Σε πλήρη εξέλιξη η επιχείρηση πολιτικής, και όχι μόνο οικονομικής, ασφυξίας
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Από τις στήλες του Δρόμου της Αριστεράς έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι η ασφυξία περνά από το στενά οικονομικό στο πολιτικό πεδίο. Αυτός ήταν και ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας στις 2 Μαΐου, ενώ στο κεντρικό άρθρο, μεταξύ άλλων, υπογραμμιζόταν ότι «ασκούνται μεγάλες πολιτικές πιέσεις και οι επιλογές που θα γίνουν (π.χ. συμφωνία-πλαίσιο που θα αποτελεί συνέχεια ή θα είναι ένα τρίτο μνημόνιο τον Ιούνη) θα προκαλέσουν πολιτική αναταραχή και χρειάζονται χειρισμοί, μεθοδεύσεις ή ακόμα και προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες».
Οι εξελίξεις που παρακολουθούμε δείχνουν ότι πράγματι το μακρόσυρτο σίριαλ της διαπραγμάτευσης δεν αφήνει ανεπηρέαστο το πολιτικό σκηνικό. Αντίθετα, έχουμε ήδη εισέλθει σε περίοδο έντονων πολιτικών εξελίξεων, γεγονός που αποκρύπτεται επιμελώς με την προσοχή να στρέφεται αποκλειστικά στο μείγμα των οικονομικών συνταγών και προτάσεων. Στο τραπέζι υπάρχουν παραλλαγές και συνδυασμοί εκλογικών διαδικασιών, αλλαγών στην κυβερνητική σύνθεση, πρωτοβουλιών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συνεργατικών και οικουμενικών σχημάτων. Το τι θα συμβεί δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Διαφαίνονται, όμως, βασικές τάσεις που τροφοδοτεί η σύγκλιση των προτάσεων δανειστών και κυβέρνησης. Σύγκλιση που καθένας διαπιστώνει αλλά και ομολογείται ανοιχτά πλέον από τους κυβερνητικούς παράγοντες, ακόμα κι αν η οριστική συμφωνία δυναμιτίζεται κάθε τόσο από τους «σκληρούς» του ΔΝΤ ή του Βερολίνου.
Προς το παρόν, όλοι οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης βρίσκονται στην Ευρώπη, κάνοντας επαφές «για να βοηθήσουν τη χώρα». Στην πραγματικότητα, βέβαια, αναζητούν οδηγίες και στηρίγματα για την επόμενη μέρα και τον δικό τους ρόλο σε αυτήν. Ο Α. Σαμαράς δηλώνει ότι «αν απολεσθεί η δεδηλωμένη, το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι ο κ. Τσίπρας, με όσους δικούς του συμφωνούν, να προχωρήσει σε μια συμφωνία με την Ευρώπη, με τη βοήθεια τη δική μας. Κι έτσι να υπάρξει μια κυβέρνηση που θα τα προχωρήσει όλα αυτά. Σε μια τέτοια μεταβατική κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης ούτε εγώ θα συμμετάσχω ούτε ο κ. Τσίπρας θα θέλει να συμμετάσχει». Ο Στ. Θεοδωράκης, από τη μεριά του, απαντά ότι οι προτάσεις Σαμαρά εμφορούνται από «εκδικητικό πνεύμα», ενώ ο ίδιος θα έβλεπε μια κυβέρνηση υπό τον Τσίπρα αλλά με στροφή στο ρεαλισμό και φυσικά ξεκαθάρισμα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και νέους κυβερνητικούς συμμάχους.
Οι δηλώσεις των δύο αρχηγών δίνουν ένα περίγραμμα βασικών εναλλακτικών που προετοιμάζονται με την αγαστή συνεργασία των μεγάλων πολιτικών οικογενειών της Ευρώπης. Οικουμενικές λύσεις και κυβερνήσεις συνεργασίας, τεχνοκρατών ή τραπεζιτών θα ήταν μια ιδανική εξέλιξη για όσους θέλουν «γνώριμα πρόσωπα» στο τιμόνι του πειραματόζωου-Ελλάδα. Ή και μια γενναία στροφή προς την Κεντροαριστερά με πλήρη υποστολή του ριζοσπαστισμού και υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η επιμονή ευρωκρατών και ΔΝΤ σε ακόμα πιο επώδυνες λύσεις, η απόρριψη ακόμα και των προτάσεων μνημονιακών προδιαγραφών που υπέβαλε ήδη η ελληνική πλευρά (και μάλιστα με υπογραφή του πρωθυπουργού και όχι του υπουργού Οικονομικών, κατ’ απαίτηση των «θεσμών») δεν μπορεί να εξηγηθεί με οικονομικούς όρους. Αντίθετα, αποτελεί ευθεία ώθηση για πολιτικές εξελίξεις που να καθιστούν σαφή τη συστημική παλινόρθωση στο εσωτερικό της χώρας. Δημοσιογραφικές πηγές μεταφέρουν, για παράδειγμα, δηλώσεις Σόιμπλε σε συνεργάτες του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να οδηγηθεί όχι μόνο σε άτακτη υποχώρηση αλλά και σε συνεργασία με τα μνημονιακά κόμματα και όσους μέχρι τώρα κατήγγειλε ως φερέφωνα των δανειστών.
Την ίδια στιγμή, η προσχώρηση του κυβερνητικού επιτελείου σε προτάσεις πολύ κοντά σε αυτές της «πρώην τρόικας» επιταχύνουν μία ακόμα διαδικασία: Ανατινάζουν το διαχωρισμό μνημονιακών και αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων και υπονομεύουν ό,τι μπορούσε ώς τώρα να καταγραφεί ως αντιμνημονιακή κοινωνική και πολιτική συμμαχία. Με σοβαρές συνέπειες για την πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος και προοπτική για την ελληνική κοινωνία και για τον ριζοσπαστισμό που εκδηλώθηκε τα πέντε τελευταία χρόνια. Δεν είναι, όμως, μόνο όσα συμβαίνουν στο επίπεδο της «διαπραγμάτευσης», αλλά και η έλλειψη αντιπαράθεσης με το εγχώριο πολιτικό και διαπλεκόμενο σύστημα στο εσωτερικό που ακυρώνει τα ριζοσπαστικά αιτήματα.
Ταυτόχρονα, σε κοινωνικό επίπεδο, οι κυβερνητικές προτάσεις έχουν ακόμα μία σοβαρή συνέπεια. Τα ευρύτατα μεσαία στρώματα που μετακινήθηκαν από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις προς την Αριστερά εξαιτίας της κοινωνικής καταστροφής, έρχονται και πάλι αντιμέτωπα με μνημονιακές πολιτικές, όπως και αν αυτές βαφτίζονται. Είναι γεγονός ότι η φθορά των πολιτικών δυνάμεων που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια είναι τέτοια που δυσκολεύει τον «επαναπατρισμό» των πολιτών σε αυτά. Θα επιχειρηθεί όμως να υπάρξουν πρωτοβουλίες και εφεδρείες, «νέοι» σχηματισμοί και πρόσωπα ή και επανεμφάνιση δοκιμασμένων λύσεων στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Η ρητορική ενάντια στην υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα και των επιχειρήσεων θα επανέλθει. Το μπαράζ «φιλοευρωπαϊκών» συγκεντρώσεων προϊδεάζει για καινούριους «διχασμούς» και στρατόπεδα. Τέλος, οι σοβαρότατες γεωπολιτικές διαστάσεις, πιέσεις και απειλές είναι ακόμα μια σημαντική παράμετρος που δεν λαμβάνεται υπόψη, ενώ κυριαρχούν άστοχες κινήσεις, επικίνδυνοι πειραματισμοί και έλλειψη ιεραρχήσεων.
Συμφωνία, πρόκληση γεγονότων «τύπου Κύπρου», εκλογές χωρίς συμφωνία, συμφωνία και εκλογές, άλλες λύσεις από την ίδια Βουλή, οικουμενικά και κεντροαριστερά σχήματα… Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο δεν είναι ένα και μοναδικό. Έτσι κι αλλιώς, μπαίνουμε σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο που θα είναι πιο περίπλοκη από τα σενάρια στο χαρτί. Η απόδραση από την παγίδα που έχει στηθεί σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο παραμένει το ζητούμενο, αλλά και απαιτεί ένα αντίστοιχο πολιτικό «σχέδιο» που μέχρι σήμερα δεν δοκιμάστηκε.