του Αριστομένη Συγγελάκη*
«Να ξέρετε, όμως, πως η ελευθερία τού να υπακούς δεν είναι ελευθερία. Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος: είναι η ηχώ ξένων φωνών, είναι η σκιά άλλων σωμάτων».
Εντουάρντο Γκαλεάνο, 2011 (αναφερόμενος στην Ελλάδα της μνημονιακής περιόδου).
Η πρόσφατη επίσκεψη της απερχόμενης Καγκελαρίου της Γερμανίας στην Ελλάδα αποτέλεσε πρόκληση. Τόσο γιατί επέλεξε –ή δέχθηκε– να έλθει ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, επετείου του ΟΧΙ, όσο και για το τι είπε και τι παρέλειψε να πει.
Διαψεύδοντας τις προσδοκίες γερμανικών ΜΜΕ (όπως το Σπίγκελ), η κα Μέρκελ όχι μόνο δεν ζήτησε συγγνώμη για τα ζοφερά και τιμωρητικά μνημόνια που επέβαλε στον ελληνικό λαό αλλά, αντίθετα, με περίσσιο κυνισμό, δήλωσε ότι είχε «απόλυτη επίγνωση για την υπερβολική επιβάρυνση» που προκάλεσαν τα μέτρα λιτότητας.
Επιπλέον απέφυγε, «όπως ο διάολος το λιβάνι», κάθε αναφορά στις Γερμανικές Αποζημιώσεις. Δεν είχε το δημοκρατικό ήθος να πει μια κουβέντα, έστω, για τη συμβολή της Ελλάδας στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, που απάλλαξε την Ευρώπη και την ίδια τη Γερμανία από τον χιτλερικό εφιάλτη, όπως σημείωνε πάντα ο Μανώλης Γλέζος. Ήταν, όμως, λαλίστατη για το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, επιβεβαιώνοντας πλήρως την κριτική του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, ότι ο βασικός λόγος ίδρυσης του Ιδρύματος αυτού είναι η παραχάραξη της Ιστορίας και ο ενταφιασμός των Γερμανικών Οφειλών!
Καθ’ όλη τη θητεία της η κα Μέρκελ απέφυγε, με ποικίλα τεχνάσματα, να προβεί σε μια κίνηση έμπρακτης μεταμέλειας για τα τερατώδη εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα, καταπατώντας την ίδια την υπογραφή της ΟΔΓ στη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953. Παρά τα πολιτικά της προσόντα, η απερχόμενη Καγκελάριος –και στο ζήτημα αυτό αλλά και συνολικά– δεν λειτούργησε ως πραγματική ηγέτιδα μίας ισχυρής και δίκαιης χώρας, που ενώνει και οδηγεί την Ευρώπη σε δημοκρατική κατεύθυνση, αλλά ως επικεφαλής μίας νεοαποικιοκρατικής δύναμης, που λεηλατεί, διχάζει κι αυθαιρετεί. Ωστόσο, παρά την εύλογη οργή μας, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζουμε το γερμανικό κράτος με τον γερμανικό λαό, που σε πολλές περιπτώσεις έχει δείξει την αλληλεγγύη του προς την Ελλάδα. Εξάλλου η πολιτική των γερμανικών κυβερνήσεων κάθε άλλο παρά ωφέλησε και τον γερμανικό λαό, που παραμένει σε δεσμά λιτότητας εδώ και είκοσι χρόνια.
Σε αντιπαράθεση με την υβριστική συμπεριφορά της κας Μέρκελ βρίσκεται η γενναία στάση πολλών Γερμανών δημοκρατών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη δήλωση του διαπρεπούς ιστορικού και αγωνιστή του Μάη του ’68 Καρλ Χάιντς Ροτ ανήμερα της εθνικής μας επετείου: «Από το 1941 έως και το 1944 οι Γερμανοί λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Ελλάδα. Τουλάχιστον 330.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, το 75% του ελληνικού εμπορικού στόλου καταστράφηκε, όπως επίσης και το 85% των υποδομών. Περισσότερα από 1.000 χωριά και πόλεις υπέστησαν σοβαρές ζημιές και πάνω από 100 καταστράφηκαν ολοσχερώς. Στην ουσία καταστράφηκαν οι υποδομές της ελληνικής οικονομίας και είναι ξεκάθαρο ότι η Γερμανία έπρεπε να πληρώσει για όλα αυτά»[1]. Ο Καρλ Χάιντς Ροτ, συνσυγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Η οφειλή των επανορθώσεων – Υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη»[2], υποστηρίζει σθεναρά εδώ και χρόνια το δίκαιο και απαράγραπτο των ελληνικών αξιώσεων, προσφέροντας ανιδιοτελώς πολύτιμη τεκμηρίωση και προτάσεις στον κοινό μας αγώνα για την απόδοση δικαιοσύνης.
Ευχόμαστε η νέα γερμανική κυβέρνηση να αλλάξει ρότα! Όμως, το ερώτημα είναι τι πράττει η ελληνική κυβέρνηση και συνολικά η πολιτική τάξη της Ελλάδας. Η εκκωφαντική σιωπή της ηγεσίας μας ενώπιον της Καγκελαρίου της ΟΔΓ, μίας χώρας που οφείλει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ στην Ελλάδα και, παράλληλα, εξοπλίζει και στηρίζει την Τουρκία στην παραβατική της συμπεριφορά εναντίον της πατρίδας μας, αλλά και η έλλειψη κριτικής από την μείζονα Αντιπολίτευση, δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις.
Ας έχουν άπαντες υπόψη ότι θα συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι τη νίκη!
* Διδάκτωρ του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
[2] Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ο Τόπος μου».