Αποτιμήσεις και προβολές σε ένα πρωτόγνωρο τοπίο κοινωνικής απόγνωσης και απαξίωσης της πολιτικής. Του Δημήτρη Υφαντή
Η ρευστότητα δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Ως δομικό στοιχείο μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης συγκυρίας αναζητεί τη διερεύνηση και τον εντοπισμό των προσδιορισμών της. Οι εκάστοτε αποκρυσταλλώσεις τελούν υπό σχετικά άμεση αναίρεση. Σε αυτό το πρίσμα, για πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο, εμφανίζεται ακόμη και στο θολό δημοσκοπικό παράθυρο μια σαφέστερη εικόνα. Ισχυρά δεδομένα συνηγορούν στην κατοχύρωση και διεύρυνση του εκλογικού ρεύματος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, όσο το ορόσημο της διπλής εκλογικής έκφρασης στα τέλη του Μάη θα πλησιάζει. Όμως, τα αντιφατικά στοιχεία εμμένουν και θα ήταν σφάλμα να συσκοτιστούν για άλλη μία φορά.
Η κυβέρνηση εγκλωβίζεται σε ολοένα και βαθύτερο αδιέξοδο, σε μία στιγμή που θα ήταν αναμενόμενο να δρέπει τους καρπούς των «επιτυχιών» της. Πρωτογενές πλεόνασμα, χρυσαυγιάδα, σχετική ανοχή και «καθυστέρηση» από την τρόικα, υπερψήφιση με μικρές απώλειες των κρίσιμων ρυθμίσεων για τα φορολογικά και τους πλειστηριασμούς, ανάληψη της προεδρίας της Ε.Ε. Επικοινωνιακά και πραγματικά εγχειρήματα αποκαθηλώνονται μπροστά στην καθημερινή φρίκη που σπέρνει στην κοινωνία το αποκαλούμενο «πρόγραμμα». Απομένουν ελάχιστα μέσα αντιπερισπασμού, όπως η στοχοποίηση του Γ. Στουρνάρα και οι εσωκομματικοί κλεφτοπόλεμοι, εσχάτως αναζωπυρώνεται η εκλογολογία, ακόμη και η «προεδρολογία» ενόψει του 2015. Η επαγγελία Σαμαρά για έξοδο από το Μνημόνιο υπογραμμίζει μία τραγελαφική εικόνα.
Κι ενώ οι ανοιχτές εκδηλώσεις του ριζοσπαστισμού έχουν υποχωρήσει θεαματικά, παρά τις σποραδικά ξεσπάσματα που εμμένουν, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος εδραιώνεται και διευρύνεται. Τα κεκτημένα σε επίπεδο αμφισβήτησης και αναζήτησης βαθιών αλλαγών συνυπάρχουν με την απόγνωση, την απογοήτευση και την τυφλή απόρριψη. Δεν μπορεί να παραγράφεται το κενό εκπροσώπησης, που εμμένει για ένα μεγάλο και υπολογίσιμο φάσμα της κοινωνίας το οποίο βιώνει τις συνθήκες της εξόντωσης. Εδώ ελλοχεύουν ποικίλες διχαστικές εκτροπές (ρατσισμοί, νεοναζισμοί, κοινωνικοί αυτοματισμοί) και η έντεχνη διοχέτευση στο περιθώριο της απόλυτης αφασίας.
Άρα προκύπτει ως ουσιαστικό ζητούμενο το αν, σε ποιο βαθμό και με ποια πρότυπα αξιών και αρχών, η Αριστερά κι η ηγετική της έκφραση σε ό,τι συμπυκνώνει και σηματοδοτεί η θέση και το πρόσωπο του Α. Τσίπρα είναι μέσα ή έξω από το κάδρο. Πώς αποτιμάται η διαφαινόμενη ανατροπή των συσχετισμών υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ουσιαστικά δείγματα διόρθωσης των ελλειμμάτων και των καθυστερήσεων που βοούν στην πολιτική του; Σε αντιπαραβολή όμως, η παρουσία μέσα και δίπλα, ως δύναμη στήριξης των αντιστάσεων και των δομών αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με την εμμονή στην ακύρωση του Μνημονίου και τη ριζική στροφή απέναντι στο μερκελισμό, καταλήγουν στο διά ταύτα της εκλογικής στήριξης, που δεν πρέπει να υποτιμάται ως σκέτη παθητική πράξη ανάθεσης. Σε αυτή την οπτική και η υποψηφιότητα για την προεδρία της Κομισιόν, δείγμα θεσμικής προσαρμογής κατά μία κλασική «αριστερή» ανάγνωση, αναδεικνύεται ως άλλη μία πρωτοβουλία ανάληψης ρίσκου και ευθύνης που δυνητικά θέτει το πρόβλημα της χώρας στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής διακύβευσης.
Οι απαιτήσεις αυξάνουν και πιέζουν. Όχι για την εκλογική νίκη. Η λογική της «ανάθεσης» δεν αφορά κυρίως τη συμπεριφορά του λαϊκού κόσμου που ασφυκτιά και αναζητεί -ακόμη;- διέξοδο σε ένα περιβάλλον ραγδαίας απώλειας νοήματος της ίδιας της πολιτικής. Αφορά, πρώτιστα, το εν δυνάμει «κυβερνητικό επιτελείο» της Αριστεράς ως απειλή εγκλωβισμού στις δομές του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος, σε ένα πρόγραμμα διαχείρισης «μειωμένων προσδοκιών». Ενδεικτικά παραδείγματα αφθονούν. Οι απαντήσεις στον πυρήνα των ερωτημάτων για την πορεία της χώρας, φαντάζουν ανεπαρκείς όταν εξαντλούνται στο μότο «το είπε η Μέρκελ», καθησυχάζοντας για τις απειλές του νομισματικού εκβιασμού. Το μείζον που αφορά την αναγεννητική παραγωγική ανασυγκρότηση αναδεικνύει ερωτήματα στρατηγικής εμβέλειας: Δεσμά της χρέωσης, ευρωκρατία, γεωπολιτικοί καταναγκασμοί. Σε άλλη κλίμακα, αλλά όχι μικρής σημασίας, με αφορμή τα περί πόθεν έσχες: Η απόκρουση της λασπολογίας θα έπρεπε να προβάλλει αξίες ώστε τα πρότυπα του (διε)φθαρμένου πολιτικού προσωπικού να αμφισβητούνται στην πράξη κι όχι στα λόγια. Στην καρδιά της πολιτικής ανατροπής βρίσκονται θεμελιώδη προβλήματα ανασύστασης της ποιότητας και του τρόπου της δημοκρατίας, της λαϊκής πρωταγωνιστικής συμμετοχής. Αυτά δεν εξαντλούνται στην επαγγελία «χρηστής διαχείρισης» της δοσμένης κρατικής μηχανής.
Το ρήγμα στην κοινωνία χάσκει, η κυβέρνηση Σαμαρά αιωρείται, απειλούμενη με πτώση. Ποιες προσδοκίες ενσαρκώνει με την είσοδο στο νέο χρόνο η Αριστερά ως κυβερνητική λύση; Θα λύσει τι ακριβώς, δηλαδή; Ερώτημα για την Αριστερά, που οφείλει να πασχίσει να το απαντήσει, ως απαίτηση της κοινωνίας. Θα «καβαλήσει» το διαφαινόμενο (μένει να επιβεβαιωθεί σε ένα απόλυτα ρευστό περιβάλλον) εκλογικό κύμα η Αριστερά; Ή θα το αξιοποιήσει και θα επενδύσει στο διευρυμένο λαϊκό ακροατήριο, για να νοηματοδοτήσει και να οικοδομήσει σχέσεις, δεσμούς, πρακτικές, ιδέες και αξίες;