30% η μείωση της κίνησης τα Χριστούγεννα, απογοήτευση στις Δυτικές Συνοικίες. Του Λευτέρη Αρβανίτη
Στο «κόκκινο» βρίσκεται η αγορά της Θεσσαλονίκης, όπως αποδεικνύουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία που έδωσαν οι έμποροι στη δημοσιότητα μετά τις γιορτές και ενόψει της έναρξης της περιόδου των εκπτώσεων.
Aπώλειες της τάξης του 30% κατά μέσο όρο κατέγραψε η αγορά της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, βάσει σχετικής έρευνας που διεξήγαγε ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, σε δείγμα 200 εμπορικών επιχειρήσεων της πόλης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι το 75% του συνόλου των ερωτηθέντων δηλώνει απογοητευμένο, ενώ, μόνον το 25% δηλώνει ικανοποιημένο από τον τζίρο που έκανε κατά την περίοδο των εορτών, είτε γιατί παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, είτε γιατί είδε μια μικρή αύξηση στον τζίρο του.
Επί του συνόλου των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, το 78% είχε μείωση του τζίρου του, σε σχέση με πέρυσι, το 17% κυμάνθηκε στα ίδια περυσινά επίπεδα και μόνον το 4% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα είδαν αύξηση στον τζίρο τους.
Βάσει των στοιχείων της έρευνας, όπως προκύπτει από την ειδικότερη ανάλυση και σε σχέση με πέρυσι:
Στην περιοχή της Εγνατίας-Ιων.Δραγούμη και Βενιζέλου το 82% των ερωτηθέντων είδε μείωση του τζίρου του, στην περιοχή της Τσιμισκή-Αγ.Σοφίας-Μητροπόλεως-Προξ.Κορομηλά το 60% έχει πτώση στο τζίρο του και στην περιοχή της Ερμού-Βασ.Ηρακλείου-Δημ.Γούναρη, το 85% των ερωτηθέντων δηλώνει αρνητική μεταβολή του τζίρου του.
Τραγική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν επιχειρήσεις εκτός ιστορικού κέντρου και κυρίως στη Δυτική Θεσσαλονίκη, όπου ποσοστό 93% επί των ερωτηθέντων δηλώνει ότι υπήρξε αρνητική μεταβολή του τζίρου τους, σε σχέση με πέρυσι. Στην Ανατολική Θεσσαλονίκη το 70% των ερωτηθέντων δηλώνει αρνητική μεταβολή του τζίρου τους σε σχέση με πέρυσι.
Κοινή διαπίστωση είναι ότι την περίοδο από 17 Δεκεμβρίου έως την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα κινήθηκαν περισσότερο (64%), ενώ το 10% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι ούτε την περίοδο των Χριστουγέννων, ούτε την περίοδο της Πρωτοχρονιάς κινήθηκαν ιδιαίτερα.
Με το βλέμμα στις εκπτώσεις…
Πλέον έμποροι και καταστηματάρχες της πόλης έχουν στρέψει το βλέμμα τους στις εκπτώσεις του τέλους του Ιανουαρίου. Ενώ, όπως δηλώνουν, οι εκπτώσεις έχουν ξεκινήσει ήδη, επί της ουσίας δεν παρατηρείται καμία αύξηση του τζίρου, ενώ το 40% των καταστημάτων βρίσκεται υπό την απειλή του λουκέτου. Μάλιστα οι έμποροι του κέντρου της πόλης κάνουν λόγο για μια διαδικασία «εκπτώσεων για να μπει λουκέτο». Έμποροι δηλαδή επιδιώκουν να ξεπουλήσουν το εμπόρευμα τους, προκειμένου να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους στα ταμεία και να καταφέρουν να κλείσουν τα καταστήματά τους. Έτσι, μέλη του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης αναφέρουν τα στοιχεία και τονίζουν ότι το επόμενο 10ήμερο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, ώστε να σώσουν οι έμποροι μια χαμένη χρονιά.
Εκτός επιδοτήσεων οι έμποροι
Σαν να μην έφταναν αυτά, η κυβέρνηση αποκλείει εστιατόρια και καταστήματα από τις ενισχύσεις που θα δοθούν το επόμενο διάστημα.
Χθες, την έντονη διαμαρτυρία του για τη φερόμενη απόφαση της κυβέρνησης να εξαιρέσει από τα κοινοτικά προγράμματα ενίσχυσης των ΜΜΕ τις επιχειρήσεις εστίασης και λιανικού εμπορίου εξέφρασε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.
Σε σχετική επιστολή που απέστειλε προς τον υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Κωστή Χατζηδάκη, ο πρόεδρος του ΕΕΘ, Μιχάλης Ζορπίδης, επισημαίνει ότι αν τελικά επιβεβαιωθεί από τις ανακοινώσεις των επομένων ημερών ότι λιανικό εμπόριο και εστίαση δεν συμπεριλαμβάνονται στους επιλέξιμους κλάδους, τότε η ευκαιρία να κρατηθούν ζωντανές οι επιχειρήσεις τους που πλήττονται από την ύφεση και την έλλειψη ρευστότητας θα έχει χαθεί. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΜΜΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και οι δύο συγκεκριμένοι κλάδοι συμβάλλουν τόσο στην προώθηση των εγχώριων προϊόντων στην εσωτερική αγορά και τον τουρισμό», σημειώνει στην ανακοίνωσή του ο πρόεδρος του ΕΕΘ, ο οποίος ταυτόχρονα υπογραμμίζει την πεποίθησή του ότι «στο αναμενόμενο πρόγραμμα πρέπει να συμπεριληφθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι ΚΑΔ από όλους τους κλάδους της οικονομίας».