Του Θεόδωρου Τσελεπή. Είναι δύσκολες οι μέρες. Δεν ξέρεις πώς να φυλαχθείς. Δεν ξέρεις πού να ακουμπήσεις. Κλείνεις τα αφτιά σου, τις περισσότερες φορές, γιατί γύρω σου ακούς μόνο άσχημες ειδήσεις.
Άνθρωποι απελπισμένοι πηδούν από τα μπαλκόνια. Κάποιοι καταρρέουν σαν τα κοτόπουλα από μια καρδιά που δεν άντεξε και τους πρόδωσε. Άλλοι φτάνουν σε αδιέξοδο, βλέποντας να απολύονται, να μετακινούνται, να καταργούνται οι θέσεις εργασίας τους.
Προσπαθείς να σκεφτείς κάτι χαρούμενο, μα δεν βρίσκεις. Παντού σκυμμένα κεφάλια κι απόγνωση. Σχέδια για το μέλλον δεν υπάρχουν. Απλά, να ζήσουμε και αύριο.
Νέα παιδιά φεύγουν από τη χώρα και αναθεματίζουν. Τουλάχιστον να εργαστούν κάπου. Οικογένειες χωρίζονται γιατί ο πατέρας φεύγει σε άλλη ήπειρο για ένα μεροκάματο. Όσοι δουλεύουν υπομένουν την εκμετάλλευση, τον εξευτελισμό ακόμα και την ωμή βία.
Άνθρωποι λιποθυμούν αφού εξαντλήθηκαν από αμέτρητες ώρες δουλειάς και μετά απολύονται. Η αϋπνία έχει βαρέσει κόκκινο. Και όταν καταφέρνεις να κοιμηθείς, εφιάλτες σε βασανίζουν που σε κάνουν να μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή που κοιμήθηκες. Χάπια ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά κυκλοφορούν ανάμεσά μας σαν καραμέλες. Φτηνό αλκοόλ γεμίζει τα βράδια αρκετών. Έτσι, για να ξεφύγουν λίγο. Μα οι εφιάλτες είναι πάλι εκεί και γίνονται χειρότεροι. Απλά έχουν γεύση βότκας.
Η τηλεόραση παίζει επαναλήψεις και κυβερνητικά διαγγέλματα. Στα πρωινάδικα κυβερνητικοί βουλευτές μάς υπενθυμίζουν πώς ήταν η χώρα πριν από ένα χρόνο και πώς σώθηκε χάρη στην κυβέρνηση. Οι Χασαπόπουλοι της ενημέρωσης εγκαλούν τους βουλευτές της Αριστεράς να ανακαλέσουν τις δηλώσεις περί χούντας και κατοχής.
Φασίστες οργανώνουν το πρωί συσσίτια μόνο για Έλληνες. Το βράδυ οργανώνουν επιθέσεις σε μετανάστες. Εγγόνια προσφύγων και παιδιά μεταναστών ζητούν να ξεβρομίσει ο τόπος. Μπουμπούκος που παριστάνει τον υπουργό κάνει «εφόδους» σε νοσοκομεία και παραπονιέται γιατί είναι ανεπιθύμητος. Αναρχικοί καταγγέλλουν τον Σακκά για τις μεθόδους του και την απεργία πείνας του και τον θεωρούν συμβιβασμένο και πολιτικάντη.
Δεν ξέρεις τι να πρωτοπιστέψεις. Πώς να το παλέψεις άραγε και να βγεις ζωντανός από όλη αυτή τη φρίκη; Ακόμα και να κλειστείς στο καβούκι σου έρχεται η θλίψη και σε συναντά. Ξεκλειδώνει το δωμάτιο και σε βρίσκει στο σκοτάδι. Σου δίνει μια και σε αποσυντονίζει εντελώς. Σε βγάζει νοκ-άουτ πριν προλάβεις να καταλάβεις από πού σου ήρθε.
Ανάβεις τσιγάρο και νιώθεις απόγνωση. Και ξαφνικά το βλέμμα σου πέφτει σε ένα ξεχασμένο βιβλίο που ξεφύλλιζες έφηβος. Είχες χρόνια να το ανοίξεις. Πού εποχές για ποίηση τώρα. Μα το τολμάς. Το ανοίγεις και διαβάζεις.
«Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου»
και παρακάτω:
«Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου»
Και παίρνεις κουράγιο. Αναπνέεις και πάλι. Είσαι ζωντανός για άλλη μια μέρα. Και ελπίζεις. Ελπίζεις πως θα βγεις ζωντανός μέσα από τα ερείπια της καταστροφής. Και να ξέρεις κάτι. Όσο υπάρχει ποίηση και έρωτας στη ζωή σου δεν θα γονατίσεις.