Στο καφενεδάκι του Θοδωρή, στο έβγα της Βεΐκου, στο Κουκάκι, μαζεύονται κάθε Σάββατο μεσημέρι διάφοροι φίλοι, οι περισσότεροι Καλλιθιώτες, που κουβεντιάζουν πολιτικά, με την Αριστερά στο επίκεντρο των συζητήσεων.
Ταξιτζήδες, οικοδόμοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι, ενεργοί πολίτες που παρακολουθούν την πολιτική ζωή, συμμετέχουν με διάφορους τρόπους, και έχουν άποψη, όπως όλοι οι Έλληνες, επί παντός. Μερικές φορές οι αντιπαραθέσεις ανεβάζουν τους τόνους, συχνά-πυκνά γίνονται αναφορές σε γεγονότα ιστορικά, μπαίνουν και ζητήματα ιδεολογικά, κι όλα αυτά με πειράγματα και ανέκδοτα, με παρενθέσεις για το ποδόσφαιρο και το σεξ, και με τη συνοδεία μερικών καλών μεζέδων που σερβίρει η Γεωργία, μπίρας, τσίπουρου και κρασιού, ανάλογα με τα γούστα καθενός.
Ωραία, ζωηρή ατμόσφαιρα, που στις καλύτερες στιγμές των διαλόγων, μπορεί να ακούσει κανείς ενδιαφέρουσες απόψεις, που έχουν πάντα κάποιο αντίλογο, γεγονός που τις φιλτράρει και τις ξεσκαρτάρει. Μια ομήγυρη που είναι αρκετά αντιπροσωπευτική του απλού κόσμου της Αριστεράς, χωρίς μεγαλοστελέχη, χωρίς καθοδηγητές, χωρίς κομματική γραμμή. Άνθρωποι της εργασίας, που πρόσκεινται πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στο ΠΑΣΟΚ, κάποιοι ανένταχτοι, και μερικές φορές κάποιοι περαστικοί, παρατηρητές. Μια σύναξη μέσα από την οποία μεταφέρεται όλη η ανησυχία και ο προβληματισμός που υπάρχει στην κοινωνία και όχι μόνο ανάμεσα στους αριστερούς.
Μετάνιωσα προχτές που δεν έβαλα το κασετοφωνάκι να γράφει. Κώστας, Θεόκλητος, Ρούλα, Νίκος, Παναγιώτης, Δημήτρης, Θωμάς, Γρηγόρης, Παύλος, Μήτσος… συνολικά καμιά δεκαπενταριά άτομα συμμετείχαν στην παρέα στις δυόμιση ώρες που τα λέγαμε. Μετάνιωσα, γιατί μέσα από τις τοποθετήσεις, τις ατάκες, τις κόντρες και τα σχόλια από γύρω-γύρω, έβγαινε ένα ζουμί. Έβγαινε μια αγωνία και μια ένταση, μια αβεβαιότητα, μια προσδοκία και μια απογοήτευση. Όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και όλοι περιμένουν, μάλλον απαιτούν, από την Αριστερά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, με μεγαλύτερη την ευθύνη να πέφτει στις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι απ’ αυτούς που δεν είναι ή δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ. Στην προχτεσινή κουβέντα, προσπάθησα να υπογραμμίσω ότι συχνά στις συζητήσεις μας δεν έχουμε ένα κοινό κώδικα. Ο καθένας ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο τα ίδια πράγματα. Οπότε, στη συνέχεια, η συνεννόηση είναι δύσκολη, εάν δεν χρησιμοποιούμε την ίδια γλώσσα. Και γι’ αυτό, βέβαια, δεν φταίει ο καθένας ξεχωριστά. Κάποτε που όλοι ήταν στο ίδιο κόμμα, η συμφωνία και η συνεννόηση ήταν πιο εύκολη.
Σήμερα, εάν εξαιρέσεις τη μειοψηφία στο ΚΚΕ, όλοι οι αριστεροί, και οι παραέξω, έχουν απόψεις που είναι προσωπικές, ακόμα και οι οργανωμένοι στα κόμματα δεν έχουν ενιαίες απόψεις. Αυτό δυσκολεύει μεν την αποκρυστάλλωση των απόψεων και την επίτευξη κάποιας συμφωνίας, αλλά δίνει πολλά ερεθίσματα γιατί θίγει τα ζητήματα από πολλές διαφορετικές σκοπιές.
Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι τον κρίνουν σαν να είναι ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα, άλλοι σαν μια νέα εκδοχή του ΠΑΣΟΚ και άλλοι σαν ένα μετωπικό σχήμα που χωράει τους πάντες. Για να αναφέρω τρεις μόνο από τις πιο συνηθισμένες προσεγγίσεις. Οπότε οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ κρίνονται μέσα από πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πρίσματα. Και γι’ αυτό δεν μπορείς να αποπάρεις κανέναν, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι σχετικά νέο και υπό διαμόρφωση, που βρέθηκε ξαφνικά και αναπάντεχα στο προσκήνιο.
Με αυτό κατά νου, θεωρώ ότι ο προβληματισμός στο καφενείο του Θόδωρου και της Γεωργίας στο Κουκάκι, είναι πολύ εποικοδομητικός, ακόμα κι όταν φτάνει στα άκρα. Θα ήταν δε ακόμα πιο εποικοδομητικός εάν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας και συμμετοχής στις παρέες που συχνάζουν σε σπίτια και καφενεία, και ένιωθαν την αγωνία του κόσμου, εμπέδωναν τα αιτήματα και τις ανάγκες του και υιοθετούσαν κάποιες από τις προτάσεις που διατυπώνονται μεταξύ ομελέτας και οίνου, ανεπίσημα και οφ δι ρέκορντ.
Στ.Ελλ.