Τι γυρεύουν Έλληνες διπλωμάτες και ακαδημαϊκοί σε μια συνάντηση με τον ηγέτη του ψευδοκράτους Ερσίν Τατάρ, μπροστά μάλιστα στα σύμβολα και τις σημαίες του κατοχικού καθεστώτος; Ποιος τους εξουσιοδότησε να χειρίζονται και να επηρεάζουν θέματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής της χώρας; Ποιες οι συνέπειες και τα τετελεσμένα που δημιουργούν κινήσεις έμμεσης αναγνώρισης του ψευδοκράτους όπως αυτή;
Μιλάμε προφανώς για τη συνάντηση που είχαν εκπρόσωποι του λεγόμενου Ελληνοτουρκικού Φόρουμ (που ίδρυσαν το μακρινό 1997 ο γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Χρήστος Ροζάκης και ο Ναύαρχος Güven Erkaya με στόχο την προώθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου) με τον Ερσίν Τατάρ, στο λεγόμενο προεδρικό μέγαρο των κατεχόμενων. Στη συνάντηση μεταξύ άλλων συμμετείχαν ο Ιωάννης Γρηγοριάδης του ΕΛΙΑΜΕΠ (επικεφαλής του προγράμματος Τουρκίας του ιδρύματος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Μπίλκεντ της Άγκυρας), η Πωλίνα Λάμψα από το ΠΑΣΟΚ (παλιά συνεργάτιδα του Γιώργου Παπανδρέου), ο πρέσβης ε.τ. Ηλίας Κλης και άλλοι εκπρόσωποι του διακομματικού και ενιαίου κόμματος του κατευνασμού και της υποταγής στον επεκτατισμό της Άγκυρας.
Τα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κύπρου θεωρούνται, έστω και τυπικά, παρανόμως κατεχόμενα από τον ΟΗΕ, και από όλα τα κράτη του κόσμου πλην της Τουρκίας. Κάθε έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους, ειδικά από θεσμούς και πρόσωπα συνδεδεμένα με το Ελληνικό Κράτος ή την Κυπριακή Δημοκρατία, συνιστά αποδυνάμωση της εθνικής θέσης καταγγελίας της κατοχής, και εργαλείο κανονικοποίησης αυτής στα χέρια της Τουρκίας. Έχει διπλό βάρος η συμμετοχή ανθρώπων που μπορεί σήμερα να δηλώνουν ότι βρίσκονται εκεί με την ακαδημαϊκή τους ιδιότητα, όμως χθες ή και αύριο μπορεί να βρεθούν σε κυβερνητικές ή άλλες θεσμικές θέσεις, καθώς –όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία– το ΕΛΙΑΜΕΠ έχει εξελιχθεί σε έναν σχεδόν ημικρατικό και ημιεπίσημο θεσμό για την ελληνική εξωτερική πολιτική (από την περίοδο Σημίτη στην περίοδο της Ντόρας Μπακογιάννη, και από την περίοδο ΓΑΠ και Τσίπρα στην περίοδο Μητσοτάκη και του αμετακίνητου Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας κ. Ντόκου).
Έχουμε εδώ και καιρό μπει σε μια επικίνδυνη φάση για τις σχέσεις του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο με την Τουρκία. Διάφορα σχέδια και σενάρια, «διευθέτησης» των διακρατικών διαφορών με νομιμοποίηση των τετελεσμένων του τουρκικού επεκτατισμού και αναγνώριση σημαντικού μέρους των παράνομων και παράλογων αιτιάσεων του (τέτοιων που να συνιστούν εκχώρηση σημαντικών κυριαρχικών δικαιωμάτων), βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο εφαρμογής, με κέντρα (καθοδηγούμενα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού) να δουλεύουν συστηματικά για την εμπέδωση και επιτάχυνσή τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι μια τέτοια συνάντηση «κανονικοποίησης» της κατοχής και του ψευδοκράτους λαμβάνει χώρα σε μια στιγμή που το ψευδοκράτος βρίσκεται σε δύσκολη θέση μετά τις αποκαλύψεις για τις καταπατήσεις περιουσιών Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα (υπόθεση που έχει αναδείξει επίσημα, έστω και αργοπορημένα, και η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία). Τα διάφορα think tank της υποταγής και του κατευνασμού επιθυμούν να ακυρώσουν κάθε τέτοια διπλωματική προσπάθεια στην πράξη, επιμένοντας σε έναν αδιέξοδο διάλογο που –στο όνομα της όποιας λύσης– ανοίγει την όρεξη στην κατοχική Τουρκία για νέες πιο αναβαθμισμένες διεκδικήσεις.
Αντί συμπεράσματος, αντιγράφουμε τις εύστοχες επισημάνσεις της ανακοίνωσης διαμαρτυρίας που εξέδωσε ο Δήμος Κερύνειας, ο οποίος χαρακτήρισε «προκλητική και βαθύτατα προσβλητική για τον ελληνισμό της Κύπρου, τη συνάντηση του λεγόμενου “Ελληνοτουρκικού Φόρουμ” στο νεόχτιστο “παλάτι” του Ερσίν Τατάρ στα κατεχόμενα». Σημειώνει μάλιστα πως «το ΕΛΙΑΜΕΠ και οι λοιποί συμμετέχοντες οφείλουν άμεσα εξηγήσεις: από πότε θεωρείται “διάλογος” η αποδοχή της τουρκικής προπαγάνδας και η φωτογράφιση υπό τα εμβλήματα ενός παράνομου καθεστώτος;». Και καταλήγει θυμίζοντας ορθά πως «η εξωτερική πολιτική δεν είναι δημόσιες σχέσεις – είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης».