Γράφει ο Κωνσταντίνος Πουλής. Τὰ χιόνια τοῦ Κιλιμάντζαρο εἶναι μιὰ ὡραία ταινία γιὰ ἕναν συνδικαλιστὴ ποὺ χάνει τὴ δουλειά του ἀλλὰ ἑτοιμάζεται παρ’ ὅλ’ αὐτὰ νὰ κάνει ἕνα μακρινὸ ταξίδι στὴν Τανζανία, πληρωμένο ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς φίλους του.
Ὁ ἴδιος καὶ ἡ γυναίκα του δὲν εἶναι φτωχοί, ἔχουν σύνταξη καὶ περιστοιχίζονται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν καὶ μποροῦν νὰ τοὺς συνδράμουν. Καὶ τότε ἐνσκήπτει τὸ δράμα. Τοὺς ληστεύουν καὶ τοὺς χτυποὺν δύο νεαροὶ μέσα στὸ σπίτι τους. Ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ ἕνας τους εἶναι συνάδελφος τοῦ πρωταγωνιστῆ, νεότερος καὶ σὲ πολὺ χειρότερη μοίρα. Χωρὶς φράγκο στὴν τσέπη, ἔχει νὰ θρέψει τὰ δύο ἀνήλικα ἀδέρφια του καὶ νὰ πληρώσει τὰ μαζεμένα νοίκια τοῦ σπιτιοῦ του. Ἡ δεύτερη φάση τῆς ταινίας παρουσιάζει τὸ δίλημμα γιὰ τὸ ἂν θὰ πρέπει ὁ πρωταγωνιστὴς νὰ καταδώσει στὴν ἀστυνομία αὐτὸν ποὺ τὸν λήστεψε καὶ ἡ τρίτη (ἐδῶ ἀποκαλύπτω τὸ τέλος, λοιπὸν ὅποιος δὲν ἔχει δεῖ τὴν ταινία ἂς μὴ συνεχίσει) ὅταν ὁ πρωταγωνιστὴς μὲ τὴ γυναίκα του ἀποφασίζουν νὰ υἱοθετήσουν τὰ παιδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔστειλαν στὴ φυλακή. Ἡ ταινία πραγματεύεται ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ σκηνοθέτης ἔχει σαφὴ ἄποψη. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι τὸ θέμα τὸν ξεπερνᾶ.
Ὁ τίτλος τῆς ταινίας θὰ ἦταν ἀρχικά: «Τί καλοὶ ποὺ εἶναι οἱ φτωχοί», ἀντιγράφοντας τὸν τίτλο ἑνὸς ποιήματος τοῦ Οὐγκὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ σκηνοθέτης ἐμπνεύστηκε τὴν ταινία. Θέμα τοῦ ποιήματος εἶναι μιὰ γυναίκα ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ μεγαλώσει τὰ ὀρφανὰ τοῦ γείτονα, κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄντρα της. Ὅταν ἐκεῖνος τῆς ἀνακοινώνει πὼς θέλει νὰ τὰ βοηθήσουν, ἡ γυναίκα του ἀνοίγει τὴν κουρτίνα καὶ τοῦ δείχνει ὅτι τὸ ἔχει κάνει ἤδη. Ἐδῶ ξεκινᾶ ἡ ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν ταινία καὶ τὴν πηγή της. Ὁ Γκεντιγκιὰν ἀφηγεῖται ὅτι συγκινημένος ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Οὐγκὼ ἤθελε νὰ κάνει μιὰ ταινία μὲ αὐτὸ τὸ τέλος καὶ θέλησε νὰ βρεῖ ἕνα σύγχρονο μονοπάτι γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ἐκεῖ, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει μιὰ ταινία γιὰ ἕναν ψαρὰ στὴ Βρετάνη τοῦ 19ου αἰώνα. Ἐκεῖ ὅμως τὸ ἔργο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν πρόθεσή του. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ σκηνοθέτης νομίζει, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος, ὅτι κάνει μιὰ ταινία στὴν ὁποία ξεσκεπάζει τὴ «διανοητικὴ ἀπάτη» πὼς οἱ ἄνεργοι μικροεγκληματίες καὶ οἱ μικροαστοὶ συνδικαλιστὲς εἶναι δύο διαφορετικοὶ κόσμοι, προσκρούει ἀκριβῶς στὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ διανοητικὴ ἀπάτη ἀλλὰ γιὰ σκληρὴ πραγματικότητα. Ἡ συγκίνηση στὸ ποίημα τοῦ Οὐγκὼ προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι φτωχοὶ ἄνθρωποι μοιράζονται τὴ φτώχια τους προστατεύοντας τὰ δύο ὀρφανά, γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσουν τὰ μικρὰ καὶ βροῦν τοὺς γονεῖς τους νεκρούς. Στὴν ταινία ὅμως ὑπάρχει μιὰ σημαντικὴ διαφορά: ὁ συνδικαλιστὴς ἔχει ἕναν μισθό, σύνταξη, σπίτι, ἐξοχικό, καὶ ἔτσι ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὸν ἀπεγνωσμένο νεαρὸ ποὺ τὸν ληστεύει. Κοντολογίς, ὁ συνδικαλιστής (ἀκόμη καὶ αὐτός, ὁ εὐγενέστατος κύριος ποὺ δὲν θυμίζει σὲ τίποτε τὸν Ἕλληνα ἐργατοπατέρα) καὶ ὁ ἄνεργος δὲν ἀνήκουν στὸν ἴδιο κόσμο, καὶ μιὰ ἀνάγνωση ποὺ παραγνωρίζει αὐτὴ τὴ διαφορὰ χωλαίνει.
Ἐκεῖ ὑπεισέρχεται μιὰ διάκριση ποὺ ἔχει περιγράψει πολὺ πειστικὰ ὁ Φουκώ: ἡ ποινικὴ νομοθεσία ἔθεσε ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα τὸν στόχο νὰ δημιουργήσει ἕνα χάσμα ἀνάμεσα σὲ περιθωριακούς, ἀπατεῶνες, ζητιάνους καὶ μικροκλέφτες ποὺ ἀρνούνταν νὰ καθαρίζουν ὑπονόμους, καὶ τὸ προλεταριάτο, ποὺ ἔβλεπε αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν κοινωνία, ποὺ ἐμφανιζόταν τώρα νὰ συνέχεται ἀπὸ ἠθικὲς ἀξίες καθολικές. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἔνγκελς ἀναγνώριζε ὅτι ἡ ἀρχικὴ μορφὴ ἐξέγερσης ἦταν τὰ ἐγκλήματα τῶν πρώτων ἐργατῶν ποὺ σκότωναν τὰ ἀφεντικά τους, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐπαγγελματία συνδικαλιστῆ σήμερα εἶναι ἡ προάσπιση τῆς νομιμότητας, κι ἂς ρητορεύει κατὰ τοῦ συστήματος. Αὐτὴ ἡ μικροαστικὴ ὑπεράσπιση τῆς νομιμότητας, δηλαδὴ τῶν συμφερόντων τῶν μικροβολεμένων ἔναντι τῶν ἀπελπισμένων, ἀντηχεῖ στὴ στάση τοῦ δικοῦ μας ΚΚΕ ἀπέναντι στὴν παραβίαση τῆς τάξης. Τὸ διήγημα τοῦ Ριζοσπάστη μὲ τὴ μνημειώδη φράση «Τοῦ τὴν ἄναψα (…) καλὰ νὰ πάθει τὸ κωλόπαιδο», τὸν Δεκέμβρη τοῦ ’08, ἐμφάνιζε μιὰ ὑποτιθέμενη ταξικὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸν λαϊκὸ μπάτσο καὶ τὸ καλομαθημένο πλουσιόπαιδο τοῦ Ψυχικού. Ὅμως ἡ βία δὲν ἀσκεῖται ἀπὸ τὰ καλομαθημένα πλουσιόπαιδα τοῦ Ψυχικοῦ, ὅσο καὶ νὰ θέλει νὰ μᾶς πείσει ὁ Ριζοσπάστης. Τὸ «καλὰ νὰ πάθει τὸ κωλόπαιδο» θυμίζει πὼς ὁ συντηρητισμὸς του ἐργάτη ποὺ πιστεύει στὴ νομιμότητα εἶναι πολὺ πιὸ σκληρὸς ἀπ’ ὅσο ἐπιτρέπει ἡ καλοσυνάτη ἀτμόσφαιρα τῆς ταινίας νὰ φανεῖ.
Διανύουμε μιὰ περίοδο πού, ὅπως ἀναγνωρίζει ὁ Γκεντιγκιάν, τὰ παιδιὰ θὰ ζήσουν πιὸ φτωχικὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους. Ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἔχουν κάτι νὰ χάσουν καὶ σὲ ὅσους δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν θὰ εἶναι σκληρή. Ὁ Οὐγκὼ δὲν γεφυρώνει μὲ ψεύτικη γέφυρα τὴ σύγκρουση, διότι στὸ ποίημά του ὁ φτωχὸς συντρέχει τὸν φτωχό. Τὸ ἀδιέξοδο τῆς ταινίας ἀντιθέτως προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ συμπόνια τοῦ ζευγαριοῦ γιὰ τὰ μικρὰ ἀδέρφια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει κλειστεῖ στὴ φυλακὴ μένει μετέωρη σὰν ἕνα κλασικὸ χάπι ἔντ. Δηλαδὴ ὡς μιὰ ἔκβαση εὐτυχής, ποὺ ὅμως φέρει τὰ σημάδια τοῦ ἀγώνα σικέ, ἀφοῦ ὀφείλεται στὴ φανερὴ παρέμβαση τοῦ θελήματος τοῦ σεναριογράφου. Τὸ ποίημα τοῦ Οὐγκὼ ἀφήνει μιὰ γεύση αἰσιοδοξίας γιὰ τὸ μεγαλεῖο ποὺ φωλιάζει στὶς ψυχὲς κάποιων φτωχῶν. Ἡ ταινία τοῦ Γκεντιγκιὰν συνιστᾶ εὐσεβὴ πόθο, προσπερνᾶ τὸ πρόβλημα. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μιὰ γλυκύτατη καὶ πολὺ καλογυρισμένη ταινία, τὴν ὁποία συνιστῶ, πιστεύοντας ὡστόσο ὅτι εἶναι γλυκύτατη ἐπειδὴ στρογγυλεύει μιὰ πολὺ αἰχμηρὴ γωνία.
Ὁ τίτλος τῆς ταινίας θὰ ἦταν ἀρχικά: «Τί καλοὶ ποὺ εἶναι οἱ φτωχοί», ἀντιγράφοντας τὸν τίτλο ἑνὸς ποιήματος τοῦ Οὐγκὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ σκηνοθέτης ἐμπνεύστηκε τὴν ταινία. Θέμα τοῦ ποιήματος εἶναι μιὰ γυναίκα ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ μεγαλώσει τὰ ὀρφανὰ τοῦ γείτονα, κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄντρα της. Ὅταν ἐκεῖνος τῆς ἀνακοινώνει πὼς θέλει νὰ τὰ βοηθήσουν, ἡ γυναίκα του ἀνοίγει τὴν κουρτίνα καὶ τοῦ δείχνει ὅτι τὸ ἔχει κάνει ἤδη. Ἐδῶ ξεκινᾶ ἡ ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν ταινία καὶ τὴν πηγή της. Ὁ Γκεντιγκιὰν ἀφηγεῖται ὅτι συγκινημένος ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Οὐγκὼ ἤθελε νὰ κάνει μιὰ ταινία μὲ αὐτὸ τὸ τέλος καὶ θέλησε νὰ βρεῖ ἕνα σύγχρονο μονοπάτι γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ἐκεῖ, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει μιὰ ταινία γιὰ ἕναν ψαρὰ στὴ Βρετάνη τοῦ 19ου αἰώνα. Ἐκεῖ ὅμως τὸ ἔργο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν πρόθεσή του. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ σκηνοθέτης νομίζει, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος, ὅτι κάνει μιὰ ταινία στὴν ὁποία ξεσκεπάζει τὴ «διανοητικὴ ἀπάτη» πὼς οἱ ἄνεργοι μικροεγκληματίες καὶ οἱ μικροαστοὶ συνδικαλιστὲς εἶναι δύο διαφορετικοὶ κόσμοι, προσκρούει ἀκριβῶς στὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ διανοητικὴ ἀπάτη ἀλλὰ γιὰ σκληρὴ πραγματικότητα. Ἡ συγκίνηση στὸ ποίημα τοῦ Οὐγκὼ προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι φτωχοὶ ἄνθρωποι μοιράζονται τὴ φτώχια τους προστατεύοντας τὰ δύο ὀρφανά, γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσουν τὰ μικρὰ καὶ βροῦν τοὺς γονεῖς τους νεκρούς. Στὴν ταινία ὅμως ὑπάρχει μιὰ σημαντικὴ διαφορά: ὁ συνδικαλιστὴς ἔχει ἕναν μισθό, σύνταξη, σπίτι, ἐξοχικό, καὶ ἔτσι ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὸν ἀπεγνωσμένο νεαρὸ ποὺ τὸν ληστεύει. Κοντολογίς, ὁ συνδικαλιστής (ἀκόμη καὶ αὐτός, ὁ εὐγενέστατος κύριος ποὺ δὲν θυμίζει σὲ τίποτε τὸν Ἕλληνα ἐργατοπατέρα) καὶ ὁ ἄνεργος δὲν ἀνήκουν στὸν ἴδιο κόσμο, καὶ μιὰ ἀνάγνωση ποὺ παραγνωρίζει αὐτὴ τὴ διαφορὰ χωλαίνει.
Ἐκεῖ ὑπεισέρχεται μιὰ διάκριση ποὺ ἔχει περιγράψει πολὺ πειστικὰ ὁ Φουκώ: ἡ ποινικὴ νομοθεσία ἔθεσε ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα τὸν στόχο νὰ δημιουργήσει ἕνα χάσμα ἀνάμεσα σὲ περιθωριακούς, ἀπατεῶνες, ζητιάνους καὶ μικροκλέφτες ποὺ ἀρνούνταν νὰ καθαρίζουν ὑπονόμους, καὶ τὸ προλεταριάτο, ποὺ ἔβλεπε αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν κοινωνία, ποὺ ἐμφανιζόταν τώρα νὰ συνέχεται ἀπὸ ἠθικὲς ἀξίες καθολικές. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἔνγκελς ἀναγνώριζε ὅτι ἡ ἀρχικὴ μορφὴ ἐξέγερσης ἦταν τὰ ἐγκλήματα τῶν πρώτων ἐργατῶν ποὺ σκότωναν τὰ ἀφεντικά τους, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐπαγγελματία συνδικαλιστῆ σήμερα εἶναι ἡ προάσπιση τῆς νομιμότητας, κι ἂς ρητορεύει κατὰ τοῦ συστήματος. Αὐτὴ ἡ μικροαστικὴ ὑπεράσπιση τῆς νομιμότητας, δηλαδὴ τῶν συμφερόντων τῶν μικροβολεμένων ἔναντι τῶν ἀπελπισμένων, ἀντηχεῖ στὴ στάση τοῦ δικοῦ μας ΚΚΕ ἀπέναντι στὴν παραβίαση τῆς τάξης. Τὸ διήγημα τοῦ Ριζοσπάστη μὲ τὴ μνημειώδη φράση «Τοῦ τὴν ἄναψα (…) καλὰ νὰ πάθει τὸ κωλόπαιδο», τὸν Δεκέμβρη τοῦ ’08, ἐμφάνιζε μιὰ ὑποτιθέμενη ταξικὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸν λαϊκὸ μπάτσο καὶ τὸ καλομαθημένο πλουσιόπαιδο τοῦ Ψυχικού. Ὅμως ἡ βία δὲν ἀσκεῖται ἀπὸ τὰ καλομαθημένα πλουσιόπαιδα τοῦ Ψυχικοῦ, ὅσο καὶ νὰ θέλει νὰ μᾶς πείσει ὁ Ριζοσπάστης. Τὸ «καλὰ νὰ πάθει τὸ κωλόπαιδο» θυμίζει πὼς ὁ συντηρητισμὸς του ἐργάτη ποὺ πιστεύει στὴ νομιμότητα εἶναι πολὺ πιὸ σκληρὸς ἀπ’ ὅσο ἐπιτρέπει ἡ καλοσυνάτη ἀτμόσφαιρα τῆς ταινίας νὰ φανεῖ.
Διανύουμε μιὰ περίοδο πού, ὅπως ἀναγνωρίζει ὁ Γκεντιγκιάν, τὰ παιδιὰ θὰ ζήσουν πιὸ φτωχικὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους. Ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἔχουν κάτι νὰ χάσουν καὶ σὲ ὅσους δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν θὰ εἶναι σκληρή. Ὁ Οὐγκὼ δὲν γεφυρώνει μὲ ψεύτικη γέφυρα τὴ σύγκρουση, διότι στὸ ποίημά του ὁ φτωχὸς συντρέχει τὸν φτωχό. Τὸ ἀδιέξοδο τῆς ταινίας ἀντιθέτως προκύπτει ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ συμπόνια τοῦ ζευγαριοῦ γιὰ τὰ μικρὰ ἀδέρφια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει κλειστεῖ στὴ φυλακὴ μένει μετέωρη σὰν ἕνα κλασικὸ χάπι ἔντ. Δηλαδὴ ὡς μιὰ ἔκβαση εὐτυχής, ποὺ ὅμως φέρει τὰ σημάδια τοῦ ἀγώνα σικέ, ἀφοῦ ὀφείλεται στὴ φανερὴ παρέμβαση τοῦ θελήματος τοῦ σεναριογράφου. Τὸ ποίημα τοῦ Οὐγκὼ ἀφήνει μιὰ γεύση αἰσιοδοξίας γιὰ τὸ μεγαλεῖο ποὺ φωλιάζει στὶς ψυχὲς κάποιων φτωχῶν. Ἡ ταινία τοῦ Γκεντιγκιὰν συνιστᾶ εὐσεβὴ πόθο, προσπερνᾶ τὸ πρόβλημα. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μιὰ γλυκύτατη καὶ πολὺ καλογυρισμένη ταινία, τὴν ὁποία συνιστῶ, πιστεύοντας ὡστόσο ὅτι εἶναι γλυκύτατη ἐπειδὴ στρογγυλεύει μιὰ πολὺ αἰχμηρὴ γωνία.
* Ὁ Κωνσταντίνος Πουλῆς εἶναι συγγραφέας
Σχόλια