Στα εκατόχρονα του ελληνικού κινηματογράφου στο 55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Ανταπόκριση: Ιφιγένεια Καλαντζή
Συνεχίζοντας χωρίς Ελληνικό Τμήμα, στο 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κυριαρχούν φέτος αξιόλογα αφιερώματα με εκλεκτούς προσκεκλημένους, όπως η Χάνα Συγκούλα και ένα αμήχανο πολιτισμικό αμάλγαμα στο Διαγωνιστικό, όπου συμμετέχει και η μεξικάνικη Ατέρμονη Θλίψη, του Χόρχε Πέρες Σολάνο. Με νωχελικούς ρυθμούς και σταθερά πλάνα, στο γεμάτο φαλλόσχημους κάκτους ξερικό τοπίο μιας απομακρυσμένης κοινότητας, δυο γυναίκες υποφέρουν σιωπηλά, προσπαθώντας η μια να αποδεχτεί τη μητρότητα και η άλλη την απάρνησή της. Εν μέσω σεξουαλικών ορμών και συμβολισμών για τη φύση και τη γονιμότητα, σκιαγραφείται η γυναικεία ψυχοσύνθεση, σε μια συγκινητική χαμηλόφωνη ταινία.
Μια από τις δυο ελληνικές συμμετοχές στο Διαγωνιστικό είναι η παραμυθένια Νορβηγία, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μουσικοσυνθέτη/σκηνοθέτη Γιάννη Βεσλεμέ, όπου όλα βρικολακιάζουν: η ατμόσφαιρα του ’80, ντίβες της εποχής της βιντεοκασέτας, μέχρι και ο… Χίτλερ! Ο πρωταγωνιστής Βαγγέλης Μουρίκης, στο ρόλο ενός νυχτόβιου ερωτύλου βαμπίρ, περιφέρεται απ’ το παλιό τσοντάδικο Σινέ Στάρ, στις πίστες παρακμιακών ντίσκο και χορεύει ασταμάτητα, κλέβοντας ποτά από γηραιές σταρ. Περιθωριακή ατμόσφαιρα τύπου Ράδιο Μόσχα (1995) του Νίκου Τριανταφυλλίδη, με εξπρεσιονιστική χρήση σκηνικών από μακέτες με τρενάκια και εξαιρετικούς πολύχρωμους φωτισμούς. Τους χορευτικούς ρυθμούς κρατούν οι ηλεκτροπόπ μουσικές των Felizol και των παλιότερων νιουγουέιβ Χωρίς Περιδέραιο.
Πλάι σε μια επετειακή παρουσίαση παλιότερων και σύγχρονων ελληνικών ταινιών, για την εκατονταετία του ελληνικού κινηματογράφου, ξετρυπώνει κανείς αξιόλογες προσπάθειες, φετινής σοδειάς, χωρίς όμως κοινωνικό προβληματισμό.
Η πρώτη ταινία των Νίκου Νικολόπουλου και Βλαδίμηρου Νικολούζου, Πολκ, μακριά από την πολιτική διάσταση της ιστορικής υπόθεσης, αποδίδει με πρωτοποριακή κινηματογραφική γραφή ένα εικαστικό δοκίμιο για το χρόνο, βασισμένο σ’ ένα κείμενο του Μπόρχες, επιχειρώντας μια υπαρξιακή και φιλοσοφική διάσταση του φόνου. Η δεκάλεπτη εισαγωγή ενός σταθερού μονοπλάνου στο σούρουπο αφήνει στίγμα του υπερρεαλιστικού χαρακτήρα ενός εκτός τόπου και χρόνου σκηνικού, τονίζοντας μια καλλιτεχνική δομή θεατρικής πρόζας, διαλόγων και σκηνών που επαναλαμβάνονται, ενσωματώνοντας στοιχεία της πολιτικής ίντριγκας. Ένας σχεδιαστής κατασκευάζει ως πλάστης-δημιουργός μια μακέτα-μινιατούρα του ρεστοράν όπου τοποθετείται ο Πολκ, ως μαριονέτα. Κοντινά πλάνα που τον δείχνουν να καταβροχθίζει καταϊδρωμένος αστακό επανέρχονται ως οπτικά μοτίβα, ενώ επεξεργασμένες προκλασικές μουσικές, οπερέτες και ήχοι, δίνουν στην ταινία διάσταση οπτικοακουστικής δημιουργίας.
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή αποτέλεσε αφετηρία δυο διαφορετικών πρωτοποριακών σκηνοθετικών προσεγγίσεων, στα πλαίσια πειραματικής γραφής που χαρακτηρίζει αρκετές φετινές συμμετοχές.
Στο ασπρόμαυρο Α, ο Στάθης Αθανασίου δανείζεται μελλοντολογικά στοιχεία, διαχέοντας άρωμα Νικολαΐδη. Στρατιωτικοί περίπολοι, με μάσκες οξυγόνου, συλλαμβάνουν την ντυμένη με μάξι φόρεμα εποχής Αντιγόνη και την αφήνουν σε ένα υποβλητικά φωτογραφημένο τοπίο, να ωρύεται κάτω απ’ το κρεμασμένο κουφάρι του αδερφού της. Με υποκειμενική κίνηση της κάμερας, εξεζητημένες λήψεις, θρόισμα ανέμου, ψίθυρους και ανάσες, δημιουργείται ένα μυστήριο θρίλερ.
Στη δική του σύγχρονη εκδοχή Βασίλισσα Αντιγόνη, ο 25χρονος Τηλέμαχος Αλεξίου κινηματογραφεί σε σταθερές λήψεις την Αντιγόνη, απλήρωτη υπάλληλο μπουτίκ, σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη να φροντίζει τον κατάκοιτο πατέρα της και τον έφηβο γκέι αδερφό της. Η εκμετάλλευση της γυναίκας-θύμα στιγματίζεται με το κινηματογραφικό κάδρο να επικεντρώνεται στο σώμα, με το πρόσωπο συχνά εκτός. Μετά την ανάγνωση του κειμένου του Σοφοκλή η Αντιγόνη παρακινείται να αντισταθεί. Φεύγει και περιπλανιέται συντροφιά με τον αδερφό της στη φύση, πλάι σε εργοστάσια και φουγάρα, με χορογραφημένες επαναλαμβανόμενες κινήσεις και λέξεις, ενώ τρεις ημίγυμνοι έφηβοι, ως αρχαίοι κούροι, απαγγέλλουν το χορικό. Η εξαιρετική αποσπασματική επιλογή ενός πένθιμου πρελούδιου του Ραχμάνινοφ σμίγει μοναδικά με την εσώτερη θλίψη της ηρωίδας.
Έμπειρος σκηνοθέτης ο Χρήστος Βούπουρας (Μιρουπάφσιμ, 1997) επανέρχεται με τους 7 Θυμούς. Ερωτικές ιστορίες τύπου Η μαμά και η πουτάνα του Ζαν Εστάς και διαπολιτισμικές ανταλλαγές ανάμεσα σ’ ένα μουσικό τρίο Ελληνοαλβανών, μαζί με έναν αρχαιολόγο και τον νεαρό Άραβα εραστή του, γοητεύουν σε μια θλιμμένη ασπρόμαυρη ταινία, γυρισμένη στα πέριξ του Κεραμεικού, με την ερωτική διάθεση ενός πρώιμου Γιάνναρη και εξαιρετική πρωτότυπη μουσική από τον Φοίβο Δεληβοριά.
Το αφιέρωμα στον άγνωστο στο ελληνικό κοινό Σέρβο κινηματογραφιστή Ζέλιμιρ Ζίλνικ εντυπωσίασε. Γέννημα θρέμμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ο Ζίλνικ ξεπήδησε απ’ το γιουγκοσλάβικο νέο κύμα του ’60, καταγράφοντας διακριτικά τις αλλαγές, πριν την τραγική διάσπαση. Ενεργός πάντα, κοινωνικά και κινηματογραφικά, παρέμεινε στη χώρα του. Επηρεασμένος απ’ τα ουμανιστικά σοσιαλιστικά ιδεώδη, ξεκινά απ’ το σινεμά βεριτέ, για να καταλήξει στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με μυθοπλαστικά στοιχεία. Δίνοντας βήμα στις μειονότητες μεταναστών, τσιγγάνων και τραβεστί, αναδύεται ένα ανθρωπιστικό σινεμά απρόβλεπτων καταστάσεων, γεμάτο χιούμορ. Στο Πώς δενότανε το ατσάλι (1988) παρακολουθούμε τις ιστορίες των εργατών ενός παρακμασμένου εργοστάσιου, τους έρωτές τους, το ψήσιμο κοτόπουλων στα καυτά καμίνια και τα τζαζ τραγούδια τους με φυσαρμόνικα, σε μια σουρεαλιστική βαλκανική κωμωδία, με ηθοποιούς τους ίδιους τους εργάτες. Στη διάλεξη αναφέρθηκε στο σινεμά της γενιάς του, ως μέσο άρθρωσης πολιτικού λόγου και κοινωνικής προσέγγισης, νοσταλγώντας το σοσιαλιστικό παρελθόν, φανερά προβληματισμένος για τη σημερινή κατάσταση, καθώς η ανάγκη αντίστασης στον καπιταλισμό απαιτεί νέους αγώνες.