Πριν από τέσσερα χρόνια έγραφα: «Είμαι σίγουρος πως αν ζούσε ο Αντρέ Μπρετόν κι είχε πέσει στα χέρια του το Φαμιλιάλ θα περιελάμβανε σίγουρα κάποια από τις ιστορίες της Στέργιας Κάββαλου στην Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ…»
Η Στέργια πάντως έχει πάντα την ικανότητα να μας επιφυλάσσει ευχάριστες αναγνωστικές εκπλήξεις, είτε πρόκειται για βιβλία ενηλίκων, είτε για παιδικά. Όπως συμβαίνει και με τη συλλογή διηγημάτων Κάτι κλαίει ακόμα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Πριν από το βιβλίο για το οποίο συζητάμε σήμερα μας είχε χαρίσει τον Κωστή και τις χαμένες του λέξεις που πραγματικά απόλαυσα.
Η Στέργια με τα γραπτά της βοηθά να μη χάνονται οι λέξεις. Με ξεχωριστό ταλέντο, χειρίζεται με μαεστρία τη γλώσσα, με ό,τι κι αν καταπιάνεται.
Ομολογώ πάντως ότι το κείμενο που με άγγιξε περισσότερο είναι και το πρώτο στο βιβλίο κι έχει να κάνει με τον παππού. Granpa το ονομάζει – ίσως θέλοντας να πάρει μια χιουμοριστική απόσταση από το θέμα της. Όμως η τρυφερότητα ξεχειλίζει:
«Μα εγώ τον αγαπάω από χτες. Τον αγαπάω και σήμερα. Και αυτός δεν το ξέρει από το ίδιο μου το στόμα. Από το στόμα που στις κρίσιμες ώρες παραλείπει τα σημαντικά ως ευκόλως εννοούμενα…».
Σταμάτησα και υπογράμμισα αυτήν όπως και άλλες προτάσεις του διηγήματος…
Και ναι Στέργια, «η καλοσύνη ενός ανθρώπου ξεκινά από την τρυφερότητα που δείχνει στα μικρά πλάσματα»
Και πράγματι: «Δεν υπάρχει παρελθόν, ούτε μέλλον. Δεν υπάρχουν πάνω και κάτω κόσμοι. Υπάρχουν αιωνιότητες που μέσα τους συναντιόνται όσοι αγαπήθηκαν».
Και σκέφτομαι κι εγώ ότι «ο δικός του παράδεισος είναι γεμάτος με ανθρώπους με μεγάλη καρδιά, μικρό στόμα, κοντά χέρια και περήφανο κεφάλι»…
Με τις σημειώσεις μου στο χέρι έχω τη χαρά να συζητήσω μαζί της…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Κινείσαι από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο. Νιώθεις κάτι να σου ταιριάζει περισσότερο;
Για μένα είναι όλα ένα. Ξεκίνησα με διήγημα και παιδικό, πέρασα από θεατρικό και ποίηση και δειλά από το μυθιστόρημα. Νιώθω άνετα στη μικρή φόρμα. Ίσως επειδή στην αληθινή ζωή δεν καταφέρνω να απαλλαγώ από το περιττό να το προσπαθώ στη συγγραφή. Επίσης θέλω πολύ να συνεχίσω να γράφω βιβλία για παιδιά. Νιώθω μεγάλη χαρά όταν συμβαίνει, ακόμα μεγαλύτερη όταν τα συναντώ από κοντά. Το παράδοξο είναι ότι ως αναγνώστης διαβάζω κυρίως μυθιστορήματα και θεατρικά έργα.
Θα πειραματιζόσουν με ένα μεγάλο μυθιστόρημα;
Η αυθόρμητη απάντηση είναι ναι. Όμως το πείραμα εκτός από διάθεση για εξερεύνηση, θέλει πειθαρχία. Δεν ξέρω αν την έχω στη συγκεκριμένη φάση. Επίσης θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω την απέχθειά μου για τις περιγραφές, να με μαλώνω κάθε φορά που θέλω να βάλω τελεία και να με πείσω πως μερικά επίθετα παραπάνω δε θα φέρουν την καταστροφή.
Έντονο είναι και το στοιχείο του μαύρου χιούμορ σου στα πράγματα. Το θεωρείς κάτι που σε χαρακτηρίζει;
Τα πράγματα είναι από γεννησιμιού τους θλιβερά. Είμαστε από κούνιας τραγικοί. Υποθέτω το όποιο μαύρο χιούμορ που εισχωρεί στα βιβλία μου ακόμα και στα παιδικά, είναι η μικρή μου αντίσταση σε αυτό το νομοτελειακό δεδομένο που είναι για γέλια και για κλάματα μαζί. Δεν ξέρω αν με χαρακτηρίζει, πάντως στον προφορικό λόγο με ενδιαφέρει πολύ και το επιδιώκω να κάνω τον συνομιλητή μου, τους μαθητές στα σχολεία που επισκέπτομαι, τους ενήλικες που έρχονται στις παρουσιάσεις να γελάσουν. Θέλω να μπορώ να εκτιμώ το κωμικό ή το κωμικά αντιφατικό.
Η μητρότητα αλλάζει την οπτική σου στα πράγματα. Το διακρίνω σε κάποια κείμενά σου…
Πλέον έχω μια κόρη 28 μηνών που όταν τη λούζω τα μαλλιά της φτάνουν μέχρι τη μέση, που θέλει να πηγαίνει παντού με τα πόδια, που έχει εφτά πλαστικά μωρά να φροντίζει –τα οποία τις περισσότερες φορές έχουν πυρετό οπότε δεν τα αφήνει στιγμή–, που τρώει το frozen yogurt μου, θυμάται το κείμενο από τα παραμύθια και μου λέει ξαφνικά σ’ αγαπώ. Κι όμως, την κοιτάζω και δεν πιστεύω ακόμα ότι έχει όντως γεννηθεί, ότι είναι ένα μικρό ανθρωπάκι με τον δικό του χαρακτήρα και τη δική του χάρη. Είναι τόσο απίστευτο που κάθε μέρα τσιμπιέμαι.
Πλέον η πρώτη μου ιδιότητα είναι αυτή της μαμάς. Αν με ρωτήσει κάποιος δηλαδή τι κάνω κ.λπ., θα πω πρώτα πως έχω μια κόρη, θα του εξιστορήσω τα κατορθώματά της και μετά θα μιλήσω για τις άλλες μου πτυχές. Δεν ξέρω πόσο μετρήσιμη είναι η αλλαγή της οπτικής. Σίγουρα γεννήθηκε ένα ποιητικό βιβλίο, ο «Δρόμος από γάλα», που έχει να κάνει και με τη μητρότητα το οποίο συνδέεται άμεσα με την κόρη –δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αλλιώς– και στο «Κάτι κλαίει ακόμα» υπάρχουν κάποιες ιστορίες για τη μάνα και τη σχέση της με το βρέφος, την αγωνία της για τη ζωή του, την επιβίωσή του αφού, ας μην ξεχνάμε, κρατάς αγκαλιά μια βόμβα που έχεις την ευθύνη να την κρατήσεις ενεργή. Αν όμως εννοείς ότι υπάρχει μια παραπάνω γλύκα και μια απαλότητα στα νέα μου κείμενα, θα το δεχτώ με χαρά. Πάντως σίγουρα θέλω να γράψω περισσότερα βιβλία για πολύ μικρά παιδιά.
Ποιο είναι το δικό σου αγαπημένο διήγημα της συλλογής και γιατί;
Όλο το βιβλίο είναι μια διαδρομή. Σε όλες τις ιστορίες κάτι χάνεις, κάτι καταλαβαίνεις καλύτερα, κάτι επιλέγεις να θυμάσαι, κάποιον ξεγελάς, κάποιον δεν αγαπάς πια, για κάποιον νιώθεις ευγνωμοσύνη. Κάτι σε βασανίζει ακόμα. Το πρώτο της συλλογής, το «Γκράνπα» μιλά για τις τελευταίες ώρες του παππού μου, πάντα θα με συγκινεί. Όπως και τα «Διόδια». Σκέφτομαι τον θάνατο σχεδόν εμμονικά κι αυτό αποτυπώνεται σε όσα γράφω. Χαίρομαι που κατάφερα να γράψω το «Unhappy end» που είναι και το τελευταίο. Η ηρωίδα πέφτει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από φιλικό πρόσωπο. Χρειάστηκα λίγο παραπάνω κουράγιο για να το ολοκληρώσω.
Πώς βλέπεις τα πράγματα στη χώρα; Όσοι γράφουν μπορούν να παίξουν κάποιον ρόλο και ποιον;
Η χώρα είναι μια χώρα που μοιάζει να μην έχει ψηλά την έννοια του σεβασμού προς τον κόσμο της, προς την ίδια της τη λειτουργική ζωή. Είναι λίγο σαν να τη βγάζουμε οι περισσότεροι από τύχη. Η συγκυρία είναι η χείριστη αλλά πάνε πια εννιά-δέκα χρόνια και έχει γίνει η αδικία, η φτωχοποίηση, η έλλειψη προοπτικής, καθεστώς. Και αυτό μόνο κούραση και κατάθλιψη μπορεί να φέρει. Υπάρχει μεγάλη αγκύλωση. Κοιτάς γύρω σου τους πρόσφυγες, τα πρεζάκια που ζουν τη φάση τους όχι μόνο όταν η πόλη κοιμάται, τους άστεγους να στολίζουν χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα κομμένα ρεύματα, τους βασικούς μισθούς, τους αυτόχειρες και κάθεσαι εσύ στον υπολογιστή σου και γράφεις τις ιστορίες σου σε μια προσπάθεια να δείξεις στον εαυτό σου και σε λίγους ακόμα τι πραγματικά αφουγκράζεσαι από όλα αυτά, τι κρυμμένο αισθάνεσαι ότι ανακαλύπτεις, τι ματιά έχεις. Είναι αρκετά δονκιχωτικό αλλά αν προσφέρει κάποια παρηγοριά, μια απόλαυση, και κυρίως μια αίσθηση συνενοχής ότι δεν είμαστε τόσο φρικτά μόνοι, είναι και αυτό κάτι.