του Βασίλη Ασημακόπουλου*

«Η Ελλάδα, μια μη δυτική χώρα, είναι μέλος και των δύο οργανισμών, […] δεν αποτελεί μέρος του δυτικού πολιτισμού, αλλά υπήρξε η πατρίδα του κλασικού πολιτισμού, ο οποίος υπήρξε, με τη σειρά του σημαντική πηγή του δυτικού πολιτισμού. […] Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Ρουμάνους ή τους Βούλγαρους, η ιστορία τους [ενν: των Ελλήνων] εκτυλίσσεται μαζί με την ιστορία της Δύσης. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση ως ορθόδοξος ξένος στους δυτικούς οργανισμούς. Δεν υπήρξε ποτέ εύκολο μέλος ούτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά ούτε και για το ΝΑΤΟ, και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις αρχές και τα ήθη και των δυο»
Σάμιουελ Χάντιγκτον, «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών», εκδ. Terzo Books, 2001, σ. 222-3

Η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, με την εξαίρεση της βουλευτού Β΄ Πειραιά Νίνας Κασιμάτη, υποστηρίζει ότι το Προοίμιο «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτουα Τριάδος» και το άρθρο 3 του Συντάγματος ως έχει, αποτελούν αναχρονιστικά κατάλοιπα, μιας μη κανονικής σύγχρονης χώρας, που δεν έχει εγκολπωθεί πλήρως τις αρχές και τις αξίες της (δυτικής) νεωτερικότητας. Εντοπίζει δηλαδή στοιχεία, που εγγράφονται σε κεντρικά σημεία του ανώτατου Καταστατικού Χάρτη της χώρας, εκδηλώσεις μιας ιδιαιτερότητας που αντιστέκεται στην εκδοχή μιας δυτικής και επιθυμητής ομογενοποίησης. Αυτό το στοιχείο εκλαμβάνεται ως ιστορικό κατάλοιπο, δείγμα καθυστέρησης, που πρέπει οι «προοδευτικές» δυνάμεις να απαιτούν την απάλειψή του. Τα ίδια περί αναχρονιστικού κατάλοιπου υπονοούνται ουσιαστικά και στην πρόταση αναθεώρησης του αρ. 21 παρ. 1 με την απάλειψη της λέξης «έθνους» στη σχεσιακή του αναφορά με την οικογένεια ως θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του. Το σχήμα βέβαια αυτό, αναφορικά με το Προοίμιο και το άρθρο 3, προϋποθέτει την αποδοχή μιας γραμμικής εξέλιξης της ιστορίας και των κοινωνιών που το μέτρο, τις αρχές και τις αξίες τα δίνει και τα κρίνει ο δυτικός ιμπεριαλιστικός πολιτισμός ως το υλικο-ιδεολογικό αποτέλεσμα ενός ιστορικά διαμορφωμένου συσχετισμού δυνάμεων. Τι όμως συμβολίζει το συγκεκριμένο «κατάλοιπο»; Και είναι πράγματι αναχρονισμός;

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ, αρκετά συνταγματικά κείμενα στα προοίμια τους, αλλά και σε άρθρα τους, καταγραφούν μια θεμελιακή αντίληψη, μια κοινή συνείδηση, για την πορεία του έθνους στο οποίο αναφέρονται. Αφορούν στοιχεία ιστορικής εθνικο-πολιτισμικής συνέχειας και παράδοσης στο συμβολικό επίπεδο. Στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα το Προοίμιο και η θέση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας αποτελούν εκδηλώσεις αυτής της εθνικο-πολιτισμικής συνέχειας που επαναλαμβάνεται σε όλα τα Συνταγματικά κείμενα από την Επανάσταση μέχρι σήμερα, με εξαίρεση το λεγόμενο «Ηγεμονικό» 1832, και της Αβασίλευτης 1925 και 1927, όπου δεν αναφέρεται το Προοίμιο, αλλά παραμένει ο όρος Επικρατούσα θρησκεία. Η διακηρυκτική αυτή αναφορά –συμβολικής σημασίας είναι καθώς το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης με ό,τι συνεπάγεται κατοχυρώνεται απολύτως στο άρθρο 13 του Συντάγματος και ως εκ τούτου παρέλκει η προτεινόμενη Ερμηνευτική Δήλωση που απλά στόχο έχει στο συμβολικό επίπεδο να απομειώσει το ιστορικό φορτίο της Επικρατούσας θρησκείας– αποτυπώνει την ιστορική διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, μέσα από τη διπλή του πάλη ως έθνους κυριαρχούμενου, μεταξύ του Δυτικοευρωπαϊκού Χριστιανικού ιμπεριαλισμού και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ακριβώς στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους μορφοποιείται ο πυρήνας της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και ο περίφημος αντιστασιακός της χαρακτήρας, όπως επισημαίνει ο Σβορώνος. Έχει προηγηθεί η μακραίωνη ελληνορθόδοξη πολιτισμική σύνθεση μέσα από τις κοινωνικές αντιθέσεις, που γεννά τη βυζαντινή αναγέννηση στις τέχνες και τα γράμματα. Σχηματικά, η γραμμή που κυριαρχεί δεν είναι η κρατική του Θεοδοσίου του Α΄, αλλά η διανοητική των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι γεωπολιτικές αντιθέσεις του Δυτικού Ιμπεριαλισμού, της Ρωσίας και της Τουρκο-ισλαμικής περιφερειακής δύναμης όπως εσωτερικεύονται, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα την πολιτικο-πολιτισμική ταυτότητα και εξέλιξη του ελληνικού έθνους, τις εσωτερικές του αντιθέσεις, προσδιορίζοντας την κίνηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως κυρίαρχου-κυριαρχούμενου.

Η ενότητα εθνικού-κοινωνικού υπογραμμίζει την ανάγκη για μια σύγχρονη πολιτική θεωρία με ιθαγένεια, στο «πνεύμα του τόπου», που να συνδέει το τοπικό και το παγκόσμιο, αυτόχθονη

Αυτά είναι βασικά στοιχεία της συνείδησης, της αλήθειας των κυριαρχούμενων τάξεων, όχι μόνον εκείνων που έχουν μεταφυσική πίστη, αλλά και των «ορθόδοξων άθεων» σύμφωνα με το σχήμα του Γιώργου Καραμπελιά, του έθνους ως βιωματικού-πολιτισμικού-υπαρκτικού και δευτερευόντως κρατικού γεγονότος, της σφυρηλατημένης ενότητας εθνικού-δημοκρατικού-κοινωνικού.

Ο XΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ήταν πρωτίστως εθνικο-απελευθερωτικός και η κυρίαρχη αντίθεση μέχρι σήμερα παραμένει η ιμπεριαλιστική εξάρτηση με διάφορες μορφές. Η Εκκλησία δεν αποτέλεσε διαιρετική τομή στη συγκρότηση των ανταγωνιστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς δεν συγκρότησε το κύριο μέτωπο ακόμα και στις περιόδους κατακόρυφης όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων με τη μορφή των εμφύλιων πολέμων. Γι’ αυτό και δεν εμφανίστηκε λαϊκό αντικληρικαλικό ρεύμα στην Ελλάδα, παρά μόνο περιορισμένα σε μερίδα της διανόησης. Σε αντίθεση λ.χ. με την εμπειρία της Γαλλίας ή της Ισπανίας. Αυτό δεν συνιστά στοιχείο καθυστέρησης σε σχέση με μια ιδεατή-καθαρή δυτικού τύπου ταξική σύγκρουση ή κάποιου ελλείμματος διαφωτισμού σύμφωνα με μια φιλελεύθερη ανάγνωση, αλλά τις ιδιόμορφες συνθήκες του εθνικού-κοινωνικού γίγνεσθαι μέσα στη γενικότερη ιστορική κίνηση. Δεν υπάρχει μια δυτική κανονικότητα-νεωτερικότητα όπως φονταμεταλιστικά φαντασιώνονται αρκετοί στην καλούμενη ριζοσπαστική ανανεωτική αριστερά, αλλά πολλαπλές εθνικο-πολιτισμικές πορείες, ενωτικές στο εσωτερικό τους μέσα από τις αντιθέσεις τους, πότε συμπλασιακές και πότε συγκρουσιακές στις διεθνικές τους σχέσεις.

Η ταυτοτική αυτή στάση του ΣΥΡΙΖΑ, εσωτερικεύει τη διάσπαση εθνικού-κοινωνικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ν.Δ. καταψηφίζει όλες τις προτάσεις αναθεώρησης που εισηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ για τα κοινωνικά δικαιώματα – άλλωστε με τον πρόσφατο αναπτυξιακό νόμο (ν. 4635/2019) επανέφερε ακροφιλελεύθερες μνημονιακής έμπνευσης ρυθμίσεις στο συλλογικό εργατικό δίκαιο- οι οποίες στο σύνολό τους είναι στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας, ιδίως εκείνη του άρθρου 22 παρ. 2, του καθολικού χαρακτήρα του κοινωνικού κράτους (21 παρ. 3) και του αναπαλλοτρίωτου χαρακτήρα φυσικών μονοπωλίων (αρ. 21 παρ. 7), μετά τη μνημονιακή εμπειρία. Προβληματική όμως είναι η προτεινόμενη αναβάθμιση της αρχής της ανταποδοτικότητας ως ίσης βαρύτητας με την αρχή της αλληλεγγύης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (αρ. 22 παρ. 5), που πιθανόν να διευκολύνει την υποχώρηση του διανεμητικού χαρακτήρα της κύριας σύνταξης και την ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού, ιδίως μετά τις πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις στο επίπεδο του Συμβουλίου Επικρατείας.

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΘΝΙΚΟΥ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ υπογραμμίζει την ανάγκη για μια σύγχρονη πολιτική θεωρία με ιθαγένεια, στο «πνεύμα του τόπου», που να συνδέει το τοπικό και το παγκόσμιο, αυτόχθονη όπως τη χαρακτήριζε ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης εκφράζοντας στο πεδίο αυτό την αντίθεση του ρεύματος των «Ιταλών» με την κεντρική γραφειοκρατία του κόμματος τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, μιας και το λεγόμενο σήμερα ΠΑΣΟΚ πραγματοποιεί συνέδριο αυτές τις μέρες ή οι κοινωνιολόγοι της Νότιας Αμερικής όπως ο Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα για να αναφερθούμε στην πολύπαθη Βολιβία. Με τα λόγια του Γάλλου σοσιαλιστή καθηγητή Εργατικού Δικαίου και αντινεοφιλελεύθερο Alain Supiot, όπου στην αντιφώνησή του κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ, το 2017, που δημοσιεύθηκε στην «Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου», επισημαίνει μεταξύ άλλων: «…οι λατινικής παιδείας νομικοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς γίνεται το Σύνταγμά σας να τίθεται υπό την αιγίδα της “Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος” και πώς το άρθρο 3 παραχωρεί διακεκριμένη θέση στην “Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας”. […] Οι τελούντες σε πραγματική άγνοια, που δεν έχουν συνείδηση ούτε της δικής τους πολιτικής θεολογίας και που είναι πεπεισμένοι για την καθολικότητα των δικών τους τρόπων σκέψης, δεν βλέπουν σ’ αυτά παρά μια λυπηρή καθυστέρηση στον δρόμο προς τον νεωτερισμό, τον οποίον πιστεύουν ότι ενσαρκώνουν».

* Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος και μεταδιδακτορικός ερευνητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!