Μέσα Ενημέρωσης και κοινωνική διαμαρτυρία. Του Άρη Χατζηστεφάνου.
«Στην Ελλάδα διαδηλώνετε έξω από τα Μέσα Ενημέρωσης;» με ρωτούσε πριν από λίγες εβδομάδες ο Avi Lewis, σκηνοθέτης της ταινίας η Κατάληψη. «Γιατί στην Αργεντινή», με διέκοψε πριν προλάβω να απαντήσω «ύστερα από την οικονομική κατάρρευση αρκετές από τις πορείες κατέληγαν στα γραφεία των μεγάλων εκδοτικών ομίλων και των τηλεοπτικών σταθμών». Για το συνομιλητή μου, αυτή ήταν η στιγμή που οι πολίτες της Αργεντινής κατάλαβαν τον πραγματικό ρόλο των Μέσων Ενημέρωσης: ότι δεν είναι προστάτες της κυβέρνησης, όπως συνήθως παρουσιάζονται, αλλά τμήμα των οικονομικών ελίτ που απειλούνται από την κοινωνική διαμαρτυρία.
Δεν χρειάζεται παρά να παρατηρήσεις ένα από τα «μνημονιακά» δελτία ειδήσεων των 8 και των 9 για να επιβεβαιώσεις την παρατήρηση του Avi Lewis. Στο πρόσωπο κάθε διαδηλωτή, κάθε απολυμένου εργαζόμενου ή απλώς κάθε πολίτη που αρνείται να πληρώσει το λογαριασμό της κρίσης, οι παρουσιαστές δεν βλέπουν απλώς έναν εχθρό της κυβέρνησης. Βλέπουν ένα δικό τους εχθρό από τον οποίο η κυβέρνηση καλά θα κάνει να τους προστατεύσει.
Πώς συγκροτούνται όμως αυτές οι «επίλεκτες δυνάμεις» δημοσιογράφων και γιατί άλλες φορές συνυπάρχουν με πιο φιλελεύθερες φωνές ενώ σε άλλες περιπτώσεις εξαφανίζουν οποιαδήποτε μορφή αμφισβήτησης;
Σε περιόδους σχετικής κοινωνικής γαλήνης οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές των μέσων είχαν την πολυτέλεια να καθορίζουν την τελική «γραμμή» του εντύπου ή του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού δελτίου εναλλάσσοντας απλώς τους συντάκτες τους. Όταν απαιτούσαν σκληρή αντικυβερνητική γραμμή έριχναν στη μάχη τις αριστερές εφεδρείες, ενώ όταν έπρεπε να εξευμενίσουν ένα από τα δυο κόμματα εξουσίας χρησιμοποιούσαν πιο συντηρητικούς συντάκτες. Σε όποια ομάδα και αν ανήκες είχες την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να γράψεις ή να πεις ό,τι θέλεις. Απλώς, ο εκάστοτε προπονητής-αρχισυντάκτης σε έριχνε στο γήπεδο γνωρίζοντας εκ των προτέρων σε ποιο χώρο θα κινηθείς.
Σε αυτό το καλοστημένο παιχνίδι οι πιο προοδευτικές φωνές πίστευαν (ορθώς κατά την άποψη του γράφοντα) ότι μπορεί μεν να χρησιμοποιούνταν σαν πιόνια, αλλά έβρισκαν ένα περιθώριο για να εκφράσουν τις απόψεις τους σε ένα ακροατήριο το οποίο δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν από τα Μέσα Ενημέρωσης της παραδοσιακής και της επαναστατικής Αριστεράς.
Τι γίνεται, όμως, όταν η κοινωνική ειρήνη δίνει τη θέση της στην ολομέτωπη ταξική σύγκρουση; Σε αυτή τη φάση ακόμη και η μικρότερη αμφισβήτηση της επίσημης γραμμής δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Στον πόλεμο δεν χρειάζεσαι άλλοθι. Χρειάζεσαι φαντάρους που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να θυσιάσουν τη ζωή τους και αξιωματικούς που έχουν κάθε λόγο να θυσιάσουν τη ζωή τους γιατί έχουν συνδέσει τη μοίρα τους με αυτή του αρχιστράτηγου. Στην περίπτωση των Μέσων Ενημέρωσης το ρόλο των «αξιωματικών» καταλάμβαναν οι διευθυντές αλλά και οι προβεβλημένοι τηλεπαρουσιαστές και ραδιοφωνικοί παραγωγοί.
Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι σχεδόν όλοι κρατούσαν μια ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ, είχαν απολέσει εδώ και καιρό τη δημοσιογραφική τους ιδιότητα. Ήταν απλώς στελέχη ή ακόμη και μέτοχοι γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων που καλούνταν να πουλήσουν δυο διαφορετικά είδη προϊόντων: στη λιανική αγορά πουλούσαν ειδήσεις και στη χονδρική πουλούσαν προστασία στο οικονομικό σύστημα. Τα Μέσα Ενημέρωσης δηλαδή κινούνταν σε δυο επίπεδα: ως καπιταλιστικές επιχειρήσεις μετέτρεπαν την πληροφορία σε εμπόρευμα την οποία προσπαθούσαν να πουλήσουν στους αναγνώστες, τους τηλεθεατές και τους ακροατές τους. Παράλληλα, όμως, λειτουργούσαν και σε ένα ανώτερο επίπεδο ως μηχανισμοί προπαγάνδας που παρενέβαιναν πυροσβεστικά απέναντι σε κάθε μικροεστία κοινωνικής αντίστασης. Ίσως κανένα περιστατικό δεν αποτυπώνει καλύτερο αυτό το διπλό ρόλο των ΜΜΕ όσο ο Δεκέμβρης του 2008. Τις πρώτες ημέρες λειτούργησαν με την ιδιότητα του πωλητή εικόνων, αγνοώντας την έκταση που θα λάμβανε η εξέγερση. Όταν, όμως, η κοινωνική έκρηξη άρχισε να λαμβάνει πολιτικά χαρακτηριστικά και να αμφισβητεί τη νομιμότητα του ίδιου του κράτους ανέλαβαν να λειτουργήσουν σαν διασώστες του συστήματος. Σε αυτή τη φάση δεν είχε σημασία εάν οι ειδήσεις τους ήταν αρεστές στο κοινό. Μοναδικός στόχος ήταν η προστασία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ στις οποίες ανήκαν και οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ.
Σήμερα βρίσκονται και πάλι στην ίδια θέση. Στηρίζουν το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την κυβέρνηση όχι γιατί αναμένουν κάποιο μελλοντικό αντάλλαγμα αλλά γιατί γνωρίζουν ότι μόνο οι συγκεκριμένα οργανισμοί μπορούν αν επιβάλλουν στους εργαζόμενους την σκληρότερη πολιτική λιτότητας.
Δεν είναι τα Μedia ο υπηρέτης της τρόικας αλλά η τρόικα υπηρέτης των ελληνικών και ξένων οικονομικών ελίτ που ελέγχουν και τα Μedia. Σε αυτό το σκηνικό του ολοκληρωτικού ταξικού πολέμου κάθε διαφορετική φωνή αντιμετωπίζεται σαν προδοσία και τιμωρείται παραδειγματικά. Τα περιθώρια ελιγμών εξαφανίζονται και… καθείς εφ’ ω ετάχθη.