Ποιοι και γιατί καλλιεργούν ακόμα το μύθο της ελεύθερης αγοράς.
Της Αλίκης Βεγίρη.

Η πίεση για ιδιωτικοποίηση βασικών δημόσιων αγαθών, όπως η ενέργεια και το νερό, αποτελεί απόρροια της γενικότερης, εδώ και δεκαετίες, τάσης φιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης, η οποία μπορεί να αποδοθεί στην ιδεολογική πίστη και το ιεραποστολικό πάθος όσων ασπάστηκαν τις αρχές της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και όχι στα οφέλη που προέκυψαν. Ειδικά, δε, σήμερα μετά την ορατή χρεοκοπία των αρχών αυτών.
Η προπαγάνδιση των ιδιωτικοποιήσεων, μέσω κυρίως της λυσσαλέας απαξίωσης των δημοσίων οργανισμών, των υπηρεσιών τους, αλλά και των ιδίων των εργαζομένων σε αυτούς, συνάντησε παρ’ όλα αυτά την καθολική αντίδραση των λαών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Η υπεράσπιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα τους δεν έγινε μόνο στη βάση ιδεολογικών όρων για τη διαφύλαξή τους ως συλλογικών αγαθών, αλλά και στη βάση των πραγματικών δεδομένων: αντί για φθηνές και καλές υπηρεσίες μεγάλα τμήματα φτωχών και εργαζομένων αποκλείστηκαν από τις αναγκαίες υπηρεσίες, οι υποδομές καταστράφηκαν, γιατί βεβαίως οι ιδιώτες ούτε τις συντηρούσαν ούτε έκαναν επενδύσεις και τέλος η «συνέργεια» μεταξύ των ιδιωτών οδήγησε και τις τιμές στα ύψη. Ανάμεσα στα πιο τρανταχτά παραδείγματα συγκαταλέγονται οι περιπτώσεις της Καλιφόρνιας και της Enron, όσον αφορά την ενέργεια, και η εκμετάλλευση του νερού από ιδιώτες, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής.

Η περίπτωση της Βρετανίας
Ας δούμε, όμως, από πιο κοντά την περίπτωση ιδιωτικοποίησης της ηλεκτρικής ενέργειας στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία και χαιρετίστηκε στη βάση τού, πολλαπλώς πλέον ακυρωμένου στην πράξη, δόγματος ότι ελεύθερος ανταγωνισμός σημαίνει καλύτερες τιμές και υπηρεσίες. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι, πολύ σύντομα, οι «ελευθέρως ανταγωνιζόμενες» εταιρίες αποφασίζουν να συνυπάρξουν, στο πλαίσιο ενός «ωραίου» ολιγοπωλίου.
Σήμερα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο αριθμός των παρόχων ενέργειας από 20 που ήταν στο τέλος του ’90, όταν πρωτοάνοιξε η αγορά, έχει μειωθεί, μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις, στους 6, οι οποίοι τα καταφέρνουν να συνεννοούνται μεταξύ τους μια χαρά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η διαφορά στον ετήσιο λογαριασμό ανάμεσα στην ακριβότερη και φτηνότερη εταιρία να διαμορφώνεται στο ευτελές ποσόν των 23 λιρών!
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια δημόσια εταιρία κοινής ωφελείας και σε μια κερδοσκοπική ιδιωτική έγκειται στον τρόπο αντίδρασης στις διαταράξεις του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος και στον τρόπο απορρόφησης των κραδασμών που ανακύπτουν. Το 2009, η Centrica, ο μεγαλύτερος πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο, με 16 εκατ. οικιακούς πελάτες ανακοίνωσε αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας κατά 35%, λόγω αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου. Όταν, όμως, αργότερα η χοντρική τιμή της ενέργειας έπεσε περίπου στο μισό, οι οικιακοί λογαριασμοί μειώθηκαν μόνο κατά 4%. Δεν χρειάζεται να πάμε όμως μακριά. Ανάλογη εμπειρία υπάρχει κι εδώ, με τη λιανική τιμή της βενζίνης σε σχέση με τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών.

Αμείλικτη πραγματικότητα
Μικρή, επίσης, διασπορά τιμών ανάμεσα σε ιδιώτες παρόχους παρατηρείται και στις δικές μας εταιρίες τηλεφωνιών. Η αποδιδόμενη, δε, πτώση της τιμής της αστικής μονάδας στην είσοδο πολλών παικτών στον κλάδο, και άρα στα καλά του ανταγωνισμού, στην πραγματικότητα δεν οφείλεται παρά στην αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών, στη δραματική μείωση των τιμών των ηλεκτρονικών συστημάτων που την υποστηρίζουν, όπως επίσης και στη διεύρυνση των προσφερόμενων υπηρεσιών, υπό μορφή «πακέτων», τα οποία και αυξάνουν τη δυνατότητα άντλησης κερδών. Έτσι μια σύγκριση, για παράδειγμα, της σημερινής τιμής της αστικής κλήσης με αυτή προ 20 ή 30 ετών δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Αποτελεί, επίσης, διεθνή πρακτική, όταν μια δημόσια εταιρία βρεθεί σε τροχιά ιδιωτικοποίησης, να αυξάνει εκ των προτέρων τα τιμολόγια, σε βαθμό τέτοιο, ώστε να καταστεί «ελκυστική» στους μελλοντικούς ιδιώτες αγοραστές. Σ’ αυτό ακριβώς στόχευαν και οι τελευταίες αυξήσεις τιμολογίων της ΔΕΗ.
Φυσικά, αν κοιτάξουμε γύρω μας θα διαπιστώσουμε πολλές περιπτώσεις αναίρεσης του βασικού ατού των ιδιωτικοποιήσεων, που είναι οι χαμηλότερες τιμές. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί η ιδιωτικοποίηση πρώην κρατικών αεροπορικών εταιριών, της Ολυμπιακής συμπεριλαμβανομένης. Ενώ, τον πρώτο καιρό είχε παρατηρηθεί σημαντική μείωση των αεροπορικών ναύλων, στη συνέχεια οι εταιρίες, ως αναμενόταν, προχώρησαν σε συγχωνεύσεις και σε σύσταση συμμαχικών ομίλων (alliances), με αποτέλεσμα οι ναύλοι να αρχίσουν να παίρνουν την ανηφόρα.
Έτσι, σε όλες τις περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων αυτό που τελικά συμβαίνει είναι η αντικατάσταση ενός κρατικού μονοπωλίου με ένα ιδιωτικό ολιγοπώλιο.

Εργαζόμενος και καταναλωτής
Παρά ταύτα, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την τελευταία δημοσκόπηση της GPO, (Μάιος 2011) και παρά το γεγονός ότι το ερώτημα αφορά όχι τις αποκρατικοποιήσεις καθ’ αυτές, αλλά στη δυνατότητα άντλησης μέσω αυτών των πολύτιμων 50 δισ., που είναι άλλο πράγμα, ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων, περίπου το 52%, φαίνεται να τάσσεται υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Οι διαφαινόμενοι λόγοι για την εν λόγω στάση της κοινής γνώμης -αν τη θεωρήσουμε πάγια και όχι συγκυριακή, εξαιτίας της πολεμικής στη ΔΕΗ που αυτές τις μέρες διαχέεται από όλα τα ΜΜΕ- είναι η προσδοκία, όπως καλλιεργείται, καλύτερων τιμών και υπηρεσιών, πράγμα που δεν ευσταθεί. Η εξουδετέρωση του συνδικαλισμού στις δημόσιες επιχειρήσεις, που κατηγορείται ότι ευθύνεται για όλη τους την κακοδαιμονία έχει άμεσες και μακροπρόθεσμες στοχεύσεις. Αφ’ ενός να γίνουν αποδεκτές οι ιδιωτικοποιήσεις. Αφ’ ετέρου να εξουδετερωθεί η ίδια η έννοια του συνδικαλισμού. Πετώντας, όμως, μαζί με τα νερά (κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός) και το… μωρό (ανάγκη ύπαρξης αγωνιστικού συνδικαλιστικού κινήματος) ο εργαζόμενος που καλείται να υιοθετήσει τις ιδιωτικοποιήσεις μένει στο έλεος των αρπακτικών της αγοράς, κι ας νομίζει το αντίθετο, και ως εργαζόμενος και ως καταναλωτής. Οι ιδιωτικοποιήσεις, εκτός του ότι δεν επιφέρουν καλύτερες τιμές και υπηρεσίες, εκτός του ότι τείνουν σταδιακά να αποκλείουν την πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά σε ολοένα και περισσότερα στρώματα, ευθύνονται επιπλέον και για μαζικές απολύσεις και μειώσεις μισθών.
Και γεννάται το ερώτημα: Σε τι θα ωφελήσει τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα η μαζική ανεργία των δημόσιων υπαλλήλων και η επιδιωκόμενη μισθολογική εξίσωση προς τα κάτω; Στο ότι θα βρεθούν στην ίδια κακή μοίρα, χωρίς συνδικαλιστικό κίνημα να υπερασπίζεται στοιχειωδώς τα δίκια τους, στην ίδια ουρά ανεργίας, στην ίδια μιζέρια;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!