Είχα τη χαρά και την τύχη να γνωρίσω τον κύριο Στρατή Αναγνώστου, πρόεδρο της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών και σύμβουλο Φιλολόγων της Λέσβου, σε πρόσφατο ταξίδι φιλαναγνωσίας.

Συζητήσαμε επί μακρόν για τη σημασία της τοπικής Ιστορίας και την ανάγκη γνώσης αλλά και διδασκαλίας της στα σχολεία της χώρας μας. Ένα δείγμα για το πώς θα μπορούσε να διδάσκεται είναι και το βιβλίο του «Τοπική Ιστορία – Αναφορές στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Λέσβου» (εκδόσεις Εντελέχεια), το οποίο διάβασα ανακαλύπτοντας πόσο συναρπαστικό θα μπορούσε να είναι ένα μάθημα Ιστορίας.

Δεν χρειάζεται πιστεύω να πω περισσότερα, αλλά να δώσω το λόγο στον ίδιο.

Πώς προέκυψε η συγγραφή και η έκδοση του βιβλίου σας για την τοπική Ιστορία –νεότερη και σύγχρονη– της Λέσβου;
Από τη θέση του σχολικού συμβούλου Φιλολόγων Λέσβου, θέλησα να δώσω την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς της Λέσβου να γνωρίσουν σημαντικές πτυχές της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της, ώστε να τις αξιοποιήσουν στην εκπαιδευτική πράξη. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το απαύγασμα της πολυετούς ενασχόλησής μου με τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία του νησιού και της επιθυμίας μου να συνοψίσω σε ένα χρήσιμο και περιεκτικό εγχειρίδιο αυτά που πρέπει να γνωρίζουν σε βάθος χρόνου τόσο εκπαιδευτικοί όσο και μαθητές για το νησί όπου ζουν. Προσπάθησα επίσης να ενσωματώσω στο βιβλίο αυτό όλη την εμπειρία μου από τη διδασκαλία της Τοπικής Ιστορίας, που εφάρμοσα ως φιλόλογος του Πειραματικού Γυμνασίου Μυτιλήνης. Έτσι, στο τέλος του βιβλίου, προτείνονται τεχνικές και σχέδια διδασκαλίας, καθώς και συνθετικές δημιουργικές εργασίες, κατάλληλες να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των μαθητών, με στόχο την ευαισθητοποίησή τους σχετικά με την ιστορία του τόπου τους.

Αξιοποιήθηκε το βιβλίο όσο θα θέλατε;
Για να είμαι ειλικρινής όχι. Δεν ρίχνω το φταίξιμο τόσο στους εκπαιδευτικούς, όσο στην πολιτική του Υπουργείου Παιδείας, η οποία διαφοροποιείται με κάθε κυβερνητική αλλαγή, για να μην πω με κάθε αλλαγή υπουργού. Το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε και εφαρμόστηκε στην εποχή μιας από τις πολλές μεταρρυθμίσεις που εξαγγέλθηκαν, αλλά ατόνησαν μετά την αποχώρηση της υπουργού που τις επέβαλε. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην εκπαιδευτική πολιτική του «Νέου Σχολείου» επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου. Με την εφαρμογή της πολιτικής αυτής αναδείχτηκε σε ικανοποιητικό βαθμό η διδασκαλία της Τοπικής Ιστορίας, με τη μέθοδο της εκπόνησης από τους μαθητές συνθετικών δημιουργικών εργασιών. Γι’ αυτό το λόγο είχαν προβλεφθεί τότε διδακτικές ώρες διδασκαλίας της Τοπικής Ιστορίας στο ωρολόγιο πρόγραμμα συγκεκριμένων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου και του Γυμνασίου.

Τι συμβαίνει με την Τοπική Ιστορία στα σχολεία; Δεν θα έπρεπε να διδάσκεται παντού;
Φυσικά και ναι, κατά τη γνώμη μου. Ωστόσο, η εμπειρία μου από τα 35 σχεδόν χρόνια στη δημόσια Εκπαίδευση με κάνει να πιστεύω ότι στο Υπουργείο Παιδείας οι ώρες της διδασκαλίας των μαθημάτων δεν ιεραρχούνται με βάση το βαθμό της σπουδαιότητας κάθε μαθήματος, αλλά με βάση την πρόσβαση που μπορεί να έχουν στον εκάστοτε υπουργό μεμονωμένα άτομα ή επιστημονικές ή συνδικαλιστικές ομάδες, που προωθούν αιτήματα λιγότερο αναγκαία σε βάρος άλλων σπουδαιότερων. Η διδασκαλία της Τοπικής Ιστορίας οφείλει να είναι μαθητοκεντρική και να στηρίζεται σε σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, όπως η ομαδοσυνεργατική μέθοδος και η διαφοροποιημένη διδασκαλία. Συνεπώς όσο καιρό η εκπαίδευσή μας –και κυρίως η δευτεροβάθμια– συνεχίζει να εφαρμόζει παλιές δασκαλοκεντρικές μεθόδους διδασκαλίας που οδηγούν στη μηχανιστική αναπαραγωγή της γνώσης, η Τοπική Ιστορία θα παραγκωνίζεται και θα διδάσκεται μόνο από ευαισθητοποιημένους εκπαιδευτικούς, που την εντάσσουν στη διδακτική πράξη, αξιοποιώντας τα Προγράμματα Σπουδών της Ιστορίας, τα οποία προβλέπουν τη συγκεκριμένη διδασκαλία, αλλά δεν την επιβάλλουν.

«Βασικός στόχος της διδασκαλίας της τοπικής Ιστορίας, δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια ανθρώπων ικανών να δομούν κριτική εθνική, ατομική και συλλογική ιστορική συνείδηση»

Ποια είναι η αξία της γνώσης της τοπικής Ιστορίας από παιδιά και ενηλίκους;
Η γνώση της τοπικής Ιστορίας από παιδιά και ενηλίκους είναι πολύ σημαντική. Γιατί, νομίζω πως αγαπάμε περισσότερο τον τόπο μας, αν γνωρίζουμε σε βάθος την ιστορία και τον πολιτισμό του. Με αφορμή κάποιο μνημείο ή κατοικία ή δημόσιο κτίριο ή άγαλμα, το οποίο συναντάμε καθημερινά, μαθαίνουμε, ερευνούμε, αναδεικνύουμε, προτείνουμε. Έτσι γινόμαστε πολίτες ενεργοί και συνειδητοποιημένοι, πολίτες που θα προστατεύουν τα μνημεία και δεν θα τα βανδαλίζουν. Ειδικότερα οι μαθητές ασκούνται στο να ανακαλύπτουν μόνοι τους και να αξιοποιούν τα ενδιαφέροντα και τις ιδιαίτερες δεξιότητές τους, ανάλογα και με το πνευματικό δυναμικό που διαθέτει ο καθένας τους. Ας έχουμε υπόψη ότι ισχυρό κίνητρο όλων μας για να μάθουμε τοπική Ιστορία, είναι η γνώση του τόπου που ζούμε, του τόπου που έζησαν οι πρόγονοί μας, του τόπου που θα θέλαμε πολλοί να ζήσουν τα παιδιά μας.

Γνωρίζω τις προσπάθειές σας για τη δημιουργία ενός Μουσείου στη Μυτιλήνη. Υπάρχει περίπτωση να ευοδωθούν; Τι θα περιλαμβάνει;
Όνειρο της ζωής μου είναι η δημιουργία ενός Ιστορικού Μουσείου στην πόλη της Μυτιλήνης. Αυτό θα μπορεί να περιλαμβάνει αίθουσες που θα προβάλλουν τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία του τόπου, τόσο της οθωμανικής όσο και της ελληνικής περιόδου. Το σύνολο του αρχείου που συλλέγω εδώ και πάνω από 30 χρόνια είναι υπεραρκετό, ώστε να στηθούν αίθουσες που να αναδεικνύουν την κοινωνική ζωή του τόπου, τον τοπικό περιοδικό και ημερήσιο τύπο, τη σχολική ζωή, ενθυμήματα από σημαντικές ιστορικές στιγμές που θα συντηρούν τη μνήμη τόσο της Λέσβου, όσο και των απέναντι από αυτήν πατρίδων της «καθ’ ημάς Ανατολής». Έχω απευθυνθεί στην τωρινή Δημοτική Αρχή της Μυτιλήνης και ευελπιστώ ότι η θετική ανταπόκριση που αποκόμισα από τον υπεύθυνο αντιδήμαρχο Πολιτισμού δεν θα μείνουν λόγια, αλλά θα γίνουν πράξη.


Λίγες σκέψεις για την τοπική Ιστορία

Θέλω να δημοσιοποιήσω κάποιες σκέψεις μου για την τοπική Ιστορία, με αφορμή ένα περιστατικό από την εποχή που δίδασκα Τοπική Ιστορία στην τάξη. Όταν κατά τη διάρκεια του μαθήματος έδειξα στην τάξη μια φωτογραφία ενός παραδοσιακού κτιρίου, που είχε χτιστεί ως οθωμανικό σχολείο και χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως Γραφείο Περιθάλψεως Προσφύγων, μια μαθήτρια εξέφρασε την έκπληξη της: «Μα κύριε, εγώ μένω απέναντι από το κτίριο αυτό και κανείς δεν μου είπε ποτέ τι ήταν.»

Εύκολα θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς υπεύθυνη για την άγνοια την ίδια τη μαθήτρια ή το συγγενικό της περιβάλλον που δεν την ενημέρωσε ποτέ. Αναρωτηθήκαμε όμως όλοι μας ως κοινωνικός περίγυρος τι κίνητρα δώσαμε στα παιδιά μας για να ενδιαφερθούν για αυτό που ονομάζουμε Τοπική Ιστορία; Αν αναλογιστούμε ποια είναι τα πρότυπα που προβάλλονται καθημερινά στα ΜΜΕ, στο διαδίκτυο, τότε ίσως μπορούμε να δικαιολογήσουμε τα παιδιά, που δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον σε ζητήματα που κατά τη γνώμη μας έπρεπε να έχουν.

Η πολύχρονη εμπειρία μου όχι μόνο ως ενεργός πολίτης, αλλά και ως εκπαιδευτικός και συλλέκτης ιστορικών τεκμηρίων, με έχει πείσει ότι οι μόνοι ίσως που δεν ευθύνονται είναι οι νέοι. Πολύτιμα ιδιωτικά, μα και δημόσια αρχεία, βιβλία, παλιές φωτογραφίες, μεταβυζαντινές και λαϊκές εικόνες και άλλα πολύτιμα τεκμήρια της ιστορίας και του πολιτισμού μας αποτίθενται καθημερινά στους κάδους σκουπιδιών, στις χωματερές ή στην καλύτερη περίπτωση στις προθήκες των κατά τόπους παλαιοπωλείων.

Ως γονιός και εκπαιδευτικός θεωρώ ότι ο καλύτερος δάσκαλος για τα παιδιά είμαστε εμείς οι μεγαλύτεροι ή τουλάχιστον οφείλουμε να είμαστε, διδάσκοντάς τα άτυπα με το παράδειγμά μας . Αλλά και το σχολείο παράλληλα, οι επαγγελματίες δάσκαλοι, οφείλουν πάνω από όλα να εμπνέουν τους μαθητές τους όχι μόνο με τις γνώσεις τους, αλλά και με τον τρόπο που τους προσεγγίζουν. Αναρωτιέμαι πολλές φορές πόσοι από αυτούς προτάσσουν της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας το λειτούργημα του εκπαιδευτικού/παιδαγωγού; Αυτοί είναι που πρωτίστως οφείλουν να μεταλαμπαδεύσουν την αγάπη για την πατρίδα μας γενικά και ειδικότερα για τον τόπο όπου ζουν οι ίδιοι και οι μαθητές τους. Γιατί σήμερα ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου αναπόφευκτα ο πολιτισμός μας, οι ιδέες μας και ο ανθρωπισμός μας δοκιμάζονται, αφού αντιδιαστέλλονται, για να μην πω πως έρχονται σε σύγκρουση μερικές φορές με ακραίες ιδεολογίες και πρακτικές.

Δεν μπορώ να μην υπενθυμίσω το βασικό στόχο της διδασκαλίας της Τοπικής Ιστορίας, που δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια ανθρώπων ικανών να δομούν κριτική, εθνική, ατομική και συλλογική ιστορική συνείδηση, να είναι κριτικοί χρήστες και αναγνώστες ιστορικών κειμένων και των πολύπλευρων πληροφοριών που παρέχονται από όλα τα προφορικά, γραπτά, έντυπα, οπτικοακουστικά και ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας, να ερμηνεύουν τις αλλαγές στο παρόν και το μέλλον με ιστορικούς όρους και να συμμετέχουν στον εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο διαπολιτισμικό διάλογο ως ενεργοί πολίτες, με κριτική ιστορική γνώση, σκέψη και επιχειρήματα, αποδεχόμενοι τον λόγο και τα δικαιώματα των «άλλων».

Μόνον αν, σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνουμε συνειδητοποιημένοι πολίτες, θα μπορέσουμε όλοι μας, νέοι και μεγαλύτεροι, να αξιολογήσουμε όλα τα λογής λογής ετερόκλητα μηνύματα, που εκπέμπονται και να υιοθετήσουμε μόνον αυτά που θα μας βοηθήσουν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, άνθρωποι που αγαπούν, προστατεύουν και αναδεικνύουν τον τόπο τους. Μόνον έτσι θα γίνουμε ικανοί να απομακρύνουμε τις σύγχρονες Σειρήνες, που καθημερινά μαγεύουν πολλούς από εμάς, τους «κλυδωνιζόμενους Οδυσσείς» και μας αποπροσανατολίζουν από τις αξίες που για χιλιάδες χρόνια διατρανώνει ο ελληνισμός.

Στρατής Αναγνώστου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!