Στην εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, είναι γνωστό ότι αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η δραστηριοποίηση και η εκτίναξη της επιρροής της σε μερικές γειτονιές του Κέντρου της Αθήνας.
Ειδικά ο Άγιος Παντελεήμονας απέκτησε εμβληματικό ρόλο για τη ναζιστική οργάνωση.
Είναι προφανές, ανάμεσα σε άλλα, ότι η Χ.Α. εκμεταλλεύτηκε πραγματικά προβλήματα των κατοίκων της περιοχής που κυρίως προέρχονταν από την εγκατάλειψη και το μαρασμό της. Δεν είναι ταμπού να πει κανείς ότι η συμβίωση των ντόπιων με ένα πολύ μεγάλο κομμάτι μεταναστών που σπρώχτηκε και στoιβάχτηκε για να επιβιώσει σε συγκεκριμένες περιοχές, προκάλεσε τεράστια προβλήματα. Και όλα αυτά σε συνθήκες καταστροφικής κρίσης, ανεργίας και ανέχειας με ό,τι αυτό σημαίνει.
Προφανές, όμως, είναι και ότι η Αριστερά απέτυχε να δώσει ουσιαστική απάντηση στα προβλήματα που γιγαντώνονταν. Μια γενική συνθηματολογία που προβλήθηκε, ήταν φανερό ότι δεν επαρκούσε. Προκρίθηκε ένας «μονοθεματικός» «ΑΝΤΙφασισμός» που έχανε εντελώς το συνολικό και πολύπλευρο περιβάλλον.
Στις χειρότερες περιπτώσεις, υπήρχε αφ’ υψηλού κοίταγμα και το γνωστό «κούνημα του δαχτύλου» στους κατοίκους που δεν καταλαβαίνουν, δεν βλέπουν τα πραγματικά προβλήματα ή είναι συλλήβδην ρατσιστές. Και στις ακόμα χειρότερες περιπτώσεις, καταστάσεις που εμφανίζονταν με «αντιρατσιστική» ή «αντιφασιστική» φρασεολογία σαν μονομάχοι απέναντι στους φασίστες, νομίζοντας ότι εύκολα θα λύσουν ή θα «τσακίσουν» το φαινόμενο, αδιαφορώντας για τις πιο βαθιές του ρίζες και τους λόγους της εξάπλωσής του.
Κοινός παρονομαστής η υποτίμηση της ανάγκης να βρεθούν τρόποι ουσιαστικής παρέμβασης και να αναδειχτούν πιο γειωμένες λογικές αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η εξωτερική αντιμετώπιση του προβλήματος έκανε τον κόσμο να θεωρεί ότι ακόμα ένας χώρος παίζει παιχνίδια στις δικές του πλάτες χωρίς να καταλαβαίνει αυτά που εκείνος καθημερινά βιώνει, χωρίς να ενδιαφέρεται για αυτά.
Ήταν εύκολο να γίνει κάτι άλλο; Καθόλου∙ και ο καθένας που μιλάει για αυτά θα πρέπει να είναι και ο ίδιος αυτοκριτικός για το τι μπορούσε να κάνει και τι έκανε. Αλλά η ίδια η κατάσταση ήταν δύσκολα αντιμετωπίσιμη και, από ένα σημείο και μετά, οι «λύσεις ευκολίας» όχι μόνο δεν έλυναν αλλά τροφοδοτούσαν το πρόβλημα.
Την ίδια στιγμή, η Χ.Α. κάλυπτε το κενό και έδειχνε ότι αντιμετωπίζει τα προβλήματα των ντόπιων κατοίκων με τη βία και τον τραμπουκισμό. Αυτές οι πρακτικές σε καμιά περίπτωση δεν επιβραβεύονταν από την πλειοψηφία των κατοίκων, αλλά η έλλειψη κάθε ουσιαστικής λύσης άφηνε τους φασίστες να παίζουν το ρόλο του «εκπροσώπου» της τοπικής κοινωνίας.
Τι γίνεται, όμως, σήμερα; Η Αριστερά και όσοι αναφέρονται στον «αντιφασισμό» έχουν βγάλει κανένα συμπέρασμα; Μελέτησαν όσα έγιναν αυτά τα χρόνια; Προβληματίζονται καθόλου για την αναποτελεσματικότητα της προηγούμενης περιόδου; Σκέφτονται να κάνουν κάτι διαφορετικό;
Τα δείγματα που ώς τώρα δίνονται δεν είναι και τα καλύτερα. Επανάληψη των ίδιων μορφών, ίδιες «ταμπέλες», πορείες που έρχονται από αλλού για να φωνάξουν ορισμένα συνθήματα (από γενικά κι αόριστα μέχρι γηπεδικού ύφους), να δώσουν την αίσθηση ότι «ανακαταλαβάνουν» μια περιοχή για να αποτραβηχτούν λίγες ώρες μετά αφήνοντας και πάλι το έδαφος σε άλλους.
Κάτι διαφορετικό θα σήμαινε να σκεφτεί και να δράσει κανείς με μια άλλη αντίληψη. Να αναζητήσει και να συνδεθεί με πραγματικές διαθέσεις και διεργασίες. Να ξεκινήσει με τη λογική ότι τα προβλήματα δεν λύνονται με συνθήματα. Να «περικυκλώσει» το ζήτημα αντί να νομίζει ότι συγκρούεται κατά μέτωπο μαζί του.
Αλλιώς, το μήνυμα που θα δοθεί είναι ότι περίπου το κράτος άνοιξε το δρόμο, δίνοντας ένα σοβαρό χτύπημα στη Χ.Α., για να έρθουν τώρα κάποιοι ξανά εξωτερικά, κάνοντας αυτά που ξέρουν να κάνουν και που μόνο θετικό αποτέλεσμα δεν είχαν ως τώρα. Και βέβαια, το κράτος να διαιτητεύσει τις νέες συγκρούσεις επιβάλλοντας το νόμο και την τάξη.
Αλλά η επανάληψη θα οδηγήσει σε ακόμα πιο επικίνδυνες καταστάσεις…
Τ.Τ.