Η υπόθεση της καταγγελίας της Σοφίας Μπεκατώρου για τη σεξουαλική βία που είχε δεχτεί σε νεαρή ηλικία έφερε στην επιφάνεια πλήθος προβληματισμών για πληθώρα θεμάτων, με σημαντικότερο το αν στις μέρες μας είναι απαραίτητη μια φεμινιστική οπτική για τα πράγματα ή αν αυτή ανήκει στο απώτατο παρελθόν. Ο βομβαρδισμός από την ειδησεογραφία για το θέμα, η υπερπροβολή του πιθανόν για άλλους επικοινωνιακούς λόγους, καθώς και η «άτεγκτη» στάση που υποσχέθηκαν οι –όχι και τόσο αξιόπιστοι– κυβερνητικοί παράγοντες δημιούργησαν μια κούραση στο φιλοθεάμον (και λόγω καραντίνας και εγκλεισμού) κοινό. Εάν σε αυτό προστεθεί και ο τρόπος που γίνεται η δημόσια συζήτηση στα σόσιαλ μήντια, όπου το ύφος είναι στην καλύτερη περίπτωση αξιωματικό, στην χειρότερη προσβλητικό, πάντοτε όμως εικονικό (άρα στοχεύει στο συναίσθημα κυρίως), τότε το τελικό αποτέλεσμα είναι μια συζήτηση που μάλλον συσκοτίζει, παρά διαφωτίζει το σοβαρότατο θέμα της βίας εναντίον των γυναικών.

ΔΥΟ ΕΙΝΑΙ οι σημαντικότερες ενστάσεις που ακούγονται σε αυτήν τη συζήτηση. Η πρώτη έγκειται στην αμφισβήτηση του ότι οι γυναίκες είναι τα μόνα θύματα της σεξουαλικής βίας. Και πράγματι, δεν είναι τα μόνα. Παιδιά, άνδρες, πρόσωπα με ιδιαίτερους προσανατολισμούς φύλου είναι επίσης θύματα τέτοιας βίας. Ωστόσο, η αναφορά σε περιπτώσεις δεν μπορεί να αποκρύπτει την αιτιολογική σχέση αυτής της βίας. Πρόσφατη έρευνα (για το news 24/7) έδειξε ότι η μία στις δύο γυναίκες έχει πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης (στη δουλειά, στους χώρους εκπαίδευσης) και ένα ποσοστό 46,7% δεν το ανέφερε πουθενά. Και βέβαια η συντριπτική πλειοψηφία των ανδρών δεν είναι βιαστές, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των βιαστών είναι άνδρες. Αυτό δεν είναι ούτε άσκηση τυπικής λογικής, ούτε γλωσσική άσκηση για τα υποκείμενα και τις κατηγορικές τους ιδιότητες. Είναι το υλικό αποτύπωμα της πατριαρχικής δόμησης των σύγχρονων κοινωνιών, παρ’ όλες τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος και παρ’ όλη την βελτίωση της θέσης της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο (ή σε ένα τμήμα του).

Και βέβαια, η δημόσια συζήτηση οφείλει να μην μετατρέπεται σε δικαστήριο (αστικό ή λαϊκό) και να καταδικάζει ή να αθωώνει στο περίπου. Όμως είναι γεγονός ότι μια δημοσιοποίηση μπορεί να λειτουργεί ως θρυαλλίδα και να ωθεί γυναίκες να σπάσουν τα δεσμά του φόβου ή της ντροπής που τις έκανε να σιωπούν για χρόνια. Ακόμα και το πολυσυζητημένο metoo της αμερικανικής κοινωνίας μπορεί να μην συγκροτήθηκε όπως ένα σωματείο ή μια φεμινιστική οργάνωση, μπορεί να ήταν ατομικοποιημένη μορφή διαμαρτυρίας με ροπές προς την κακώς εννοούμενη πολιτική ορθότητα, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ανέδειξε την έκταση του προβλήματος της παρενόχλησης και της βίας και στην «ανεπτυγμένη» αμερικανική κοινωνία. Σε «μη ανεπτυγμένες χώρες», όπως η Ινδία ή οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, τεράστιες διαδηλώσεις γυναικών τα τελευταία χρόνια κατάγγειλαν τους βιασμούς και τη βία.

Οι προοδευτικοί άνθρωποι οφείλουν να επιλέγουν με ποια πλευρά θα σταθούν. Και αυτή δεν μπορεί να είναι παρά στο πλευρό των θυμάτων της πατριαρχίας – η οποία προηγείται του καπιταλισμού, αλλά και εργαλειοποιείται από αυτόν. Δεν μπορεί παρά να είναι στο πλευρό των γυναικών και του κινήματός τους

Η δεύτερη ένσταση έγκειται στην αμφισβήτηση του γυναικείου ζητήματος αυτού καθαυτού στον σύγχρονο κόσμο και επομένως στην αμφισβήτηση της ανάγκης φεμινιστικής οπτικής ή φεμινιστικού κινήματος. Αυτή η αμφισβήτηση εκφέρεται τόσο από την κυρίαρχη φιλελεύθερη αντίληψη, κατά την οποία το κάθε άτομο διακρίνεται και προοδεύει ανάλογα με την αξία του (sic), αλλά και από τμήμα της αριστερής σκέψης που θεωρεί ότι μια φεμινιστική οπτική μπορεί να λειτουργεί υπονομευτικά και διασπαστικά στα «συνολικά χειραφετητικά προγράμματα». Καθόλου καινούργια όλα αυτά από όπου και αν προέρχονται. Το φεμινιστικό κίνημα σε όλες τις φάσεις του (δες σχετικό αφιέρωμα του Δρόμου της Αριστεράς, Μάρτιος 2019) πάντοτε αντιμετωπίστηκε με τέτοιου είδους επιφυλάξεις. Η πιο πρόσφατη κριτική του καταλογίζει ότι είναι τμήμα του λόγου των ελίτ (δικαιωματισμός, κατασκευή ταυτοτήτων κ.λπ.), μιας και ο σύγχρονος καπιταλισμός οδεύει προς άφυλα άτομα, στοχεύει στον μετα-άνθρωπο.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ βέβαια είναι κάπως πιο περίπλοκα. Οι τελευταίες μέρες στην Πολωνία συγκλονίστηκαν από τις διαδηλώσεις γυναικών για το δικαίωμα στην έκτρωση που καταργείται από την συντηρητική κυβέρνηση. Αναχρονισμός και σκοταδισμός θα σκεφτόταν κάποιος. Ο οποίος, όμως, συνυπάρχει στον σύγχρονο κόσμο με την κυρίαρχη ρητορική περί «κατασκευής» ταυτοτήτων και επομένως με την αφαίρεση από τις γυναίκες των δικαιωμάτων που απέκτησαν λόγω του ιδιαίτερου ρόλου τους στην αναπαραγωγή. Για να το πω πολύ σχηματικά: η διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου σήμερα δέχεται τόσο την παραδοσιακή κριτική του σκοταδισμού, όσο και εκείνη των «ριζοσπαστικών» κοινοτήτων που θεωρούν ότι το φύλο είναι επιλογή που δεν σχετίζεται με την βιολογική ταυτότητα (π.χ. σε πανεπιστήμια του Καναδά). Ο σκοταδισμός, επομένως, έχει πολλές εκδοχές και κατά διαβολική σύμπτωση όλες αυτές έχουν ως στόχο τις γυναίκες.

Σε αυτήν την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση, λοιπόν, οι προοδευτικοί άνθρωποι οφείλουν να επιλέγουν με ποια πλευρά θα σταθούν. Και αυτή δεν μπορεί να είναι παρά στο πλευρό των θυμάτων της πατριαρχίας – η οποία προηγείται του καπιταλισμού, αλλά και εργαλειοποιείται από αυτόν. Δεν μπορεί παρά να είναι στο πλευρό των γυναικών και του κινήματός τους. Το φεμινιστικό κίνημα πέτυχε μεγάλες νίκες, μιας και μεγάλες νίκες είναι αυτές που αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Έχει ακόμη ρόλο αλλά και δρόμο να διανύσει μέχρι να εξανθρωπιστούν οι ανθρώπινες σχέσεις!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!