Οξύνεται η ευθεία αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας στην περιοχή

του Σπύρου Παναγιώτου

 

Μια αλληλουχία γεγονότων στα μέτωπα της Συρίας επιβεβαιώνει ότι η όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας κλιμακώνεται στο υψηλότερο μέχρι σήμερα σημείο της, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ανάφλεξης στη περιοχή – και μάλιστα όχι μέσω αντιπροσώπων, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αλλά απευθείας ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις.

Τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το Ιράν εκτόξευσε δύο βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς με στόχο δυνάμεις του ISIS που δρούσαν στα περίχωρα της περικυκλωμένης Ράκκα, πρωτεύουσας του Ισλαμικού Κράτους στο έδαφος της Συρίας. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι η επίθεση σχεδιάστηκε σε αντίποινα της πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης από τις δυνάμεις του ISIS στην Τεχεράνη. Το γεγονός όμως ότι χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά παγκοσμίως πύραυλοι μέσου βεληνεκούς κατά ανθρώπινων στόχων στο έδαφος μαρτυρά την πραγματική επιδίωξη του Ιράν. Στην πραγματικότητα πρόκειται δηλαδή για επίδειξη ισχύος έναντι της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ μετά την πρόσφατη στοχοποίηση του Κατάρ και την αναπροσαρμογή της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, που αναδεικνύει το Ιράν σαν τον κύριο στόχο της Δυτικής συμμαχίας.

 

Αμοιβαίες απειλές ΗΠΑ-Ρωσίας

Ακολούθησε η κατάρριψη αγνώστου ταυτότητας και εθνικότητας (γίνεται λόγος για αμερικανικό ή ισραηλινό κατασκοπευτικό αεροπλάνο) ιπτάμενου αντικειμένου από τις ρωσικές συστοιχίες αεράμυνας στο έδαφος της Συρίας και, σε απάντηση, η κατάρριψη ενός συριακού αεροπλάνου που δρούσε στα περίχωρα της Ράκκα από αμερικανικό μαχητικό.

Η ρωσική πλευρά αντέδρασε έντονα σε αυτήν την αμερικανική ενέργεια, θεωρώντας την επιθετική δράση σε βάρος της Συρίας. Με αυτήν την αιτιολόγηση, διέκοψε κάθε συνεργασία με τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή και ανακοίνωσε ότι θα στοχοποιείται και θα καταρρίπτεται κάθε αεροπλάνο της δυτικής συμμαχίας που θα πετά δυτικά του Ευφράτη ποταμού. Στον ίδιο τόνο απάντησαν και οι Αμερικανοί στρατιωτικοί ιθύνοντες, βεβαιώνοντας ότι θα συνεχίσουν να στηρίζουν τις φιλοδυτικές δυνάμεις στο συριακό έδαφος και ότι θα αμυνθούν σε κάθε απειλή από τις ρωσικές δυνάμεις.

Είναι η πρώτη φορά που οι δύο μεγάλοι παίκτες ανταλλάσσουν απευθείας απειλές μεταξύ τους, έστω και αν αυτές σήμερα περιορίζονται σε επίπεδο «διπλωματικών» δηλώσεων και προειδοποιήσεων. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι πολεμικού τύπου ανακοινώσεις τις δεσμεύουν αμοιβαία, καθώς κάθε οπισθοχώρηση θα μπορούσε να εκληφθεί ως αδυναμία της μίας έναντι της άλλης. Όμως αυτή η μάχη εντυπώσεων δεν είναι η μοναδική που καθιστά τις εξελίξεις εξαιρετικά τεταμένες.

Ο συριακός κυβερνητικός στρατός και οι σύμμαχοί του, με ρωσική αεροπορική κάλυψη, προελαύνει στην επαρχία της Ράκκα. Πρόκειται για αγώνα δρόμου με αντίπαλο τις φιλοδυτικές δυνάμεις (περιλαμβανομένων των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ Κούρδων) για το ποιος θα απελευθερώσει την πόλη από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. Αυτός ο αγώνας δρόμου θέτει σε αμφισβήτηση τις μέχρι τώρα διευθετήσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και οξύνει την ευθεία πλέον μεταξύ τους αντιπαράθεση.

Όλα κρίνονται στο πεδίο των μαχών

Στο επίπεδο των μαχών επί του εδάφους της Συρίας βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αγώνας δρόμου για την κατάληψη της Ράκκα. Από τη μια πλευρά πλησιάζουν την πόλη οι δυνάμεις που στηρίζονται από τη δυτική συμμαχία, συμπεριλαμβανομένων των Κούρδων μαχητών του YPG, και από την άλλη ο κυβερνητικός συριακός στρατός. Είναι φανερό ότι οι σχέσεις των Κούρδων και των δυνάμεων του Άσαντ έχουν διαταραχθεί μετά την επίσημη στήριξη και τον βαρύ εξοπλισμό των κουρδικών δυνάμεων από τις ΗΠΑ. Έτσι, τώρα διαγκωνίζονται για το ποιος θα έχει υπό την κατοχή του περισσότερα εδάφη μετά την κατάρρευση του ISIS. Σε τελευταία ανάλυση, η εικόνα που θα έχει διαμορφωθεί στα πεδία των μαχών, και ιδιαίτερα τα εδάφη που θα κατέχει η κάθε πλευρά, θα αποτελέσει τη βάση για την όποια διευθέτηση μετά τον πολύχρονο πόλεμο.

Οι μέχρι τώρα συμφωνίες, έστω και γενικόλογες, τείνουν να ανατραπούν. Η στήριξη των ΗΠΑ στον κουρδικό παράγοντα του δημιουργεί ελπίδες, ή και βεβαιότητες, ότι μπορεί να επιτευχθεί κάτι περισσότερο από την αναγνώριση μιας σχετικής αυτονομίας στις κουρδικές περιοχές εντός ενός τυπικά ενιαίου συριακού κράτους. Έτσι, το αρχικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας τίθεται και πάλι επί τάπητος, και μαζί του το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του ίδιου του Άσαντ. Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, όχι μόνο είναι αντίθετη με τη ρωσική στρατηγική στην περιοχή, αλλά ουσιαστικά ακυρώνει τις όποιες επιτυχίες έχει καταγράψει η Ρωσία στα πολεμικά μέτωπα της Συρίας και στην αύξηση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή.

Άρα δεν πρόκειται απλά για το αν θα ανεχθεί ή όχι η Μόσχα μια τακτική κίνηση των ΗΠΑ. Αντίθετα, η ποιοτικά και ποσοτικά αναβαθμισμένη στήριξη του κουρδικού παράγοντα από την Ουάσιγκτον ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις βαθύτερες αιτίες της αντιπαράθεσης, τη σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας για το ποιος και σε ποιο βαθμό θα ελέγχει την περιοχή. Κι αν κάτι είναι σίγουρο, είναι πως η Μόσχα δεν θα δεχτεί την απώλεια όσων κέρδισε τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η σύγκρουση, που δείχνει τις πραγματικές διαστάσεις της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, είναι η πιο σημαντική.

 

Η απρόβλεπτη Τουρκία

Μετά από ένα διάστημα αδράνειας και διπλωματικών επαφών του Ερντογάν και των επιτελών του με τις ΗΠΑ, ο τουρκικός παράγοντας επαναδραστηριοποιείται στην περιοχή. Καταρχήν στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας μεταφέρθηκαν στο Κατάρ, σε μια επίδειξη συμπαράταξης της Τουρκίας με το καθεστώς της Ντόχα σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας και των εμιράτων του Κόλπου. Παράλληλα, μόλις αυτήν την Πέμπτη 22 Ιουνίου, ανακοινώθηκε ότι ισχυρές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στο έδαφος της Συρίας και κατευθύνονται προς μια μικρή συνοριακή πόλη στη Βόρεια Συρία, που ελέγχεται από τους Κούρδους.

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμιά διαμαρτυρία από τη συριακή κυβέρνηση, σε αντίθεση με τη στάση της στο προηγούμενο διάστημα σε αντίστοιχες επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού. Και είναι βέβαιο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία δεν μπορεί παρά να έχει το «πράσινο φως» του ρωσικού παράγοντα. Πιθανό ο άξονας Ρωσίας-Συρίας να εκτιμά ότι ο απρόβλεπτος Ερντογάν, σε αυτή τη φάση, μπορεί να είναι μια κάποια λύση. Μια επίθεση της Τουρκίας σε βάρος των κουρδικών δυνάμεων θα αποσπάσει δυνάμεις από το μέτωπο της Ράκκα, αφήνοντας ελεύθερο δρόμο στις κυβερνητικές συριακές δυνάμεις. Παράλληλα, θα φέρει την Τουρκία σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ… που αναμένεται να δούμε πώς θα αντιδράσουν.

Απίθανα περιπλεγμένη κατάσταση, η οποία απομακρύνει κι άλλο την προοπτική μιας δίκαιης και βιώσιμης ειρήνης και στην οποία χαίρονται μόνο οι λύκοι. Και ανησυχούν, πρέπει να ανησυχούν, όλοι οι λαοί της περιοχής.

Ο Ίλαν Γκόλντενμπεργκ, σήμερα επικεφαλής του CNAS (Κέντρο για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια), έχει εργαστεί ως «σύμβουλος» της αμερικανικής κυβέρνησης και του Πενταγώνου και επί προεδρίας Ομπάμα. Σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωνε ότι «η διοίκηση Ομπάμα αγωνιούσε υπερβολικά για κάθε απόφαση που έπρεπε να λάβει όσον αφορά τη σύρραξη στη Συρία». Είναι όμως επικριτικός και για την πολιτική της προεδρίας Τραμπ, επιβεβαιώνοντας έμμεσα τις διαφωνίες που διαπερνούν το εσωτερικό της αμερικανικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας όσον αφορά τη στάση που πρέπει να ακολουθηθεί στη συριακή σύρραξη: «Σήμερα βλέπουμε ό,τι χειρότερο μπορούσε να υπάρξει: η διοίκηση Τραμπ έχει ασαφή στρατηγική, και ταυτόχρονα επιδεικνύει προθυμία για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στη Συρία. Μ’ αυτόν τον τρόπο θολώνει εντελώς τα νερά, και έτσι τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε σημαντικό κίνδυνο κλιμάκωσης [της αντιπαράθεσης με Ρωσία και Ιράν]. Γνωρίζω ότι στον πρόεδρο αρέσουν τα μυστικά σχέδια. Αλλά η παρούσα κατάσταση απαιτεί σαφήνεια σχετικά με τους στόχους μας και με το τι θα ανεχτούμε ή όχι».
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!