Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Ένα παράξενο βιβλίο που σε στέλνει μέσα στη σιωπή της νύχτας στη φωτισμένη κουζίνα ενός αγροτόσπιτου να παρακολουθήσεις τις συνομιλίες μιας γυναίκας με μια κουκουβάγια… Ιστορίες πολλές και ποικίλες, ενώ νιώθεις ότι από κάπου έρχονται αυτοί οι τόσο χαρακτηριστικοί ήχοι μιας καλοκαιρινής νύχτας, με τα τριζόνια, τους γκιώνηδες και τις κουκουβάγιες… Και είσαι εκεί για ν’ ακούσεις τις ιστορίες απλών, καθημερινών ανθρώπων. Αυτών που συνθλίβει η ιστορία στο πέρασμά της. Αυτών των ανθρώπων που δεν είναι κάποιοι αριθμοί σε κιτάπια μικρόψυχων δανειστών, αλλά αληθινοί. Με σάρκα και οστά. Με όνειρα μικρά που συχνά μένουν απραγματοποίητα.
Η συγγραφέας Τζίνα Μιτάκη, στις Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια, μας βλέπει από εκείνο το μικρό της σπίτι στο βουνό και μας βλέπει καθαρά. Βλέπει καθαρά και όσα συμβαίνουν στη χώρα και στους ανθρώπους και δεν διστάζει να μιλήσει και πολιτικά.
Από τη Ζάκυνθο, για τους αναγνώστες του Δρόμου μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για ένα χειροποίητο -με την έννοια της ζεστασιάς και της αυθεντικότητας- βιβλίο.

Πώς προέκυψε το συγκεκριμένο βιβλίο; Μοιάζει να βασίζεται σε εμπειρίες και ιστορίες της δικής σας ζωής σαν ένα ιδιότυπο ημερολόγιο…
Οι ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, χωρίς να υπάρχει στο μυαλό μου η σκέψη ενός βιβλίου. Οι μνήμες, οι εμπειρίες, τα γεγονότα, οι ιστορίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννιούνται από όλα αυτά, αλλά και ό,τι συνθέτει το αλισβερίσι με τους ανθρώπους, το αλισβερίσι με την ζωή και ό,τι αυτή περικλείει, αναμεμιγμένα με τη σωστή δόση φαντασίας, είναι τα βασικά και απαραίτητα υλικά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να πει αυτό που θέλει. Έτσι κάπως συνέβη στις ιστορίες και στο βιβλίο αυτό. Η θύμηση για παράδειγμα, μιας κούκλας «αραπίνας» που παιδί είχα δεχτεί ως δώρο και ήταν η πρώτη μου επαφή με την διαφορετικότητα, αφού ώς τότε όλες οι κούκλες μου ήταν ξανθές η κοκκινομάλλες και γαλανομάτες, ήταν η αφορμή να μιλήσω για την διαφορετικότητα.

«Μηταειδάτα»: Τα κόκκινα παπούτσια που ποτέ δεν θα αποκτήσει μια από τις ηρωίδες σας… Πόσο μπορούμε να ονειρευόμαστε σήμερα;
Δεν μπορούμε να μην ονειρευόμαστε. Δεν γίνεται! Τα όνειρα είναι οι ανάσες της ψυχής μας. Χθες, σήμερα και αύριο τα όνειρα ήταν, είναι, και θα είναι ζωτικής σημασίας. Χωρίς όνειρα δεν μπορεί να πορευτεί κανείς. Χωρίς όνειρα δεν υπάρχει ζωή. Όπως το σώμα χρειάζεται οξυγόνο έτσι και η ψυχή μας χρειάζεται τα όνειρα. Όσο και αν οι εποχές είναι «τοξικές» τα όνειρα λειτουργούν ως φίλτρο για μια τζούρα καθαρό αέρα.

Γιατί διαλέξατε την κουκουβάγια για τις νυχτερινές συναντήσεις του βιβλίου;
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως είμαι μια «αγγελοκρουσμένη» αν πω πως δεν τη διάλεξα εγώ την κουκουβάγια, αλλά, εκείνη διάλεξε εμένα. Ένα από τα προνόμια που έχει η ζωή εκτός του αστικού ιστού είναι η γνωριμία και η επικοινωνία και με άλλα πλάσματα πέραν του ανθρώπου. Αυτό, αν αφεθείς να σου συμβεί, είναι σχολείο ζωής. Η κυρα-κουκουβάγια δεν είναι λογοτεχνικό εύρημα, είναι πραγματική. Την είδα μια νύχτα να με κοιτάζει από το τζαμωτό του φεγγίτη μου. Συνομιλώ μαζί της πραγματικά, γιατί εκτός του ότι είναι ένα γλυκύτατο και κοινωνικό πλάσμα, την ακολουθεί ο μύθος που μιλά για ένα πλάσμα με σοφία και γνώση.

Πώς βρεθήκατε να ζείτε σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι στο βουνό;
Η ζωή είναι ευφάνταστος συγγραφέας. Αν μου έλεγε κάποιος πριν από τρία χρόνια, πως εγώ, γέννημα και θρέμμα της Αθήνας, θα ζούσα μόνιμα στο πατρογονικό, μικρό, παλιό, πέτρινο σπίτι του 1934, στο βουνό, στην Ζάκυνθο, θα του έλεγα πως είναι τρελός! Παρ’ όλα αυτά συνέβη. Η αλήθεια είναι πως το φευγιό μου από την Αθήνα ήταν μια παρόρμηση. Ένα επιχειρηματικό εγχείρημα, στο οποίο επένδυσα οικονομικά, αλλά κυρίως επένδυσα μεράκι και ψυχή, δεν είχε αίσια έκβαση.
Ουσιαστικά το έβαλα στα πόδια τον Ιούλιο του 2010, όταν είδα το όνειρο μου να καταρρέει. Δεν ήταν το οικονομικό κόστος που με τσάκισε, ήταν το κόστος της επίμονης-επίπονης προσωπικής δουλειάς, της ψυχής και του μερακιού που επένδυσα, αλλά και το ότι πλησιάζοντας τον μισό αιώνα ζωής, βίωσα έντονα εκείνο που λέει «δεν θέλω κατσίκα θεέ μου, θέλω να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα». Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα ζωής δεν ήταν και δεν είναι εύκολη, ούτε πρακτικά, ούτε συναισθηματικά, μα με αποζημιώνει το φυσικό περιβάλλον.

Υπάρχουν κομμάτια του βιβλίου σας με έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Ποια πιστεύετε πως πρέπει να είναι η στάση των συγγραφέων στη σημερινή κρίση;
Ο συγγραφέας είναι και αυτός ένας άνθρωπος όπως όλοι, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας.
Με ατέλειες και προβλήματα. Από την στιγμή όμως που αποφασίζει να εκτεθεί, βγάζοντας τα χειρόγραφα από το συρτάρι του σε κοινή θέα και ανάγνωση, οφείλει με τη στάση ζωής του να υποστηρίζει τα έργα του. Δεν μπορεί να αναφέρεται σε διαχρονικές αξίες στα έργα του και να της καταπατά ο ίδιος. Αν υποθέσουμε πως ο συγγραφέας έχει, όχι παραπάνω ευαισθησίες, μα την τέχνη να τις επικοινωνεί, οφείλει, ειδικά σε εποχές κρίσης, που η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά κυρίως κρίση αξιών, να είναι μπροστάρης στην αφύπνιση, την ανασυγκρότηση της σκέψης και τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών και των αξιών. Οφείλει να είναι έστω και πετρούλα, αλλά να είναι στο ανάχωμα που θα βάλει φρένο σε ό,τι και όποιον, όχι μόνο το πράττει, αλλά έχει και την διάθεση έστω, να ρίξει μαύρο στις αξίες, τον πολιτισμό, τα δικαιώματα, τον άνθρωπο, την ίδια τη ζωή!

Διάβασα αυτά που γράψατε για το μαύρο της ΕΡΤ. Πώς βλέπετε το μέλλον; Σε ποιο χρώμα;
Πίσω από τα γεγονότα της ΕΡΤ υπάρχει εντέχνως και επιμελώς κρυμμένο το «να δεις τι σου ’χω για μετά». Το μαύρο δεν είναι χρώμα για τη ζωή. Δεν της ταιριάζει! Δεν είναι καν χρώμα. Η ζωή που είναι δώρο, για να είναι ζωή, δεν μπορεί παρά να είναι λουσμένη στα χρώματα του πάθους και του ουράνιου τόξου. Γι’ αυτή τη ζωή, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε ο καθένας με τον τρόπο και τις δυνάμεις που διαθέτει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!