Στρώνουν τον δρόμο για το μεγαλύτερο μεταπολιτευτικά οικονομικό σκάνδαλο
Του Γιώργου Τοζίδη
Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ελέγχων αντοχής (stress tests) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) χρησιμοποιήθηκε από τη μνημονιακή κυβέρνηση ως ένα ακόμη επιχείρημα για τη στήριξη της «επιτυχημένης» ιστορίας των μνημονίων. Προβάλλουν ως «επιτυχία» των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το ότι δεν χρειάζονται νέα κεφάλαια για την ενίσχυσή τους, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει επιβαρυνθεί, μέχρι σήμερα, με περίπου 40 δισ. ευρώ για την (άμεση ή έμμεση) ανακεφαλαιοποίησή τους αλλά και την πρόσφατη έμμεση ενίσχυσή τους με τη ρύθμιση για την αναβαλλόμενη φορολογία που θα κοστίσει στο Ελληνικό Δημόσιο περίπου 9 δισ. ευρώ.
Ακόμη, παρά την ανακεφαλαιοποίησή τους, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αφαιρούν ρευστότητα από την αγορά (μείωση του δανεισμού σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά), διευρύνουν το μικτό περιθώριο κέρδους τους (επιτόκιο δανείων μείον επιτόκιο καταθέσεων) και υλοποιούν προγράμματα μείωσης των αποδοχών και του αριθμού των εργαζομένων (εκτιμάται ότι οι θέσεις εργασίας στον κλάδο θα μειωθούν κατά 20.000 μέχρι το 2016). Άλλωστε, από τις αρχές του 2014 οι τράπεζες χρησιμοποίησαν την όποια ρευστότητα διέθεταν για την αποπληρωμή των δανείων που είχαν λάβει από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και την ΕΚΤ.
Οι προσδοκίες της κυβέρνησης ότι, μετά την ολοκλήρωση της… άσκησης οι τράπεζες, θα αρχίσουν να χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά πρόκειται να διαψευσθούν για μια ακόμη φορά. Σε μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση, που οι επενδύσεις και το εισόδημα των νοικοκυριών εξακολουθούν να μειώνονται, η χορήγηση νέων δανείων αποτελεί όνειρο απατηλό. Όταν, μάλιστα, εκκρεμούν η ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και η αποτίμηση των ενυπόθηκων ακινήτων στις πραγματικές τους αξίες, που, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις θα δημιουργήσουν νέα ανοίγματα στους ισολογισμούς των τραπεζών. Άλλωστε, οι αγορές δεν συμμερίστηκαν την αισιοδοξία των κυβερνητικών στελεχών με αποτέλεσμα την κατάρρευση των τιμών των τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο (το τελευταίο 6μηνο οι τιμές των τραπεζικών μετοχών έχουν μειωθεί κατά 30% τουλάχιστον).
Τι έδειξαν οι έλεγχοι αντοχής
Ο έλεγχος αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών κρίθηκε απαραίτητος προκειμένου η ΕΚΤ να διαθέτει μία ακριβή εικόνα της κατάστασης των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς αναλαμβάνει την εποπτεία τους από 4/11/2014, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού.
Οι 130 τράπεζες των 19 κρατών-μελών που εξετάστηκαν αντιπροσώπευαν στοιχεία ενεργητικού 22,1 τρισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 81,6% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.
Ο έλεγχος είχε δύο άξονες. Αρχικά, ο έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, που διενεργήθηκε από την Ε.Κ.Τ. και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, εξέτασε την ορθή αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού (κυρίως περιουσιακά στοιχεία και δάνεια προς το Δημόσιο, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά) με βάση τα στοιχεία των ισολογισμών του 2013 (στατικός έλεγχος). Από αυτόν τον έλεγχο προέκυψε ότι οι περισσότερες από τις 130 τράπεζες είχαν υπερεκτιμήσει κατά 47,5 δισ. ευρώ τα περιουσιακά στοιχεία τους. Στη συνέχεια και μετά τη «διόρθωση» της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, εξετάσθηκε εάν οι τράπεζες διαθέτουν την κεφαλαιακή επάρκεια ώστε να αντιμετωπίσουν με επιτυχία το ενδεχόμενο νέας ύφεσης ή νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Προέκυψε υστέρηση κεφαλαίων συνολικού ύψους 24,6 δισ. ευρώ σε 25 τράπεζες και οκτώ από αυτές απαιτείται να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους κατά 6,4 δισ. ευρώ επιπλέον των αυξήσεων που έχουν υλοποιήσει μέσα στο 2014.
Από τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής, με βάση τα στοιχεία του 2013, προέκυψαν και τα ακόλουθα συμπεράσματα που καταγράφουν την κρίση της Ευρωζώνης:
1. Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 έως τις 31/12/2013, οι τράπεζες που συμμετείχαν στην άσκηση άντλησαν κεφάλαια άνω των 200 δισ. ευρώ, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2014 αντλήθηκαν επιπλέον κεφάλαια ύψους 57,1 δισ. ευρώ.
2. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 135,9 δισ. ευρώ και ανέρχονται συνολικά σε 879(!) δισ. ευρώ.
3. Η Ευρωζώνη δεν διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για να διαχειρισθεί μία νέα τραπεζική κρίση. Οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν έχουν τη δημοσιονομική ικανότητα να καλύψουν νέα ανοίγματα των τραπεζών. Τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα, με βάση την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, ανέρχονται σε μόλις 55 δισ. ευρώ και δεν επαρκούν για την κάλυψη ενός νέου κραχ στον τραπεζικό τομέα.
Τα δεδομένα των ελληνικών τραπεζών
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής, η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση, με βάση το συνολικό ύψος υστέρησης κεφαλαίων (8,7 δισ. ευρώ έναντι 9,7 δισ. της Ιταλίας).
Αναλυτικότερα, όσον αφορά στις ελληνικές τράπεζες, με βάση τα στοιχεία του 2013, η Alpha Bank δεν παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων (0,66 δισ. ευρώ) που υπερκαλύπτεται από την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησε το 2014. Η Εθνική Τράπεζα παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων ύψους 3,432 δισ. ευρώ και η Eurobank ύψους 4,63 δισ. ευρώ.
Για την Εθνική και την Eurobank, το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών, που θα πρέπει να καλυφθεί, θα καθοριστεί σύμφωνα με τα σχέδια αναδιάρθρωσης που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και περιλαμβάνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, πώληση περιουσιακών στοιχείων και μείωση του κόστους λειτουργίας (κυρίως μέσω μείωσης του αριθμού των καταστημάτων και των εργαζομένων). Με βάση τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που υλοποίησαν οι δύο τράπεζες και σε συνδυασμό με την ενίσχυση των κεφαλαίων τους με τη ρύθμιση για την αναβαλλόμενη φορολογία, εκτιμάται ότι και οι δύο αυτές τράπεζες δεν θα υποχρεωθούν να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους.
Η βελτίωση της εικόνας των ελληνικών τραπεζών, σε σύγκριση με τους ελέγχους αντοχής που πραγματοποίησε η ΤτΕ στις αρχές του 2014 και παρά τη συνεχιζόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (α.μ.κ.) που υλοποίησαν και στην αναβαλλόμενη φορολογία. Υπενθυμίζεται ότι οι α.μ.κ. υλοποιήθηκαν σε χαμηλές τιμές (Εθνική, Eurobank) και είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των ποσοστών* που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) σε αυτές τις τράπεζες, ενώ η αναβαλλόμενη φορολογία (που η εφαρμογή της προκαλεί αντιδράσεις ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) επιβαρύνει τους φορολογούμενους και στερεί σημαντικά έσοδα από το ελληνικό δημόσιο.
Οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών με τη στήριξη της ΤτΕ και σε αγαστή σύμπνοια με τη μνημονιακή κυβέρνηση επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής προκειμένου να επισπεύσουν την ιδιωτικοποίησή τους με νέες α.μ.κ. που θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τα ποσοστά που κατέχει το ΤΧΣ. Σε αυτήν την κατεύθυνση πιέζουν για την επαναγορά και ακύρωση των παραστατικών τίτλων («warrants») από το ΤΧΣ, με το επιχείρημα ότι έτσι θα επιστραφούν κεφάλαια στο ελληνικό δημόσιο. «Ξεχνούν» ότι, σύμφωνα με το πρώτο μνημόνιο, τα κεφάλαια που θα πρέπει να επιστραφούν στο ΤΧΣ από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών ανέρχονται σε 16 δισ. ευρώ. Στόχος που δεν έχει, έκτοτε, αναπροσαρμοσθεί αλλά που βρίσκεται μακριά από τη σημερινή αξία των παραστατικών τίτλων στο Χρηματιστήριο που έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η αγωνία των Διοικήσεων των τραπεζών και της μνημονιακής κυβέρνησης είναι η ιδιωτικοποίηση των τεσσάρων τραπεζών να προλάβει τις πολιτικές εξελίξεις και την πιθανότητα να προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές μια κυβέρνηση της αριστεράς. Εάν επιτύχουν το στόχο τους θα έχουν αφενός αφαιρέσει ένα σημαντικό «εργαλείο» για την υλοποίηση του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης και αφετέρου θα έχουν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο, μεταπολιτευτικά, οικονομικό σκάνδαλο.
Θα τους σταματήσουμε;
(*) Bλέπε σχετικά: Επιλογή ή αναγκαίος όρος η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, Δρόμος της Αριστεράς, 6/9/2014.