του Νίκου Σταθόπουλου
Θα χρειαζόταν ένας Σεφέρης για να «ξεκλειδώσει» τους συμβολισμούς που υποκρύπτει η φωτιά στις Μυκήνες. Αλλά η δημιουργική αστική λογιοσύνη έχει εκλείψει, μαζί με κάθε πειστική σοβαρότητα από τα έργα και τις ημέρες των μνημονιακών αχθοφόρων. Κι αυτό που έχει απομείνει είναι μια επικίνδυνη καρικατούρα «ιθύνουσας τάξης» (κοινωνικής και πολιτικής)που απλώς καμώνεται την «ηγεσία» ενώ όλα πλέον τα διακανονίζει το διεθνές σύστημα κυριαρχίας και η μοίρα. Η προκλητική απουσία λειτουργικής μέριμνας, τεκμηριώνει τον υψηλό δείκτη απαξίωσης του εαυτού μας και, παράλληλα, την οργανική ενσωμάτωση στο παγκοσμιοποιητικό σκέπτεσθαι. Δεν ενδιαφέρονται για τίποτα, εκτός από τη «συνέπεια υποτέλειας» για την οποία έχουν εκπαιδευτεί στα φημισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα του πλανητικού καπιταλισμού. Στην εγκατελειμμένη Πύλη των Λεόντων, οι σκιές των Ατρειδών ελεεινολογούν τον καταραμένο νεοελληνικό «Κρανίου Τόπο» του γραικυλισμού!
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ «αστοί» (ο Μαρινάκης και η Γιάννα, «αστοί»!) απεμπολούν κάθε στοιχειώδη πολιτιστική αγερωχία και κατρακυλούν στον μεσιτικό μπακαλισμό της νεοαποικιοκρατίας. Το εγχώριο «Κατεστημένο» είναι χωρίς πρωτοβουλία, αφού διυπάρχει όχι ως «παραγωγός κοινωνικού συστήματος» αλλά ως τοποτηρητής σε έναν κοινωνικό σχηματισμό δομικά ετερόνομο. Ο κατήφορος είναι γενικός και είναι πια σχολαστικισμός της μικρονοϊκότητας να επιμένουμε ότι «το ψάρι βρομάει από το κεφάλι». Κυρίως γιατί το «κεφάλι» είναι τεχνητό και φορετό και γιατί η «ουρά» είναι από καιρό με φιλοδοξίες «κοινωνικής κίνησης» αγορασμένες από τα κινέζικα του φτηνού «λαϊκού» καπιταλισμού.
Οι διακινούμενες πολιτικές αναλύσεις αποτυγχάνουν «με τη μία» ακριβώς γιατί δεν βλέπουν τη ριζική αποδρομή της κοινωνικής δυναμικής, τη διαλεκτική της ιδρυτικής αυτοακύρωσης που συνέχει την ιδεολογία ως πλέον κεντρικό αναπαραγωγικό μηχανισμό. Η οργανική ενσωμάτωση του σχηματισμού στον πλανητικό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, αναβαθμίζει την παραδοσιακή διαμεσολάβηση των «αρχουσών τάξεων» σε θεμελιωτικό όρο του σχηματισμού, και, έτσι, καθιστά την ιδεολογία, τον «συνειδησιακό παράγοντα» καίριο πρωταρχικό συντελεστή της κοινωνιοκοπολιτισμικής συγκρότησης.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ είχε γίνει μια συνάντηση «επιχειρηματικής δυναμικής» στην Αργολίδα, με ντόπιους «άρχοντες» και αλλοδαπούς «επενδυτές» με θέμα τη δημιουργία ενός «Θεματικού Αρχαιολογικού Πάρκου» σε μια έκταση περίπου 3000 στρεμμάτων. «Πολύχρυσος» η κραταιά πόλη, κατά τον Όμηρο, ε και όπου χρυσάφι από κοντά η διεθνής «ιδιωτική πρωτοβουλία της προόδου» μαζί, βεβαίως-βεβαίως, με εγχώριους μικρέμπορους της πιο ευτελούς πελατειακότητας. Η χολυγουντιανή αναίδεια της κερδοσκοπικής μανίας φιλοδοξεί να κακοποιήσει πλήρως την πολιτιστική μας κληρονομιά, κατασκευάζοντας μια πρωτότυπη Disneyland με ιστορικό και μυθολογικό υπόβαθρο. Μια «μπίζνα» υψηλής κερδοφορίας αφού θα οργανωθεί στη γενέθλια γη του ιστορικού υλικού και θα «σαπορτάρεται» από την Τραγωδία που εδώ αναζήτησε τη θεματολογία της. «Αγαμέμνονες» και «Κλυταιμνήστρες» και «Ηλέκτρες» σαν περιφερόμενα τζάγκια, με στολές made in China, θα οπτικοποιούν την κατάπτωση μιας τσαλαπατημένης ταυτότητας που κανείς από την πολιτική τάξη δεν σεβάστηκε και δεν υπεράσπισε, καθώς δεν είναι πια «θέμα ατομικής συνείδησης» αλλά λειτουργική συνάρτηση με τους όρους πραγμάτωσης του Πολιτικού.
Ο Αδ. Κοραής οραματιζόταν μια «πολιτιστική Ελλαδίτσα», μια χώρα/προτεκτοράτο (των Γάλλων)που θα λειτουργούσε σαν απέραντο μουσείο, ένυλη μνήμη του παρελθόντος της Ευρώπης (!). Είμαστε γεμάτοι «ένδοξα ρέπια και γκρεμίδια», και ήγγικεν η ώρα να τα «αξιοποιήσουμε», δηλαδή να τουριστικοποιήσουμε ανερυθρίαστα το πολιτισμικό μας γίγνεσθαι, να «τα κονομήσουμε» («γιατί, οι άλλοι είναι πιο έξυπνοι; ή μήπως έχουν Μυκήνες, Παρθενώνα, Σούνιο, Κνωσό»). Δεν πρόκειται για «ακραία λογική συνέπεια» της ξενομανίας, αλλά για μια νέα συνείδηση μετανεωτερικής δυναμικής: όπως ακριβώς η κλασική «παραγωγή» αντικαθίσταται από την «επένδυση», έτσι και ο «φυγόκεντρος μιμητισμός» αφήνει το γήπεδο στην «οικουμενική συνείδηση», δηλαδή το Υποκείμενο δεν αυτοβιώνεται ως έγχρονη οντότητα με βάθος και προοπτική αλλά σαν «διαρκής επιζήτηση αποτελέσματος» με διακύβευμα τον ίδιο τον «ευέλικτο» εαυτό του.
Η οργανική ταπείνωση, υπό τα μοτίβα της εμπορευματικής πειθούς που συνέχει τη ριζική ανηθικότητα του Νεοφιλελευθερισμού, γίνεται το πραγματολογικό ισοδύναμο μιας ευπείθειας που δεν είναι πια ο κλασικός «νενεκισμός» αλλά η σύγχρονη (μετα)εθνική ιδεολογία μιας διαχείρισης εντελώς τουριστικής, Η Οργανική Αποικία είναι γεγονός, και είναι ένα «εθνικό» κρατικοπολιτικό μοντέλο που δεν χρειάζεται παρελθόν γιατί δεν αισθάνεται καμιά αυτονομία. Αισθάνεται «παράγων ενός μεγάλου συστήματος» το οποίο, βέβαια, έχει μια δική του «μεγάλη ιστορία» όπως και φιλοσοφία και γεωπολιτική και επιστήμη και, και, και…
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ του Covid 19 πιστοποίησε την ενσωμάτωση, ως οικείου «λογισμικού», μιας διοικητικής αντίληψης που βασίζεται στην περιορισμένη αυτοτέλεια της συστημικής μονάδας. Τα πάντα υπάγονται αυτοματικά σε μια προοπτική που αντανακλά και συνεκτιμά κυρίαρχα τα «ιδρυτικά» συστήματα προδιαγραφών της όλης δομής. Και τούτο ισχύει όλο και πιο ηγεμονικά, στο βαθμό που το «ταξικό» χάνει την κλασική του φύση και ποιότητα και συναρτάται με μια νέου τύπου πολιτισμικότητα, βαθιά ταξική αλλά με θέαμα ομογενοποίησης. Είναι η Μαζική Δημοκρατία στη διαρκή της μετεξέλιξη, τώρα πια και με τις ποικίλες βαριάντες βίας από την τελειοποίηση των συστημάτων χειραγώγησης. Όταν ο Θ. Αγγελόπουλος μιλούσε για τη νεότερη εθνική τραγωδία με αναγωγή στον «Κύκλο των Ατρειδών», έβαζε το μαχαίρι βαθιά, «έπιανε» τον πυρήνα μιας Κατάρας όπου οι πρωταγωνιστές ηδονίζονται από την ίδια τους την ανικανότητα να αναστοχαστούν την ‘Υβριν με όρους απελευθέρωσης και αξιοπρέπειας.
Όλα ανατρέπονται σε έναν μεταβιομηχανικό καπιταλισμό του «δόγματος των ασταμάτητων αλλαγών» αλλά με πλήρες το φορτίο της παράνοιας που γεννά η «αναγκαιότητα επέκτασης» ενώ πια δεν υπάρχει χώρος επέκτασης άρα όλα πρέπει να γίνουν βορά και οι ουσίες να προσδιοριστούν στο χρόνο και το φαντασιακό. Εξουσία και κέρδος σε μια νέου τύπου ενότητα Ηγεμονίας, αυτή τη φορά με ενιαίο μέτωπο ανάμεσα σε «αφεντικά» και «πληβείους». Και είναι όλα αυτά δεδομένα που πρέπει να συνεκτιμηθούν αποφασιστικά σε κάθε απόπειρα προγραμματικής σκέψης, σε μια εποχή όπου όλα γίνονται για να διαψευστούν και έτσι η ρευστότητα να καθορίζει το αβέβαιο ως «στοίχημα».
Η κοινωνία που σαρκάζει τα «συστημικά παιχνίδια» περί την πανδημία, τηρεί με ευλάβεια τα περιοριστικά μέτρα και νιώθει βαθιά ανησυχία από τις «τουριστικές ορδές» που πάντως αποδέχεται «ε ας όψεται η κακή οικονομική κατάσταση…»! Να γιατί δεν ιδρώνει αυτί από τις αδηφάγες γλώσσες φωτιάς στο κατώφλι του μεγάλου ταφικού μνημείου. Να γιατί η ιστορική μας μοίρα και μνήμη και περιουσία βγαίνουν στο σφυρί κι εμείς σφυρίζουμε αμέριμνοι, τάχα «ρεαλιστές και μοντέρνοι» αλλά στην ουσία φυτοποιημένοι μεταπληβείοι μιας «κοινωνικής εξέλιξης» που γρι δε σκαμπάζουμε από τις δυναμικές της. Και να γιατί, σήμερα, το «επαναστατικό ζήτημα» μόνο ως επανίδρυση μιας επιτελικής συνείδησης μπορεί να τεθεί, δηλαδή ως διαλεκτική συγχώνευση του «συντηρητικού» και του «ριζοσπαστικού» εντός της πραγματικής ιστορίας και εκτός των συστημάτων οριοθέτησης που θέσ