοίγματα και, μάλιστα, τόσο συστηματικά. Ο Χιώτης ήταν διαφορετικός σε πολλά σημαντικά ζητήματα. Έπαιζε πλέον τετράχορδο μπουζούκι, είχε διαμορφώσει το κέντρο «Πίγκαλς» πιο αστικά από τα «μπουζούκια» της εποχής, είχε σηκωθεί από το πάλκο κι έπαιζε όρθιος δίπλα στην τραγουδίστρια του, ντυνόταν πιο «βραδινά» και πολλά δημοφιλή τραγούδια του είχαν απομακρυνθεί περισσότερο από το ρεμπέτικο. Το να συνεννοηθεί με τον Θεοδωράκη στην αναζήτηση ενός νέου ύφους δεν του ήταν δύσκολο, παρ’ όλο που είχε να κάνει το αντίθετο απ’ αυτό που έκανε με τα δικά του τραγούδια. Έπρεπε να πάρει τις μελωδίες από τις παρτιτούρες που ήταν γραμμένες από τον Μίκη για τον Μάνο και να τις τοποθετήσει πάνω σε λαϊκούς ρυθμούς, να τις «μεταφέρει» όπως είπε ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος στον Φώτη Απέργη σε μια μοναδική πολύωρη συνέντευξη που μεταδόθηκε σε τρεις συνέχειες από το κρατικό ραδιόφωνο, το 2018. Επρόκειτο για μια επαναστατική μεταμόρφωση των συνθέσεων του Θεοδωράκη. Ο Μίκης ήταν ενθουσιασμένος. Το λαϊκό του ένστικτο είχε διεγερθεί στο μάξιμουμ σπρώχνοντας στην άκρη την συμφωνική του παιδεία. Το ίδιο κι ο Λαμπρόπουλος. Το έβλεπε και δικαιώθηκε πάραυτα. Η πρώτη εκτέλεση του «Επιτάφιου» με την ενορχήστρωση του Χατζιδάκι και τη φωνή της Μούσχουρη, ήταν αισθητικά όμορφη, αλλά εμπορικά δυσκίνητη. Οι στίχοι των τραγουδιών με το εννοιολογικό τους υπόβαθρο δεν συγκινούσαν τον ακροατή με τις μπαλάντες του Μάνου. Το νόημα των στίχων δεν έβγαινε ανάγλυφο με τις ενορχηστρώσεις και ερμηνείες του δίδυμου Χατζιδάκι-Μούσχουρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε το κοινό του αστικού ελαφρού τραγουδιού ανταποκρίθηκε στα τραγούδια του πρώτου «Επιτάφιου» ούτε το κοινό του λαϊκού τραγουδιού ούτε καν οι αριστεροί που ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης ήταν σύντροφοί τους.
Νέος δρόμος
Βέβαια, ούτε ο «Επιτάφιος» Β΄, ο λαϊκός, δεν έκανε τρελές πωλήσεις, αλλά πήγε οπωσδήποτε πολύ καλύτερα από τον Α΄. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι είχε συνέχεια με πολλά άλλα τραγούδια πάνω στο λαϊκό πια ύφος με ακόμα μεγαλύτερη απήχηση, γεγονός που έδειχνε ότι ο Λαμπρόπουλος παντρεύοντας τον Θεοδωράκη και τον Ρίτσο με τον Χιώτη και τον Μπιθικώτση είχε χτυπήσει «φλέβα»! Ένας φαρδύς δρόμος ανοιγόταν διάπλατα. Τα μεμονωμένα τραγούδια του Μίκη που ακολούθησαν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία, μπήκαν στα λαϊκά στρώματα και τραγουδήθηκαν πολύ. Τραγούδια όπως τα «Βράχο-βράχο», «Καημός», «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόδραδο», «Δραπετσώνα», «Καημός», «Οι Μοιραίοι» και άλλα στο ίδιο μήκος κύματος κυκλοφόρησαν σε πολύ μεγάλες ποσότητες δίσκων 45 στροφών, αν και ήταν η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ» που χωρίς ίχνος πολιτικού νοήματος πραγματοποίησε ίσως τις μεγαλύτερες πωλήσεις καθώς διακτινίστηκε στο ευρύτερο δυνατό φάσμα ακροατηρίου.
Τα τραγούδια αυτά ήταν λαϊκά με τον χαρακτηρισμό που έδιναν από τότε στο λαϊκό τραγούδι οι δισκογραφικοί παράγοντες, οι καλλιτέχνες, οι δημοσιογράφοι και οι ακροατές. Και πολύ γρήγορα αυτός ο δρόμος έγινε μια ξεχωριστή λεωφόρος του λαϊκού τραγουδιού με την ένταξη και άλλων σπουδαίων συνθετών όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, αλλά και ο ίδιος ο Χατζιδάκις, ο οποίος σε επίπεδο τραγουδιών έγραφε πολλά ελαφρά για το ελληνικό σινεμά, αλλά ήταν εύστοχος και στην απόδοση μερικών τραγουδιών του από λαϊκούς ερμηνευτές, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης που τραγούδησε «Ο κυρ-Αντώνης», «Κουρασμένο παλικάρι», «Αθήνα» και «Το πέλαγο είναι βαθύ» ή ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης το «Ειμ’ αητός χωρίς φτερά» που είναι τρίλεπτα διαμάντια.
Λαϊκό
Πράγματι, λοιπόν, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος είναι ο επιτελικός παραγωγός του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, με την επισήμανση ότι αυτό το άλμα που πραγματοποίησε με απόλυτη επιτυχία ίσως να μην γινόταν αν ο Αλέκος Πατσιφάς δεν είχε ανοίξει τον ασκό του Αιόλου με τον «Επιτάφιο» στην πρωταρχική του μορφή.
Όμως, θα αδικούσαμε τον Λαμπρόπουλου εάν μέναμε σ’ αυτό, όπως κάνουν πολλοί καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι θέλοντας να ορίσουν ως ανώτερο και αποκλειστικό κριτήριο της προσφοράς κάποιου στη δισκογραφία το βαθμό της συνέργειάς του στη δημιουργία και ανάπτυξη του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ενώ, λοιπόν, ο ρόλος του Τάκη Β. σ’ αυτό το είδος είναι κορυφαίος, τα στοιχεία δείχνουν ότι ενδυνάμωσε την Κολούμπια πρωτίστως ενισχύοντας με τις επιλογές του το ίδιο το λαϊκό τραγούδι όπως το βρήκε στην πιο κλασική του φόρμα. Και για να μην αναφερθώ στο σύνολο του λαϊκού ρεπερτορίου της Κολούμπια που είναι πολύ πλούσιο και διαχρονικής αξίας προκειμένου να εξηγήσω τι εννοώ, θα περιοριστώ ενδεικτικά σε δύο περιπτώσεις που έχουν σχέση με τα δύο πιο βαρύγδουπα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού.
Την εποχή που κυκλοφορεί ο «Επιτάφιος», κυκλοφορεί από την Κολούμπια και μία σειρά λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, σε δεύτερη εκτέλεση, με ερμηνευτή τον Μπιθικώτση, ανάμεσά τους και η «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη που γίνεται πραγματικά ανάρπαστη στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι πωλήσεις αυτών των δίσκων με τραγούδια Τσιτσάνη, Μάρκου και άλλων λαϊκών δημιουργών πραγματοποιούν πολύ μεγαλύτερες πωλήσεις από τα τραγούδια του «Επιτάφιου». Αλλά και ο Καζαντζίδης εκείνη την εποχή είναι ο εμπορικότερος τραγουδιστής σε όλη την δισκογραφία. Η επιτυχία των τραγουδιών «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Αυτή η νύχτα μένει», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» και πολλά άλλα μεσουρανούν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Καζαντζίδης είναι ήδη εν ζωή μύθος όταν παίρνει μέρος ως ερμηνευτής στην εκκίνηση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Η Ελλάδα τραγουδάει Καζαντζίδη και μετά, από απόσταση, όλους τους άλλους. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι πιο εμπορική από τον Ρίτσο και ο Καζαντζίδης ασυγκρίτως δημοφιλέστερος από τον Μπιθικώτση. Όπως χαρακτηριστικά αφηγείται στο βιβλίο-άλμπουμ ο Τάκης Πανανίδης («Τα θρυλικά του ’60-’65», εκδ. ντέφι) που εκείνα τα χρόνια μπαινοβγαίνει στην Κολούμπια, στα γραφεία και τα στούντιο, αλλά πηγαίνει και στα κέντρα διασκέδασης και τα σπίτια των καλλιτεχνών, η εταιρία είχε πάντα σε κίνηση ένα ξεχωριστό φορτηγό για να μεταφέρει στα δισκοπωλεία μόνο τους δίσκους του Καζαντζίδη!
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι δεν είναι πολλά τα έντεχνα λαϊκά τραγούδια που περνούν στα προγράμματα των δεκάδων λαϊκών μαγαζιών. Ακόμα και οι τραγουδιστές που τα ερμηνεύουν στους δίσκους, λίγα απ’ αυτά συμπεριλαμβάνουν στο ρεπερτόριό τους στα κέντρα διασκέδασης. Αντιθέτως, είναι πολλά τα έντεχνα, κυρίως του Θεοδωράκη, και σχεδόν κανένα από τα λαϊκά, που περιλαμβάνονται στα προγράμματα των χορωδιών, όπως της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
Σταδιακά, όμως, όλα τείνουν προς μια νέα ισορροπία. Τα λαϊκά παραμένουν ισχυρά και τα έντεχνα λαϊκά με την μεγάλη παραγωγικότητα του Θεοδωράκη, αλλά και την είσοδο κι άλλων παικτών στο προσκήνιο, Ξαρχάκου, Σπανού, Κηλαηδόνη, Μαρκόπουλου κ.ά., μεγαλώνουν αισθητά το μερίδιο τους. Ταυτόχρονα, δημιουργείται κι ένα είδος λαϊκού τραγουδιού το οποίο έχει στοιχεία από το κλασικό λαϊκό, αλλά και από το έντεχνο λαϊκό, σε σημείο που οι συνθέτες του έντεχνου να γράφουν «πιο λαϊκά» και του λαϊκού να γράφουν «πιο έντεχνα». Φαίνεται αυτό στον Καλδάρα, ακόμα και στον Άκη Πάνου. Σαν σύνολο, λοιπόν, το λαϊκό τραγούδι με τις μορφές που έχει στη δεκαετία του 1960 είναι το απολύτως κυρίαρχο. Και σ’ αυτό, βέβαια, συνδράμουν όλες οι εταιρίες δίσκων όσο κι αν η Κολούμπια του Λαμπρόπουλου αποτελεί τη ναυαρχίδα της δισκογραφίας.