Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης

Σε περιόδους σαν τη σημερινή, όπου βεβαιότητες και επιλογές καταρρέουν, ο αναστοχασμός είναι απαραίτητος προκειμένου να συνεχισθεί το ταξίδι. Το σημερινό εράνισμα προσφεύγει σε ένα βιβλίο του Jean-Claude Michéa, Τα μυστήρια της Αριστεράς (Εναλλακτικές Εκδόσεις) το οποίο συστήνεται, ανεπιφύλακτα, στους αναγνώστες και αναγνώστριες της εφημερίδας.

«Ο πλήρως αναπτυγμένος φιλελευθερισμός είναι, εννοείται, ασύμβατος προς κάθε έννοια συνόρου ή “εθνικής ταυτότητας” και, κατά συνέπεια, προς το σύνολο των αξιών που συνιστούν τη λογική συνέπειά τους: την αίσθηση συμβολικών ορίων και οφειλών, την προσήλωση στην έννοια της ηθικής και ατομικής αξίας, την παραδοχή της σημασίας της οικογενειακής και σχολικής αγωγής, ή ακόμα και τη φροντίδα για την προστασία κάποιων παραδόσεων και συλλογικών εθίμων που αποτελούν στοιχείο κάθε λαϊκού πολιτισμού. Προφανώς, δε, τέτοιες αξίες δεν είναι “αντιδραστικές” -ούτε “δεξιές”- καθαυτές. Όπως είδαμε, αυτές μπορούν εξίσου καλά να αποτελέσουν -αν επανερμηνευθούν και αναπροσανατολιστούν σε μια λογική ισότητας και οικουμενικότητας- την προνομιακή αφετηρία του σοσιαλιστικού σχεδίου και της δομικής φροντίδας του να διαφυλάξει, εναντίον της καπιταλιστικής κίνησης εξατομίκευσης του κόσμου, τις βασικές προϋποθέσεις για κάθε αληθινά ανθρώπινη και από κοινού ζωή.»

Αλλά πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα εισακουστούμε από αυτό το κομμάτι των λαϊκών ψηφοφόρων (το οποίο, επιπλέον, είναι συχνά το πιο ταπεινό και το λιγότερο προστατευμένο από τους υπάρχοντες θεσμούς αν αρχίζουμε προκαταβολικά να απαιτούμε από αυτούς να απαρνηθούν αυτές τις αξίες αξιοπρέπειας και πολιτοφροσύνης που έχουν βαθιά ενστερνιστεί; Και όλα αυτά στο όνομα των δογμάτων του πολιτισμικού φιλελευθερισμού, τα οποία αυτό ακριβώς το κομμάτι των ψηφοφόρων αντιλαμβάνεται, και συνήθως δικαιολογημένα, ως τον αφηρημένο και συμβατικό οικουμενισμό που ανέκαθεν χαρακτήριζε την αριστερή αστική τάξη. Ή, με άλλα λόγια, όταν τους καλούμε να υποκλιθούν μπροστά στο ταυτοτικό λάβαρο μιας Αριστεράς που δεν θυμίζει πια στα μάτια τους παρά τη λατρεία ενός ακραίου εκσυγχρονισμού, της υποχρεωτικής και γενικευμένης κινητικότητας (γεωγραφικής και επαγγελματικής) καθώς και τη λατρεία της υπέρβασης όλων των ηθικών και πολιτισμικών κανόνων; […]

»…Στην πραγματικότητα, το μόνο που έχει σημασία είναι να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, μια για πάντα, σε μια κριτική της καπιταλιστικής λογικής που να είναι επιτέλους φιλοσοφικά συνεκτική. Με άλλα λόγια, σε μια κριτική που να μπορεί, από τη μία, να έχει πραγματικά νόημα για όλες τις λαϊκές τάξεις και ακόμα, ενδεχομένως, για όλους όσοι -προερχόμενοι από την αστική τάξη ή τα ανώτερα μεσοστρώματα- θα ήθελαν ειλικρινά να αγωνιστούν μαζί τους, δίχως να επιδιώξουν, ωστόσο, να αναλάβουν αμέσως την ηγεσία. Και, από την άλλη, να μην αρκείται πλέον στην τελετουργική καταγγελία κάποιων επιπτώσεων του οικονομικού φιλελευθερισμού, ενώ την ίδια στιγμή ενισχύει τις επιπτώσεις του πολιτικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού, ο οποίος δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, παρά την ψυχολογική και ιδεολογική συνιστώσα του οικονομικού φιλελευθερισμού.

»Και μόνο από τη στιγμή και πέρα που θα έχουν καλυφθεί αυτές οι προϋποθέσεις, θα μπορούσε να καταστεί εφικτή η διάδοση αυτής της ριζικής κριτικής -και το πολιτικό πρόγραμμα που της αντιστοιχεί- στο σύνολο των λαϊκών τάξεων (που ψηφίζουν δεξιά, αριστερά ή προτιμούν να το ρίχνουν στο ψάρεμα την ημέρα των εκλογών). Υπό τον όρο, βέβαια, ότι πρώτα θα πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις που θα μιλούν στο σύνολο των καθημερινών ανθρώπων και όχι μόνο στον περιορισμένο μικρόκοσμο των επαγγελματιών της πολιτικής, που ζουν μόνο γι’ αυτή, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χειρίζονται παρά μια απελπιστικά ξύλινη γλώσσα ή, στην πιο ακραία περίπτωση, να βρίσκονται μόνο μεταξύ τους».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!