«Ο άνθρωπος συνέχισε να σκέφτεται, αλλά ο σκοπός όσων σκεφτόταν δεν είχε πια καμία σχέση με τη σκέψη.
Ο άνθρωπος συνέχισε να ζωγραφίζει, αλλά ο σκοπός όσων ζωγράφιζε δεν είχε πια καμία σχέση με τη ζωγραφική.
Ο άνθρωπος συνέχισε να γράφει, αλλά όσα έγραφε δεν είχαν πια καμία σχέση με τη λογοτεχνία.
Ο άνθρωπος συνέχισε να τραγουδάει – αλλά η μουσική δεν υπήρχε πια»
Santiago H. Amigorena, «Τα τελευταία μου λόγια»
Είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Από κείνα που τα διαβάζεις σιγά σιγά, επιστρέφεις σε κάποια σελίδα, το κατεβάζεις κάθε τόσο από τη βιβλιοθήκη και ξαναδιαβάζεις αποσπάσματα.
«Τα τελευταία μου λόγια» του Santiago H. Amigorena κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg σε μια πραγματικά έξοχη έκδοση που πέρα από την εξαιρετική μετάφραση και την εισαγωγή της μεταφράστριας Τιτίκας Δημητρούλια, περιλαμβάνει στο παράρτημα μια πολύ σημαντική μελέτη της Αναστασίας Αντωνοπούλου για τη διακειμενική σχέση του βιβλίου με τον «Υπερίωνα» του Φρίντριχ Χέντερλιν και τον «Κένταυρο» του Maurice de Guerin στην παλιά μετάφραση του Σωτήρη Σκίπη.
Με λίγα λόγια, μια πλήρης αναγνωστική εμπειρία…
Το μυθιστόρημα είναι μια δυστοπία. Από την πρώτη στιγμή μαθαίνουμε πως ο αφηγητής είναι ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη:
«Σήμερα πέθανε ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Η ανθρωπότητα συνέχισε να υπάρχει.
Τώρα πια είμαι μόνος.»
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ δεν είναι ο μεγάλος δραματουργός, αλλά ένας υπέργηρος σοφός ήρωας του βιβλίου.
Οι τελευταίοι άνθρωποι στη Γη ακολουθώντας ένα παράξενο κάλεσμα μαζεύονται όλοι στην Αθήνα και στην Ακρόπολη, από όλα τα μέρη του πλανήτη. Σιγά σιγά τους αποδεκατίζει η αρρώστια. Ένας θανατηφόρος ιός που είναι μια από τις αιτίες αφανισμού της ανθρωπότητας. Να σημειώσω πως το βιβλίο έχει γραφτεί πολύ πριν την πανδημία!
Όταν διάβασα αυτό το απόσπασμα πραγματικά έτριβα τα μάτια μου:
«…Μου είπαν ότι πριν γεννηθώ, τα παιδιά δεν φορούσαν μάσκες στους δρόμους των πόλεων… Η μάσκα έγινε υποχρεωτική στο σχολείο πενήντα επτά χρόνια αφού απαγορεύτηκε στα παιδιά να κάνουν γυμναστική τις μέρες με τη μεγάλη ρύπανση…»
Όσο για τη δήθεν οικολογία: «…Μου είπαν ότι, τη μακρινή εκείνη εποχή, η οικολογία είχε απλώς αντικαταστήσει την αποικιοκρατία: πάντα τις προσπάθειες έπρεπε αν τις κάνουν οι άλλοι, οι πιο φτωχοί, εκείνοι που βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση…» Και σε άλλο σημείο γράφει για την οικολογική συνείδηση που «στα χέρια της πολιτικής εξουσίας επρόκειτο να καταντήσει μια γελοία φάρσα»…
Με θρύψαλα σκέψεων, αλλά στέρεη δομή, αυτό το βιβλίο μιλά με τον τρόπο της λογοτεχνίας για όλα τα μεγάλα θέματα που μας οδηγούν σε κοινωνικό και ατομικό αφανισμό. Συνομιλεί κυρίως με τον «Υπεριώνα» του Χέντερλιν καθώς –χωρίς να αναφέρεται– είναι το βιβλίο που έχει μαζί του ο «Σαίξπηρ» και διαβάζει αποσπάσματα στον Μπελαρμέν – τον τελευταίο άνθρωπο/αφηγητή. Μπελαρμίνο λεγόταν αντίστοιχα ο Γερμανός φίλος του Υπερίωνα στον οποίο έστελνε επιστολές από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα…
Υπάρχει και Έλληνας ήρωας από την Κρήτη, ο Γιώργος, που είναι αυτός που πέθανε πριν τον Σαίξπηρ. Αυτός που του έδωσε αυτό το όνομα. Ένας βαθύτατα θλιμμένος άνθρωπος που έχασε ένα ένα τα παιδιά του.
Το βιβλίο δίνει τροφή για σκέψη σε όλα τα επίπεδα:
«…Ο άνθρωπος είχε καταλήξει, με τη διαρκή εξειδίκευση, να ξέρει τα πάντα… για το τίποτα. Έφτιαχνε λοιπόν ο καθένας τη θεωρία του, όχι για να βοηθήσει να αποφευχθεί με κάποιον τρόπο το προαναγγελθέν τέλος, αλλά με μοναδικό σκοπό του να πείσει τους άλλους…»
«…Ο καθένας σκεφτόταν χωρίς τους άλλους. Όλο και περισσότεροι, οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται όλο και πιο ξέχωρα ο ένας από τον άλλον…»
Αν μόνο έμενε στη μόλυνση του περιβάλλοντος, στους σεισμούς και στον ιό το μυθιστόρημα θα ήταν μια ακόμη από αυτές τις δυστοπίες που βλέπουμε σε ταινίες καταστροφής, όμως ο Αμιγκορένα κάνει κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, αφού μας δείχνει ότι η καταστροφή είναι ήδη εδώ.
Και συναντιέται με τον Γκράμσι («Μισώ τους αδιάφορους»), όταν γράφει ότι «από όλες τις αρρώστιες, αυτή που έκανε μεγαλύτερο κακό στην ανθρωπότητα είναι η αδιαφορία».
Αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας πάντως. Και η επιλογή της Αθήνας και της Ακρόπολης έχει τη σημασία της:
«Τι μάθαμε όλοι μας στην Αθήνα; Ότι η Αθήνα θα μπορούσε να υπάρξει πάντα και παντού. Ότι θα μπορούσαμε αν έχουμε ζήσει έτσι κάθε στιγμή της ζωής μας, κάθε στιγμή της Ιστορίας μας.
Τι μάθαμε όλοι μας στην Αθήνα; Ότι η Αθήνα, ό,τι και αν γίνει, μπορεί πάντα να υπάρξει».
Θα μπορούσα να γράψω ακόμη λιγότερα παραθέτοντας τις φράσεις του συγγραφέα που μιλάνε καλύτερα για το βιβλίο από οποιοδήποτε σημείωμα.
Κι έτσι θα κλείσω με αυτό που γράφει, πώς παραγνωρίζουν οι άνθρωποι για να τους δώσουμε τη σημασία που πρέπει:
«…την ανεξάντλητη ομορφιά ενός λουλουδιού, ενός λαχανικού, της κίνησης που κάνουμε για να τα κόψουμε, την αβάσταχτη τρυφερότητα μιας φωνής, μιας επιδερμίδας, την απίστευτη δύναμη του βλέμματος ενός φίλου…»