«Ενοχλούν» οι ιστορικοί τόποι τις διάφορες «επενδύσεις»

της Όλγας Σακαλή*

 

Η κατάθεση στη Βουλή του σχεδίου νόμου υπό τον τίτλο «Νέο Θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις» με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, που ουσιαστικά καταργούσε τη διαδικασία της προληπτικής αδειοδότησης επιχειρήσεων αγνοώντας την αρχαιολογική νομοθεσία, δεν ήταν παρά μια –ακόμη– προσπάθεια να παρακαμφθεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των μνημείων της χώρας (Ν. 3028/2002). Μετά τη δυναμική αντίδραση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) και τη μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε από τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, το σχέδιο νόμου ψηφίστηκε τελικά την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου, με ενσωματωμένες τροποποιήσεις-βελτιώσεις που εισηγήθηκε και διεκδίκησε η αρχαιολογική κοινότητα, διασφαλίζοντας προς το παρόν το πλαίσιο προστασίας των μνημείων. Μια κρίσιμη και σημαντική μάχη κερδήθηκε.

Παρά την ψήφιση επί τα βελτίω του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου, διατυπώθηκε η εύλογη απορία για ποιο λόγο να κατατίθεται σχέδιο νόμου με διατάξεις που αγνοούν εκ προοιμίου την αρχαιολογική νομοθεσία για να αλλάξουν τις αμέσως επόμενες μέρες. Ως απάντηση θα ήταν χρήσιμο να επισημανθεί η συνεχιζόμενη «νομοθετική καταιγίδα» απέναντι στους θεσμοθετημένους μηχανισμούς προστασίας των αρχαιοτήτων και τον κατεξοχήν φορέα προστασίας τους, την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ας θυμηθούμε μόνο ότι με μια σειρά νομοθετημάτων που στην πλειονότητά τους επαγγέλλονται τη «διαμόρφωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος» (Ν. 4014/2011, Ν. 4072/2012, Ν. 4146/2013, Ν. 4164/2013, Ν. 4179/2013) όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων άνοιξαν την κερκόπορτα της θεσμικής θωράκισης των μνημείων.

Με αλλεπάλληλες ανακοινώσεις του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων διαπιστώνει ότι «οι αρχαιότητες βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο ποικιλώνυμων θιασωτών των άνευ όρων επενδύσεων, οι οποίες τίθενται δήθεν σε κίνδυνο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το συνταγματικό καθήκον των λειτουργών της να τα προστατεύουν», όπως και ότι «οι αρχαιότητες δεν θεωρούνται τίποτε περισσότερο από ένα απλό “εμπόδιο” στην εκποίηση και τσιμεντοποίηση δημόσιων εκτάσεων, ακόμη και όταν τόσο οι νόμοι όσο και το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας το απαγορεύουν ρητά». Για του λόγου το αληθές αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις περιπτώσεις της αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου της Αφάντου Ρόδου, της εκποίησης της μαρίνας Πύλου με τον ιστορικό οικισμό μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, της πρότασης οριοθέτησης αρχαιολογικού χώρου σε τμήμα της έκτασης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, του Αστέρα Βουλιαγμένης με τον ναό του Απόλλωνα, της δημιουργίας ενός τεράστιου Mall στον περιβάλλοντα χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος, των βυζαντινών αρχαιοτήτων στο μετρό Θεσσαλονίκης ή ακόμη και του αρχαιολογικού χώρου στις Σκουριές στη Χαλκιδική.

Παντού τα μνημεία, οι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι και οι ιστορικοί τόποι φαίνεται να «ενοχλούν» και να «εμποδίζουν» τη διαδικασία μιας άνευ όρων ανάπτυξης υπό το πρόσχημα της δημοσιονομικής κρίσης. Οι υποστηρικτές αυτού του είδους ανάπτυξης, που θεωρούν περιττή πολυτέλεια την προστασία των αρχαιοτήτων και του περιβάλλοντός τους και την απόλαυσή τους από όλους τους πολίτες χωρίς αποκλεισμούς, διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους πως η «Αρχαιολογία» εμποδίζει την με fast track διαδικασίες ανάπτυξη με την επιμονή της στο γράμμα και το πνεύμα του αρχαιολογικού νόμου και τη γραφειοκρατία που τη συνοδεύει. Είναι αυτή η δήθεν «γραφειοκρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία» με τις τεράστιες ελλείψεις σε μέσα και προσωπικό, εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών, που έχει διασώσει ολόκληρες περιοχές της χώρας από την άναρχη τσιμεντοποίηση, που εκτελεί εκατοντάδες αρχαιολογικά έργα τονώνοντας τις τοπικές οικονομίες ενώ παράλληλα επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει το κοινό με πολύμορφες εκδηλώσεις επικοινωνίας και εξωστρέφειας. Ας ξεμπερδεύουμε λοιπόν και μ’ αυτήν…

 

*Η Όλγα Σακαλή είναι πρόεδρος Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!