Είναι πια αρκετά γνωστό στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι οι χώρες του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ είναι στην πρωτοπορία του θεσμοποιημένου αντικομμουνισμού. Του Ερρίκου Φινάλη.

Από τις Βαλτικές «δημοκρατίες», όπου παρελαύνουν τα Waffen SS και διώκουν τους «προδότες κομμουνιστές», ως την Πολωνία ή την Τσεχία, όπου το σφυροδρέπανο και η στάμπα του Τσε σε μπλουζάκια εξισώνονται με την… παιδοφιλία, επιχειρείται να οικοδομηθεί και πάλι μια «νέα Ευρώπη». Μια Ευρώπη που βουλιάζει στην κρίση και, ακριβώς γι’ αυτό, επιδιώκεται να απαλλαγεί από τις επάρατες ιδέες του κομμουνισμού. Το πρώην ανατολικό μπλοκ αποτελεί το εργαστήρι για το γενικότερο «όραμα»: μια Ευρώπη συνολικά απαλλαγμένη από την Αριστερά. Αν μπορούσαν, θα επέβαλλαν το ανατολικοευρωπαϊκό μοντέλο σε όλη τη γηραιά ήπειρο. Πιθανότατα, με την ίδια επιτυχία του θρυλικού προπολεμικού χωροφύλακα της Τζιάς, που έβγαλε διαταγή με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων…
Στο άρθρο 11 του δεύτερου «μετακομμουνιστικού» Συντάγματος της Πολωνίας, που υιοθετήθηκε το 1997, κατοχυρώνεται η πλήρης ελευθερία ίδρυσης και λειτουργίας πολιτικών κομμάτων. Αλλά λίγο πιο κάτω, στο άρθρο 13, η ελευθερία αναιρείται: απαγορεύεται η ίδρυση και λειτουργία κομμάτων «που στα προγράμματά τους αναφέρονται οι ολοκληρωτικές μέθοδοι και πρακτικές του ναζισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού». Το άρθρο αυτό το υποστήριξαν τόσο οι δεξιοί, όσο και οι μεταλλαγμένοι πρώην «κομμουνιστές»… Στην πράξη, το Εκλογικό Δικαστήριο της Βαρσοβίας υιοθέτησε μια πιο ανεκτική ερμηνεία – έτσι, μια σειρά κομμουνιστικές οργανώσεις παρέμειναν νόμιμες, αφού δήλωσαν ότι «δεν αναφέρονται σε ολοκληρωτικές μεθόδους και πρακτικές».
Παρ’ όλα αυτά, καμιά οργάνωση δεν μπόρεσε να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου για τα πολιτικά κόμματα, που τροποποιήθηκε εκ νέου μετά την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1997. Με βάση τον νέο νόμο, τα πολιτικά κόμματα τέθηκαν υπό συνεχή δικαστικό έλεγχο όσον αφορά τη συνταγματικότητα των προγραμμάτων τους, αλλά και τη δημοσιοποίηση, σε τακτά διαστήματα, των μελών και υποστηρικτών τους! Έτσι, κάθε τροποποίηση καταστατικού ή προγράμματος, π.χ. από ένα Συνέδριο, υποβάλλεται προς έγκριση στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο δικαιούται ακόμη και να… απορρίπτει διαγραφές μελών που έχουν αποφασιστεί από κομματικά Συνέδρια! Επιπλέον, θεσμοθετήθηκε ότι μια σειρά πρόσωπα (από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ως τον επικεφαλής του Ελεγκτικού Συνεδρίου) σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να προσφύγουν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ζητώντας την απαγόρευση ενός κόμματος.
Αυτό συνέβη στο διάστημα 2003-2005, όταν οι διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ χρησιμοποιήθηκαν σαν πρόσχημα για να τεθεί εκτός νόμου το Κ.Κ. Πολωνίας – με αφορμή τα «εγκληματικά» συνθήματα της νεολαίας του. Τελικά το Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε τις υποθέσεις στο αρχείο, αφού οι κατήγοροι δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι ένα αντιαμερικάνικο πλακάτ συνιστά «προγραμματική αναφορά στις ολοκληρωτικές μεθόδους και πρακτικές του κομμουνισμού»! Και μετά… ήρθε στην εξουσία το ακροδεξιό κόμμα των αδελφών Καζίνσκι. Το κόμμα αυτό, κωμικοτραγικά επονομαζόμενο «Νόμος και Δικαιοσύνη», τροποποίησε το άρθρο 256 του Ποινικού Κώδικα, πλουτίζοντάς το με ακόμα πιο αυστηρές ρυθμίσεις ποινικοποίησης του κομμουνισμού.
Όμως, η τροποποίηση επιβλήθηκε με τόσο πρόχειρο τρόπο, και είχε τόσο διασταλτική ερμηνεία, που τελικά κρίθηκε αντισυνταγματική και οδήγησε σε κρίση την ακροδεξιά κυβέρνηση. Η κυβερνητική αλλαγή του 2007 πάγωσε την περαιτέρω ποινικοποίηση του κομμουνισμού, ώσπου, φέτος το καλοκαίρι, τροποποιήθηκε εκ νέου το άρθρο 256. Με βάση τη νέα τροποποίηση, «όποιος είναι φορέας φασιστικών, κομμουνιστικών ή άλλων ολοκληρωτικών συμβόλων, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης έως δύο ετών», τα δε σύμβολα «υπόκεινται σε κατάσχεση ακόμη και αν δεν ανήκουν στον παραβάτη»! Επίσης, με πρόσχημα την καταπολέμηση της… παιδοφιλίας, επιβλήθηκε αυστηρότερος έλεγχος στο διαδίκτυο και διευρύνθηκε το φακέλωμα των χρηστών.
Ο ακροδεξιός βουλευτής Στανισλάβ Πιέτα, που πρότεινε την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 256, ήταν αποκαλυπτικός για την άμεση επιδίωξή του: «Να ξεμπερδεύουμε με τα μπλουζάκια που έχουν στάμπα με τον Τσε ή με τον Λένιν. Είναι ντροπή να κυκλοφορείς στους δρόμους της Βαρσοβίας και να συναντάς νέους με τέτοια προκλητική ένδυση. Αυτό, με την τροποποίησή μου, θα απαγορευτεί»! Ίσως ακούγεται αστείο, μα δεν είναι: η ευρωπαϊκή «αντιολοκληρωτική δημοκρατία» δεν ανέχεται να βλέπει το πρόσωπο του Τσε (και πολύ περισσότερο του Λένιν) ούτε καν σε στάμπα.

* Το άρθρο βασίζεται σε κείμενο του Zbigniew Wiktor, ιδρυτικού στελέχους του Κ.Κ. Πολωνίας.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!