Λίγες μόνο μέρες μετά την επίσκεψη του Αλ. Τσίπρα στην Ρωσία και μερικές ώρες μετά την ομόφωνη συνυπογραφή της επέκτασης των οικονομικών κυρώσεων της Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσίας ξεκίνησε ο «στρατηγικός διάλογος» μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας στην Ουάσιγκτον.
Αν η επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ρωσία ήταν η «αναγκαία στάχτη» μιας δήθεν πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, τότε ο «στρατηγικός διάλογος» στην Ουάσιγκτον είναι το αναγκαίο εισιτήριο για να επισημοποιηθεί πανηγυρικά η πλήρης υπαγωγή της χώρας στους σχεδιασμούς, οικονομικούς και γεωπολιτικούς, των ΗΠΑ στην Αν. Μεσόγειο και τη Βαλκανική.
Μόλις την παραμονή των επίσημων συζητήσεων είχε προηγηθεί ευρεία σύσκεψη στο υπ. Άμυνας με την συμμετοχή του Π. Καμμένου, του πρέσβη των ΗΠΑ Τζ. Πάιατ και ανώτατων αξιωματικών των δύο χωρών που ουσιαστικά έβαζαν σε εφαρμογή εκ των προτέρων τα πορίσματα της συνάντησης Πομπέο-Κατρούγκαλου. Την ίδια ώρα διεξάγονταν στην Κρήτη μία από τις μεγαλύτερες αντιτρομοκρατικές ασκήσεις που έχουν γίνει ποτέ σε ευρωπαϊκό έδαφος ενώ στο Στεφανοβίκειο της Λάρισας πραγματοποιούνται μεγάλης κλίμακας συνεκπαιδεύσεις αμερικάνικων και ελληνικών ελικοπτέρων.
Ανύπαρκτοι οι ελληνικοί στόχοι
Υποτίθεται ότι η Αθήνα προσέρχεται σε αυτόν τον «στρατηγικό διάλογο» με σκοπό να εξασφαλίσει κάποια ανταλλάγματα σε Αιγαίο και Κύπρο. Για αυτό άλλωστε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών έχει προγραμματίσει να συναντηθεί με την απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό Τζέιν Χολ Λουτ, στη Νέα Υόρκη, μια βδομάδα πριν το ταξίδι της στην Κύπρο προκειμένου να επαναλάβει γύρο επαφών για το Κυπριακό.
Το ερώτημα είναι τι ανταλλάγματα μπορεί να διεκδικήσει και πολύ περισσότερο να αποσπάσει η ελληνική διπλωματία όταν έχει αποδεχθεί το ρόλο μιας απλής υποστήριξης στην κυπριακή ηγεσία, η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μια λύση ανάλογη του σχεδίου Ανάν ή την συνομολόγηση μιας χαλαρής συνομοσπονδίας που ουσιαστικά παραπέμπει στην οριστική διχοτόμηση του νησιού.
Κατά τον ίδιο τρόπο αδύναμη είναι η επίσημη ελληνική θέση έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Η κατευναστική στάση και η εκκωφαντική σιωπή έναντι του τουρκικού επεκτατισμού, που ξεπερνά πια το Αιγαίο και απλώνεται στα νότια της Κρήτης μέχρι και το Ιόνιο, συναντιέται με αντίστοιχη σιωπή έναντι των επαναλαμβανόμενων αμερικανικών «προτροπών» για δίκαιη μοιρασιά των φυσικών πόρων του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου και επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με διάλογο.
Η ελληνική πλευρά δεν προσέρχεται στο «στρατηγικό διάλογο» στην Ουάσιγκτον με θέσεις για τις απειλές που δέχεται ούτε με απόψεις για την συνολικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής που την θέτει σε τεράστιους κινδύνους. Προσέρχεται με την πρόθεση υποταγής με αντάλλαγμα προσδοκίες για την εξασφάλιση της εθνικής της ακεραιότητας
Ίσως να είναι πρωτοφανές στα παγκόσμια διπλωματικά χρονικά μια χώρα να αντιμετωπίζει καθημερινές αμφισβητήσεις επί των νόμιμων συνόρων της και παράλληλα μια μόνιμη απειλή πολέμου αν τολμήσει να εφαρμόσει το νόμιμα δικαιώματα της και να σιωπά όχι μόνο κατά της χώρας που την απειλεί αλλά και έναντι των συμμάχων της και των διεθνών οργανισμών στις οποίες είναι μέλος.
Η ελληνική πλευρά δεν προσέρχεται στο «στρατηγικό διάλογο» με θέσεις για τις απειλές που δέχεται ούτε με απόψεις για την συνολικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής που την θέτει σε τεράστιους κινδύνους. Προσέρχεται με την πρόθεση υποταγής, έναντι των συμμάχων της, με αντάλλαγμα προσδοκίες για την εξασφάλιση της εθνικής της ακεραιότητας. Ξεχνά ότι κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει αυτό που δεν είσαι αποφασισμένος να υπερασπιστείς. Έτσι, χωρίς αντίδραση, δέχεται και το χρησμό –διάψευση του υποτιθέμενου σχεδιασμού της– του Πομπέο: «Το γεγονός ότι ενισχύουμε τη συνεργασία μας με έναν σύμμαχο στο ΝΑΤΟ δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται ως απομάκρυνση από τη συνεργασία μας με έναν άλλο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ». Ο Αμερικάνος υπουργός Εξωτερικών με τη δήλωση αυτή δεν επιχειρεί απλά να καθησυχάσει την Τουρκία αλλά βάζει τα όρια της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας.
Συνάντηση γεωπολιτικών και οικονομικών σχεδιασμών
Το κύριο μενού των συζητήσεων βέβαια αφορούσαν την πλήρη υπαγωγή της χώρας μας στις στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ στην περιοχή. Αναγνωρίζονται έτσι οι «προσπάθειες» της Ελλάδας να εγκατασταθεί ένα μικρό ΝΑΤΟ, εκτός του ΝΑΤΟ, με την προώθηση τοπικών τριμερών συνεργασιών στην περιοχή (Ισραήλ, Αίγυπτος, Ελλάδα, Κύπρος) που εντάσσονται στους Νατοϊκούς σχεδιασμούς και αποκαθιστούν την προσωρινή (;) αναστάτωση που προκαλεί η απομάκρυνση της Τουρκίας στην περιοχή. Αναγνωρίζονται οι «προσπάθειες» της χώρας στην περικύκλωση της Ρωσίας με την παραχώρηση διευκολύνσεων στα νατοϊκά στρατεύματα από παλιές και νέες βάσεις στη χώρα αλλά και με την ακούραστη επιμονή της κυβέρνησης στην προώθηση της συμφωνίας των Πρεσπών. Όχι τυχαία, στις δηλώσεις Κατρούγκαλου ότι «δεν προσπαθούμε μόνο να προστατεύσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά να αποτελέσουμε παράγοντα σταθερότητας και ειρήνης στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή», η αμερικάνικη απάντηση προσδιόρισε με σαφήνεια το ζητούμενο: «Αν η Ελλάδα πάρει τις σωστές αποφάσεις μπορεί να παίξει κομβικό ρόλο στο να διασφαλιστεί ότι η Ευρώπη, οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και η υπόλοιπη περιοχή ότι δεν θα είναι όμηροι εχθρικών δυνάμεων». Στο πλαίσιο αυτό η στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών επεκτείνεται και στον οικονομικό τομέα. Η Ελλάδα προδιαγράφεται ως «αναβαθμισμένο» διαμετακομιστικό κέντρο ενεργειακών πόρων αποκλειστικά στα πλαίσια «απεξάρτησης» της Ε.Ε. από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και αυτό την στιγμή που Μέρκελ και Πούτιν συμφώνησαν την επίσπευση των εργασιών του Nordstream 2 ως πιο οικονομικής λύσης για την Ε.Ε.
Η ελληνική κυβέρνηση αδιαφορεί αν ο «στρατηγικός ρόλος» που της επιφυλάσσουν οι ΗΠΑ εκθέτουν τη χώρα σε μια παγκόσμια αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας με απρόβλεπτη συνέχεια και συνέπειες.
Αντίθετα αισθάνεται ικανοποιημένη που οι «προσπάθειες» της αναγνωρίζονται διεθνώς και εσωτερικά. Φανταστείτε τα κυβερνητικά χαμόγελα όταν ο Αθ. Έλις έγραφε στην Καθημερινή: «Το γεγονός ότι η πολυεπίπεδη αυτή συνεργασία υλοποιείται από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, έως ένα βαθμό τη θωρακίζει από μελλοντικές λαϊκίστικες προσεγγίσεις». Χρειάζεται άραγε κάποιο σχόλιο;