Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου δεν φαίνεται να είναι ευχαριστημένος από τα αποτελέσματα του πρόσφατου ταξιδιού του στην Ουάσιγκτον. Έχει συνηθίσει να αποσπά την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ για τη γενοκτονία των Παλαιστίνιων στη Γάζα και την επιθετικότητα απέναντι στον Λίβανο και το Ιράν. Αλλά στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Τραμπ δεν έτυχαν ανάλογης υποδοχής οι απαιτήσεις του όσον αφορά την αντιπαράθεση Ισραήλ-Τουρκίας στο έδαφος της Συρίας. Ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε, για άλλη μια φορά, με κολακευτικά λόγια για τον Ερντογάν, και δεσμεύτηκε να προσφέρει διαμεσολαβητικά τις «υπηρεσίες του» αν το Ισραήλ δεν βρει πεδίο συνεννόησης με την Τουρκία. Η δυσφορία του ισραηλινού πρωθυπουργού ήταν τέτοια που, αποχωρώντας από τον Λευκό Οίκο, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι το Ισραήλ δεν θα επιτρέψει στη Συρία εξελίξεις που θα θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας του. Αφήνοντας προς το παρόν τις πρωτοβουλίες στο πανίσχυρο ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ, παρακολουθεί στενά τις ενέργειες της Άγκυρας και αναμένει τις εξελίξεις επί του πεδίου.
Από τη συνεργασία στην αντιπαράθεση
Ας θυμηθούμε ότι 4 μήνες πριν, κατά τη θυελλώδη προέλαση των τζιχαντιστών προς τη Δαμασκό, Ισραήλ και Τουρκία είχαν συνεργαστεί με επιτυχία στην κοινή προσπάθεια για το γκρέμισμα του Άσαντ. Είχαν βέβαια διαφορετικά κίνητρα. Η Τουρκία, κύριος χορηγός των τζιχαντιστικών δυνάμεων, επιθυμούσε τον έλεγχο της Συρίας, την ενσωμάτωση συριακών εδαφών στα νότια σύνορά της ως το Χαλέπι ως «ιστορικών περιοχών» της κατά Ερντογάν τουρκικής πατρίδας και, κυρίως, την αποτροπή κάθε σχεδίου για την εγκαθίδρυση κουρδικού κρατιδίου στη Β.Α. Συρία. Αμέσως μετά την κατάρρευση Άσαντ, η Τουρκία προωθήθηκε στρατιωτικά στη βόρεια και κεντρική Συρία και αποκατέστησε ισχυρούς δεσμούς με το νέο καθεστώς. Διακήρυξε την αναγκαιότητα για την ύπαρξη μιας ενιαίας Συρίας, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην ενίσχυση του νέου καθεστώτος και τη διεθνή του αναγνώριση. Σχεδίασε από την πρώτη στιγμή τη στρατιωτική στήριξη του καθεστώτος και την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης χώρας με κεφάλαια από το Κατάρ ή άλλες χώρες του Κόλπου.
Το Ισραήλ από την πλευρά του έβλεπε με ικανοποίηση την αποδυνάμωση του Ιράν μετά την απώλεια της Συρίας, και την αντίστοιχη αποδυνάμωση του σιιτικού τόξου Ιράν-Συρία-Χεζμπολά. Το Τελ Αβίβ, επικαλούμενο λόγους ασφαλείας, επέκτεινε τη στρατιωτική του παρουσία πέρα από το υψίπεδα του Γκολάν, καταλαμβάνοντας εδάφη στη νότια Συρία. Παράλληλα δήλωσε τη στήριξη των Δρούζων στη Συρία και τάχθηκε υπέρ της ομοσπονδιακής λειτουργίας της χώρας, με αυξημένη αυτονομία για τους Κούρδους και τις υπόλοιπες μειονότητες. Από τα πρώτα βήματα η συνεργασία Τουρκίας-Ισραήλ στη Συρία ήταν λοιπόν υπονομευμένη, και συνεχείς οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Το Ισραήλ από την πρώτη στιγμή βομβάρδιζε συστηματικά βάσεις και αποθήκες του Συριακού στρατού επικαλούμενο τον «κίνδυνο ασφαλείας» που συνιστούσε το νέο καθεστώς για το Ισραήλ.
Αναμένοντας τις αποφάσεις Τραμπ
Το τελευταίο διάστημα είχαν πυκνώσει οι επαφές Άγκυρας-Δαμασκού, με βασικό αντικείμενο την υπογραφή ενός στρατιωτικού συμφώνου που θα νομιμοποιούσε την παρουσία τουρκικών δυνάμεων στη Συρία. Μεταξύ άλλων, υπήρχαν διαπραγματεύσεις για την παραχώρηση της βάσης Τ4 κοντά στην Παλμύρα, με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί πύραυλοι αντιαεροπορικής άμυνας, μη επανδρωμένα αλλά και συμβατικά στρατιωτικά αεροπλάνα. Το Ισραήλ θεώρησε ότι η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της αεροπορικής υπεροπλίας του στην περιοχή και συνιστούσε κίνδυνο για την ασφάλειά του, καθώς στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας αναπτύσσονταν πολύ κοντά στα σύνορά του.
Δεν αρκέστηκε όμως στα λόγια. Μερικές μέρες πριν την επίσκεψη Τούρκων στρατιωτικών η βάση δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό και ισοπεδώθηκε, τροφοδοτώντας ένα νέο γύρο οξύτατης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο χώρες. Ακολούθησε η προαναφερθείσα συνάντηση Νετανιάχου-Τραμπ, και έκτοτε οι τόνοι έχουν πέσει εν αναμονή των αποφάσεων της αμερικανικής πολιτικής για την περιοχή – αφήνοντας βέβαια «εντός της λογικής» των εξελίξεων μια ακόμα αναμμένη φωτιά να σιγοκαίει στην υπό ανατίναξη Μέση Ανατολή…