Κολοβωμένη, φοβισμένη, αποπροσανατολισμένη, αλλά και θυμωμένη: αυτή είναι η κουνημένη και γεμάτη αντιφάσεις φωτογραφία της Γηραιάς Ηπείρου σήμερα. Με μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση και απονομιμοποίηση ηγεσιών να διαπερνά τα πιο σημαντικά κράτη της, και με την ευρωκρατία ζαλισμένη, καθώς τα χτυπήματα μεταξύ «εταίρων» και «συμμάχων» καταφέρονται πλέον δημόσια και χωρίς γάντια. Την ίδια στιγμή, ασυντόνιστα μεν αλλά όλο και πιο συχνά κύματα αντιστάσεων εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων σε κομβικές ευρωπαϊκές χώρες λειτουργούν ως προειδοποιητικός συναγερμός προς τις ελίτ για το τι ακόμα, τι «χειρότερο» ή και εκτός δυνατοτήτων «διαχείρισης», μπορεί να έρχεται. Κι όλα αυτά στο φόντο μιας ετσιθελικής επιβολής των υπερατλαντικών κυρίαρχων, που διεξάγουν τον κερδοφόρο πόλεμό τους εναντίον των στρατηγικών αντιπάλων τους σε βάρος της Ευρώπης, μετατρέποντάς την σε πεδίο βολής και κοινωνικό πειραματόζωο.

Οι γελοιότητες κάποιων τύπων σαν τον Μακρόν ή τον Σόιμπλε, που συνιστούν στους υπηκόους τους να ξεχάσουν τα ανέμελα χρόνια ή να φορούν διπλά πουλόβερ για να μην ξεπαγιάσουν, κρύβουν πίσω τους μια πολύ απτή πραγματικότητα – τις σκληρότερες πτυχές της οποίας μόλις αρχίζουμε να βιώνουμε. Φταίει ο πόλεμος (ορθότερα, η αυτοκτονική σύνταξη της Ευρώπης πίσω από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που τα κάνουν όλα γης Μαδιάμ προκειμένου να μην δύσει το αστέρι τους), αλλά βασικά φταίει ολόκληρο το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κυριαρχεί διεθνώς: ένα σύστημα ταγμένο στην υπηρεσία του κυνηγητού της κερδοφορίας και της κανιβαλικής αναζήτησης κι άλλων «διεξόδων» – περιλαμβανομένων των πολεμικών ολοκαυτωμάτων. Ήδη πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχαν αρχίσει να τα δοκιμάζουν όλα: και «πράσινη (διάβαζε… πυρηνική) ανάπτυξη», και «ψηφιακό μετασχηματισμό», και βιοπολιτικό έλεγχο, και μεταδημοκρατία, κ.ο.κ. Αλλά μάλλον πενιχρά ήταν και είναι τα αποτελέσματα.

Οι ευρωπαϊκές ελίτ δαγκώνουν άγρια τους υπηκόους τους, και κάπου εκεί σταματά η συμφωνία τους: δαγκώνουν και η μία την άλλη, ενίοτε δαγκώνουν και τον εαυτό τους. Δεν καταφέρνουν να συνεννοηθούν ούτε για στοιχειώδη κοινά μέτρα απομείωσης των αφόρητων πιέσεων που υφίστανται οι λαοί της Ευρώπης, αλλά και οι ίδιες. Θα είχαν μάλιστα φτάσει σε σημείο πλήρους αδυναμίας να διαχειριστούν τις αλλεπάλληλες καταστροφές που οι πολιτικές τους επιφέρουν, εάν δεν είχαν τη χείρα βοηθείας των περισσότερων «προοδευτικών», που μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να γκρεμίσουν τις ελπίδες για αλλαγή πορείας και να φράξουν επιμελώς κάθε προοπτική φιλολαϊκής διεξόδου, παγώνοντας έτσι για καιρό τις λαϊκές τάξεις. Σε αυτές τις συνθήκες, οι αντιστάσεις που πληθαίνουν, συνήθως πολιτικά ορφανές, μπορεί ακόμη να μην σταματούν την κατρακύλα, αλλά δίνουν μια ιδέα των υπαρκτών δυνατοτήτων στην περίπτωση που συντονιστούν και αποκτήσουν προσανατολισμό. Γι’ αυτό οι ελίτ και οι υπάλληλοί τους τις ξορκίζουν, τις συκοφαντούν και τις καταστέλλουν κακήν-κακώς.

Βρετανική αστάθεια διαρκείας

Προχθές, έχοντας μόλις ενάμιση μήνα στην πρωθυπουργία της Βρετανίας, η Λιζ Τρας εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Στον λίγο χρόνο που γνώρισε δημοσιότητα (πριν εκλεγεί ηγέτιδα των Συντηρητικών, άρα και πρωθυπουργός, είχε χρηματίσει επανειλημμένα υπουργός – με τελευταίο πόστο αυτό των Εξωτερικών) κατηγορήθηκε για πολλά, και λίγοι θα την κλάψουν. Αλλά η παραίτησή της κάθε άλλο παρά οφείλεται στις γκάφες ολκής που διέπραττε λόγω γεωπολιτικής αμορφωσιάς, ή στις αποτυχημένες πολιτικές της (που εξάλλου δεν πρόλαβε να εφαρμόσει). Η Τρας ήταν το πλέον πρόσφατο εξιλαστήριο θύμα μιας μεγάλης ενδοσυστημικής κόντρας, και η ζωντανή απόδειξη ότι οι αποκλίσεις από επιλογές ισχυρών κέντρων (διάβαζε «αγορές») τιμωρούνται αυστηρά.

Η «υπερχρηματοδότηση» της οικονομίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης ήταν ένα εκ των αμαρτημάτων της, αφού είχε αποδέκτες εκ πρώτης όψεως τα νοικοκυριά, αλλά κυρίως συγκεκριμένα τμήματα των ελίτ σε βάρος άλλων, πιο «αεριτζήδικων». Έτσι υπέστη ακραίο μπούλινγκ, πρώτα-πρώτα από ρις «αγορές» και από τους «δικούς της». Η ταπεινωτική επιβολή ως υπουργού Οικονομικών του Τζέρεμι Χαντ, εσωκομματικού αντιπάλου της Τρας (ο οποίος έχει ηττηθεί κάθε φορά που διεκδίκησε την ηγεσία των Συντηρητικών), ήταν ένα σαφές μήνυμα των «αγορών» προς όποιον δεν στέκεται σούζα στις προσταγές τους.

Η «συμβολή» δυναμικών παραγόντων εντός και εκτός Βρετανίας

Ο Χαντ, λειτουργώντας ως πολιτικός κηδεμόνας της Τρας –ή μάλλον ως ντε φάκτο πρωθυπουργός– ακύρωσε σχεδόν όλες τις αποφάσεις της και μείωσε τη διάρκεια των εγγυημένων τιμών ενέργειας από 24 μήνες σε 6. Στη συνέχεια η Τρας υποχρεώθηκε να ζητήσει συγγνώμη για τα μέτρα που αποφάσισε (τα οποία προκάλεσαν βίαιη αντίδραση ακόμη και της Τράπεζας της Αγγλίας), και τελικά να παραιτηθεί. Η έμμεση πλην ξεκάθαρη απειλή ότι, σε αντίθετη περίπτωση, σύντομα θα αντιμετώπιζε «αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους», δεν της άφησε καμία διέξοδο.

Γίναμε έτσι μάρτυρες ενός ενδοβρετανικού επεισοδίου αναπροσανατολισμού, άγνωστης ακόμη έκτασης, στο οποίο όμως πήραν μέρος και εξωτερικοί παράγοντες. Μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Μπάιντεν: όλοι μάθαμε το πώς πλήρωσε παραπάνω τάκος από όσα αγόρασε ώστε το κατάστημα να κεράσει τον επόμενο πελάτη, αλλά δεν πληροφορηθήκαμε ότι την επόμενη μέρα, ενώ αγόραζε παγωτό (χωρίς κέρασμα του επόμενου πελάτη αυτή τη φορά…), είπε ότι «δεν ήμουν ο μόνος που θεωρούσε ότι το σχέδιο της κυρίας Τρας ήταν λάθος». Αντίστοιχες παρεμβάσεις, οπωσδήποτε πιο «διακριτικές» από την άγαρμπη του Μπάιντεν, υπήρξαν και από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες – νομιμοποιώντας τη σκέψη ότι επιδιώκεται μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση που θα θέσει σε αμφισβήτηση ακόμη και τον σκληρό πυρήνα του Brexit.

Οι «αγορές» πάντως δηλώνουν ικανοποιημένες από τη μέχρι τώρα εξέλιξη: μέσα σε λίγες ώρες από την παραίτηση της Τρας ενισχύθηκε η ισοτιμία της στερλίνας έναντι του δολαρίου, ενώ μειώθηκαν και τα επιτόκια των βρετανικών κρατικών ομολόγων. Τώρα οι Συντηρητικοί πρέπει να εκλέξουν με διαδικασία fast track νέο ηγέτη και πρωθυπουργό. Θα είναι ο… Τζόνσον; Οποιαδήποτε υποψηφιότητα θα πρέπει καταρχήν να εγκριθεί από τους βουλευτές. Και από τις «αγορές», βέβαια!

Οι Συντηρητικοί απειλούν τους απεργούς, οι Εργατικοί τους αδειάζουν

Στο μεταξύ συνεχίζονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις των σιδηροδρομικών, των ταχυδρομικών και άλλων (λιμενεργάτες, εργαζόμενοι σε τηλεφωνικά κέντρα, οδηγοί λεωφορείων, σκουπιδιάρηδες κ.λπ.), ενώ το συνέδριο των συνδικάτων (TUC) «υπόσχεται» συντονισμό των αγώνων με βασικό στόχο αυξήσεις στους μισθούς. Ο στόχος αυτός εκνευρίζει βέβαια τους Συντηρητικούς, που προς στιγμήν ξεχνούν τον εμφύλιο σπαραγμό τους για να απειλήσουν ενωμένοι τους «σαμποταριστές απεργούς» με νέους αντεργατικούς νόμους και νέες μαζικές απολύσεις στον δημόσιο τομέα.

Αλλά δεν αρέσουν ούτε και στην, κατ’ όνομα τουλάχιστον, αντιπολίτευση των Εργατικών: «Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης υποστηρίζει τις απεργίες, επειδή καταλαβαίνει ότι είναι η τελευταία γραμμή άμυνας. Και τι κάνουν οι Εργατικοί; Μιλούν λες και το να είσαι σε μια απεργιακή φρουρά ισοδυναμεί με αλητεία», διαπιστώνει πικρόχολα η Σάρον Γκράχαμ, ηγέτιδα του Unite – του δεύτερου μεγαλύτερου βρετανικού συνδικάτου. Όντως, ο επικεφαλής των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, μιλώντας προχθές στο συνέδριο του TUC, δεν άφησε αμφιβολία για την πολιτική που θα ακολουθήσει εάν βρεθεί στην πρωθυπουργία: «Θα υλοποιήσουμε μια πραγματική συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης, επιχειρήσεων και συνδικάτων με στόχο την ανάπτυξη και τη σταθερότητα. Θέλουμε να είμαστε το κόμμα του υγιούς χρήματος», είπε… Με τέτοιο πολιτικό προσωπικό, είναι μακρύς και δύσβατος ο δρόμος των λαϊκών τάξεων – αλλά φαίνεται ότι ξανάρχισαν να τον βαδίζουν.

Αλαζονική (και εύθραυστη) Γερμανία

Η τρικομματική ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπό τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Σολτς γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της την (ούτως ή άλλως ανύπαρκτη) «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», τους αυστηρούς (για τους άλλους) δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., αλλά και αυτές καθαυτές τις διατάξεις του ορντοφιλελεύθερου γερμανικού Συντάγματος, που ορίζει ότι ο ετήσιος δημόσιος δανεισμός δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,35% του ΑΕΠ. Πώς το κάνει; Πρώτον, αντιστεκόμενη με νύχια και με δόντια στις προτάσεις της πλειοψηφίας των υπόλοιπων κρατών μελών να τεθεί πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου (οι προϋποθέσεις που υιοθέτησε χθες η σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. για παρεμβάσεις στην αγορά φυσικού αερίου θυμίζουν την παροιμία «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι»). Δεύτερον, υιοθετώντας ένα πρόγραμμα ενίσχυσης-μαμούθ της οικονομίας, ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της ακριβής ενέργειας (σε συνέχεια της απόφασης για «ενίσχυση της άμυνας», ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ).

Έτσι, αφού χτύπησε προσοχές στις ΗΠΑ (με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την απώλεια του κρίσιμου για την οικονομία της ρωσικού φυσικού αερίου – απώλεια που «άγνωστοι» φρόντισαν να οριστικοποιήσουν, ανατινάζοντας τους αγωγούς Nord Stream I και II), η Γερμανία τώρα πουλάει αγριάδα στους λοιπούς Ευρωπαίους. Σε βαθμό ώστε ο Ντράγκι να την κατηγορεί για «στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς» και ο Μακρόν να δηλώνει ότι «η απομόνωση της Γερμανίας δεν ευνοεί ούτε την ίδια, ούτε την Ευρώπη». Ο Σολτς τους απαντά αλαζονικά, στο στιλ «και λίγα αποφασίσαμε»… Το πρόβλημα των λοιπών είναι ότι, αν η Γερμανία «αντλήσει» (πράγματι, περί δανεισμού πρόκειται) 100+200 δισεκατομμύρια ευρώ για άμυνα και ενέργεια αντίστοιχα, κάποιοι άλλοι, λιγότερο «αξιόπιστοι» από το Βερολίνο (το οποίο οι «αγορές» θεωρούν μικρό ρίσκο), κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς δυνατότητα χρηματοδότησης.

Υπάρχουν βέβαια και περιπλοκές: η Ομοσπονδιακή Ελεγκτική Υπηρεσία έκρινε, λένε, αντισυνταγματικό το ενεργειακό πακέτο των 200 δισεκατομμυρίων. Όμως δεν πρόκειται για δεσμευτική απόφαση: είναι «γνωμάτευση». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για προειδοποίηση προς τον Σολτς να είναι «δίκαιος» στο πού και πώς θα διαμοιραστεί ο πακτωλός. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι οι «αγορές» δεν αντέδρασαν στις γερμανικές ενισχύσεις τιμωρητικά, όπως έπραξαν με τις βρετανικές. Ο Σολτς δεν κινδυνεύει από τέτοιες «γνωματεύσεις», ούτε από οποιαδήποτε θεσμική «αντιπολίτευση» (ιδίως από τότε που και η γερμανική Αριστερά αποφάσισε να αυτοχειριαστεί). Περισσότερο κινδυνεύει από τους κυβερνητικούς εταίρους του και από τμήματα των ελίτ, εάν θεωρήσουν ότι αδικούνται στη μοιρασιά. Και ενδεχομένως να κινδυνεύσει από γενίκευση των κινητοποιήσεων ενάντια στην «αναπόφευκτη» επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των Γερμανών…

Η «γαλλική εξαίρεση» που στοιχειώνει τις ελίτ

Την περασμένη Κυριακή η Ανυπότακτη Γαλλία συγκέντρωσε έναν τεράστιο αριθμό διαδηλωτών στο Παρίσι (εδώ και δεκαετίες δίχως προηγούμενο για κινητοποίηση πολιτικού κόμματος), με συνθήματα κατά της ακρίβειας και της κοινωνικής ανισότητας: για 140.000 μιλούν οι διοργανωτές, για… 30.000 η αστυνομία. «Αυτή είναι μια πορεία των ανθρώπων που πεινάνε, που κρυώνουν, που ζητούν να πληρώνονται καλύτερα» είπε ο Μελανσόν, έχοντας στο πλάι του την Ανί Ερνό, που μόλις 10 μέρες πριν την κινητοποίηση είχε βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας [βλ. φωτογραφία]. Δύο μέρες αργότερα, εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν μετά από καλέσματα των πιο ριζοσπαστικών συνδικάτων – πολλά από τα οποία συνεχίζουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις: 300.000 σύμφωνα με τους διοργανωτές, 107.000 σύμφωνα με την αστυνομία. Πώς μετρά ο καθένας είναι ένα ζήτημα, αλλά οι εικόνες τόσο της Κυριακής όσο και της Τρίτης δείχνουν ανθρώπινα ποτάμια. Για όσους όμως προτιμούν πιο «επιστημονικούς» τρόπους ανίχνευσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, υπάρχουν και οι δημοσκοπήσεις: σύμφωνα με την τελευταία, μόλις το 36% των Γάλλων έχει θετική γνώμη («πολύ θετική» 5%, «μάλλον θετική» 31%) για τον πρόεδρό του – ο οποίος σημείωσε πτώση 7 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε ένα μόλις μήνα.

Με τις εξυπνάδες του Μακρόν και των ομοίων του, που καλούν τους Γάλλους «να ξεχάσουν αυτά που ήξεραν» και μιλούν (πάλι) για «ταύτιση των δύο άκρων», δεν λύνεται το κοινωνικό πρόβλημα. Δεν αντιμετωπίζεται ούτε η ανεργία, ούτε η ακρίβεια, ούτε η λεγόμενη «διατροφική ανεπάρκεια» (δηλαδή η πείνα), ούτε η έλλειψη θέρμανσης. Πόσο μάλλον όταν η «γαλλική εξαίρεση» αφορά και την κεντρική πολιτική σκηνή, όπου αρκετοί από τους πληβείους βρίσκουν έκφραση – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Με το δίκιο τους λοιπόν οι γαλλικές ελίτ εξακολουθούν να υποφέρουν από την ιστορική ψύχωσή τους: ότι, όπως συνέβη και στο παρελθόν, μια αρχικά περιφρονημένη μικρή σπίθα μπορεί να προκαλέσει γενικευμένη και ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Εξ ου και ο άρρητος φόβος τους για τις τρέχουσες «μειοψηφικές» και «αντιδημοφιλείς» (αν πιστέψουμε τα συστημικά ΜΜΕ) απεργίες.

Παζάρια και εποπτεία στην Ιταλία

Στη γειτονική Ιταλία συνεχίζονται τα παζάρια μεταξύ των τριών «συμμάχων» του δεξιού μπλοκ για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, εν μέσω αυξανόμενων φόβων του πολιτικού προσωπικού ότι το πολυαναμενόμενο ευρωπαϊκό «Ταμείο Ανάκαμψης» θα είναι τελικά (ελέω γερμανικής ιδιοτέλειας) πολύ λιτό. Και άρα ανεπαρκές για να επιτρέψει μια αποτελεσματική διαχείριση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Η επικείμενη συγκυβέρνηση της Δεξιάς υπό την Μελόνι μάλλον θα κληθεί να λάβει «δύσκολες αποφάσεις» και να φθαρεί – ίσως τόσο ώστε σχετικά σύντομα να επανέλθει εκ νέου ως σωτήρας ο Ντράγκι, ή να βρεθεί άλλος «σωτήρας»; Πιθανόν. Το σίγουρο είναι ότι ο Ντράγκι φρόντισε να μην είναι αυτός που θα στοχοποιηθεί πρώτος από τους ήδη απηυδισμένους Ιταλούς.

Η Μελόνι υποχρεώνεται καθημερινά σε υποβολή δηλώσεων νομιμοφροσύνης προκειμένου να λάβει το πρωθυπουργικό αξίωμα: «Δεν θα είμαστε ο αδύναμος κρίκος του ΝΑΤΟ» είπε προχθές. Αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται –και να χρησιμεύει– ως σκιάχτρο. Ήταν η Γαλλίδα υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων που ανέλαβε αυτήν την εβδομάδα να δείξει στην Μελόνι ότι παραμένει υπό… στενή ευρωπαϊκή εποπτεία, δηλώνοντας ότι «θα παρακολουθούμε το σεβασμό των ευρωπαϊκών αξιών και του κράτους δικαίου στην Ιταλία»! Η επίδοξη πρωθυπουργός περιορίστηκε να σχολιάσει πως «ελπίζει ότι, ως συνήθως, οι αριστερές εφημερίδες διαστρέβλωσαν τις δηλώσεις ξένων αξιωματούχων, διαφορετικά θα επρόκειτο για απαράδεκτη απειλή παρέμβασης κατά κυρίαρχου κράτους»…

Ο Μπερλουσκόνι δεν μοιάζει να έχει τέτοια προβλήματα: διεκδικεί περισσότερα υπουργεία και ταυτόχρονα ξεσπαθώνει φιλορωσικά, στολίζοντας με επίθετα τον Ζελένσκι και δικαιολογώντας τον Πούτιν. Τα λέει επειδή ξέρει ότι η πλειοψηφία των Ιταλών δεν θέλει τη συνέχιση της εμπλοκής στον πόλεμο; Ή αφήνεται να τα λέει αυτός επειδή δεν μπορούν να τα πουν άλλοι; Ίσως και τα δύο. Το τι θέλουν και δεν θέλουν οι περισσότεροι Ιταλοί δεν μετρά εδώ και πολύ καιρό. Μετρά όμως η επιθυμία κύκλων πολύ ευρύτερων της εμβέλειας του Μπερλουσκόνι να υπάρξει μια διαφοροποίηση από την τυφλή ιταλική υποταγή στη στρατηγική των ΗΠΑ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!