Οι εκλογές για τον επόμενο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ θα γίνουν μετά από αυτές του ΠΑΣΟΚ και αναμένεται να αποτελέσουν ένα ακόμη «βήμα» για την ανασύνθεση της πολύφερνης νύφης που λέγεται κεντροαριστερά. Προς το παρόν δεν έχουν ακόμη κατατεθεί όλες οι υποψηφιότητες ωστόσο φαίνεται πως οι βασικές θα είναι αυτές των Στ. Κασσελάκη, Π. Πολάκη και Σ. Φάμελλου. Οι δημοσκοπήσεις που έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα δείχνουν πως η μάχη θα κριθεί μεταξύ του Σ. Φάμελλου και του Στ. Κασσελάκη, όμως εκείνο που έχει περισσότερο ενδιαφέρον φαίνεται να είναι η επόμενη μέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό γιατί πριν καλά-καλά ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες, ξεκίνησαν οι συζητήσεις για διαγραφές, διασπάσεις και βέβαια για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
Είναι εμφανές πως για τον ΣΥΡΙΖΑ η περίοδος Κασσελάκη επιτέλεσε τον ρόλο της, δηλαδή τη δημιουργία ενός κόμματος πιο ελέγξιμου, χωρίς τις βασικές εσωτερικές αντιπολιτεύσεις της περιόδου Τσίπρα. Σε αυτό φαίνεται να συνομολογούν όλες οι πτέρυγες του κόμματος, είτε στάθηκαν υποστηρικτικά είτε όχι στον Στ. Κασσελάκη, μόνο που η αποπομπή του μοιάζει δυσκολότερη υπόθεση από ότι αρχικά εκτιμούσαν. Έτσι παρότι ο Στ. Κασσελάκης αποτέλεσε πρόταση του ίδιου του Τσίπρα και προωθήθηκε έντονα από το στρατόπεδό του, δεν είναι διατεθειμένος να παραδώσει τα κλειδιά του κόμματος ενώ η απόπειρα εκδίωξής του έχει κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ να μοιάζει περισσότερο με κομματική σάτιρα παρά με την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας. Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να αποτελεί καύσιμη ύλη για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς, με τα στελέχη του να κάνουν ήδη λόγο για διασπάσεις σε περίπτωση που τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα. Μπορεί να είναι αμφίβολο το αν θα καταφέρουν να σταθούν επί μακρόν δυο κόμματα του 4% όμως μπορούν να αποτελέσουν όχημα για διάφορες διεργασίες. Άλλωστε, παρότι το κόμμα τους πηγαίνει σε εκλογές εμβληματικά στελέχη μιλούν ήδη για την ανάγκη ένωσης με το ΠΑΣΟΚ, υπό την αρχηγία του «μεσσία» Α. Τσίπρα. Πράγμα που καθόλου δεν φαίνεται να αρέσει στο ΠΑΣΟΚ που θα ήθελε αν μη τι άλλο να ηγεμονεύσει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αν και στερείται προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Συνολικά, η διαδικασία ανασύνθεσης των κομμάτων της κεντροαριστεράς φαίνεται πως δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον τρόπο που αρχικά σχεδιαζόταν και θα χρειαστούν διαφόρων ειδών ρευστοποιήσεις αλλά και πιθανά ενδιάμεσα βήματα ώστε να φτιαχτεί ένας εναλλακτικός πόλος που να εξασφαλίζει τη συνέχεια του πολιτικού συστήματος μετά την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ι. Κ.