Μπροστά στο αδιέξοδο της πολιτικής των «ήρεμων νερών» και μιας εφ’ όλης της ύλης διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης βρίσκεται η Αθήνα, αδυνατώντας να προβάλει ένα σχέδιο απαγκίστρωσης από τα τετελεσμένα που αυτή η πολιτική έχει δημιουργήσει. Από τη μία πλευρά, η είσοδος στην εποχή Τραμπ και η αλλαγές που αυτή φέρνει στις διεθνείς σχέσεις τρομάζει όσους βλέπουν ως πιθανό το ενδεχόμενο ο μεγάλος αναδασμός της Ν.Α. Μεσογείου να συνοδευτεί από κάποιο deal Τραμπ-Ερντογάν (από αυτά που συνηθίζει ο Αμερικανός πρόεδρος) που θα επιβάλει στην χώρα μας ως μονόδρομο μια επώδυνη προσαρμογή. Από την άλλη, είναι η σταθερή πίεση από την Τουρκία σε όλα τα μέτωπα που ρυμουλκεί σταδιακά την ελληνική εξωτερική πολιτική (παρά τις διαβεβαιώσεις για κόκκινες γραμμές) προς τις τουρκικές θέσεις. Και αναφερόμαστε εδώ τόσο στο Κυπριακό όπου σερνόμαστε για μια ακόμη φορά σε μια άτυπη πενταμερή, με την Άγκυρα και τα ενεργούμενα της στα κατεχόμενα να δηλώνουν πως αναγνωρίζουν ως βάση συζήτησης μόνο τη λογική των δύο κρατών, όσο και στο Αιγαίο, όπου η Τουρκία διεκδικεί εμπράκτως ρόλο επικυρίαρχου σε περιοχές ανατολικά του 25ου Μεσημβρινού, παρενοχλώντας τις έρευνες για το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου (το καλοκαίρι στην Κάσο, πριν λίγες μέρες βόρεια του Λασιθίου και τώρα βόρεια του Ηρακλείου), εγκλωβίζοντας πρακτικά τα όποια ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στα όρια των 6 ν.μ. των εθνικών χωρικών μας υδάτων.

Η εξάντληση των «ήρεμων νερών»

Ένα χρόνο και κάτι μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών η ελληνική πλευρά μοιάζει εγκλωβισμένη στην αδιέξοδη πολιτική «καλής γειτονίας» με την Άγκυρα, μην καταφέρνοντας να άρει ούτε στο ελάχιστο τις παράλογες απαιτήσεις της στο Αιγαίο, την Θράκη, την Κύπρο κ.ο.κ.. Την ίδια στιγμή η εξωτερική πολιτική της χώρας μοιάζει περισσότερο από ποτέ από φερέφωνο των ΗΠΑ, έχοντας απεμπολήσει κάθε στοιχείο αυτονομίας, εξαντλώντας τη συζήτηση περί οικοδόμησης ισχύος στην εξοπλιστική κούρσα και τις «ισχυρές συμμαχίες». Μέχρι και ο υπέρμαχος της κυβερνητικής πολιτικής Κ. Φίλης, σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή (11/02/2025, «Οι τέσσερεις σκιές στα ελληνοτουρκικά») κάνει λόγο για είσοδο σε μια νέα φάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που χαρακτηρίζεται από τα όρια τις θετικής ατζέντας, την αδυναμία εξεύρεσης κοινού τόπου προς τη Χάγη, τις πρόσφατες τουρκικές προκλήσεις και την εκλογή Τραμπ. Δεν εξαντλείται όμως μόνο στις διαπιστώσεις αλλά προτείνει, αντανακλώντας την κυρίαρχη άποψη του Μαξίμου, και την προβλεπόμενη αντιμετώπιση του αδιεξόδου που απαιτεί προς τη μεν Τουρκία, πέραν της διατήρησης του μομέντουμ, «να γίνει επένδυση στην καλύτερη κατανόηση των προκαταλήψεων εκάστης πλευράς» και προς τους δε «συμμάχους» «να αποκτήσει η Ελλάδα συνεπείς διαύλους επικοινωνίας με τον ίδιο (σ.σ. τον πρόεδρο Τραμπ) και το περιβάλλον του και να εξακολουθήσει να ενδυναμώνει τους δεσμούς με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία».

Αντιμέτωποι με την τουρκική αναβάθμιση

Στον αντίποδα, η Τουρκία δείχνει να εκμεταλλεύεται την περίοδο «ηρεμίας» στα ελληνοτουρκικά για να «νομιμοποιήσει» τις παράνομες απαιτήσεις της έναντι της Ελλάδας, συνεχίζοντας σταθερά σε μια «διά των τετελεσμένων» πολιτική περιφερειακής αναβάθμισης.

  • Εκμεταλλευόμενη το ελληνικό συγχωροχάρτι η Τουρκία επανέρχεται στα deal με τις δυτικές χώρες, ξεμπλοκάροντας τα προγράμματα εξοπλισμού της (F-16, Eurofighter και προσεχώς ακόμη και F-35), χωρίς ούτε στιγμή να εγκαταλείπει τον στρατηγικό στόχο ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής της. Την ίδια στιγμή, ανοιχτό αφήνεται το ενδεχόμενο συμμετοχής της ακόμη και στα κοινά προγράμματα της Ε.Ε. για τους αμυντικούς εξοπλισμούς και την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας.
  • Εκμεταλλευόμενη το γεωπολιτικό κενό (μεταβατική περίοδος Τραμπ, πόλεμοι του Ισραήλ) ενισχύει την παρουσία της στη Συρία, επεκτείνοντας την κατάληψη εδαφών στον βορρά (σε βάρος του κουρδικού στοιχείου) και ελέγχοντας την κυβέρνηση των τζιχαντιστικών ομάδων στη Δαμασκό.
  • Με μοχλό τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, τα δοκιμασμένα drone μπαϊρακτάρ και έναν α λα τούρκα αντιιμπεριαλισμό, η Άγκυρα κλείνει συμφωνίες και συνεργασίες προεκτείνοντας την ισχύ της στην Αφρική, τη Ν.Α. Ασία και αλλού. Πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα η αμυντική και εμπορική συνεργασία μαμούθ με την Ινδονησία.
  • Η Τουρκία αναδεικνύεται σε κεντρικό ενεργειακό κόμβο, αξιοποιώντας τόσο τον ρόλο διαμεσολαβητή για το «ξέπλυμα» του ρώσικου φυσικού αερίου, όσο και τη στρατηγική σχέση με χώρες παραγωγούς της Κεντρικής Ασίας, όπως το «αδερφό» Αζερμπαϊτζάν ή το Τουρκμενιστάν με το οποίο πρόσφατα υπέγραψε συμφωνία για κατασκευή αγωγού μεταφορά του τουρκμενικού αερίου μέσω Κασπίας προς τη Δύση.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι η καλλιεργούμενη «αισιοδοξία» για τον ελληνοτουρκικό διάλογο, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δορυφοροποίηση και υποταγή από τον ανερχόμενο τουρκικό πόλο. Απέναντι στον «φόβο» του πολέμου και την εθελοδουλία μιας «καζάν-καζάν» διευθέτησης, απαιτείται μια πολιτική που θα αναγνωρίζει ως πραγματική εθνική απειλή τον τουρκικό επεκτατισμό, θα οικοδομεί βαθμούς ισχύος και αποτροπής κόντρα στις φωνές εφησυχασμού, θα πασχίζει να χτίσει συμμαχίες με πρώτιστο στόχο τον περιορισμό αυτού του κινδύνου. Μια πολιτική δηλαδή στον αντίποδα της σημερινής κυρίαρχης λογικής του κατευνασμού και της ΝΑΤΟφροσύνης.


Τον Μάρτιο η Πενταμερής για το Κυπριακό

Για τις 17 και 18 Μαρτίου κλείδωσε η άτυπη Πενταμερής για το Κυπριακό, μετά από διαδοχικές επαφές που είχε η αναπληρώτρια γ.γ. του ΟΗΕ, Ρόζμαρι Ντι Κάρλο, σε Λευκωσία, κατεχόμενα, Αθήνα και Άγκυρα. Μπορεί η αποτυχία και της νέας αυτής συνάντησης να είναι δεδομένη αν λάβουμε υπ’ όψη τις θέσεις των μερών, όμως η Ρ. Ντι Κάρλο εμφανίζεται ικανοποιημένη για το διαμεσολαβητικό έργο που παράγει.

Η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί την Πενταμερή, όπως και κάθε άλλη διαδικασία διαλόγου, για να επιβάλει την νομιμοποίηση των τετελεσμένων της 50χρονης κατοχής, με την κανονικοποίηση των σχέσεων με το ψευδοκράτος έως την de facto αναγνώρισή του. Ο κατοχικός ηγέτης Ερσιν Τατάρ ήταν ξεκάθαρος για τις προθέσεις του, όταν μετά τη συνάντηση με τη Ρ. Ντι Κάρλο επανέλαβε τις πάγιες θέσεις του για την «κυριαρχική ισότητα» των Τουρκοκυπρίων, διεκδικώντας πρακτικά την αναγνώριση του ψευδοκράτους μέσα από θετικά βήματα σε «αυτό που ονομάζουμε 3-D: “απευθείας πτήσεις, απευθείας επαφές και απευθείας εμπόριο” από την “ΤΔΒΚ”», ως προαπαιτούμενο του όποιου διαλόγου.

Και αν η Τουρκία, απειλώντας με την επιλογή των δύο κρατών, μετακινεί το έδαφος του διαλόγου προς τις δικές της θέσεις, τι επιδιώκει η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία (που και πάλι αυτοαναιρείται αποδεχόμενη ισότιμο ρόλο κοινότητας στις συνομιλίες με τους Τ/Κ) από την επανέναρξη του διαλόγου; Τι έχει να κερδίσει από έναν εκ προοιμίου αδιέξοδο «διάλογο» που συντηρεί την ψευδαίσθηση ότι με εκατέρωθεν υποχωρήσεις είναι εφικτό να υπάρξει κάποια λύση; Και κυρίως τι είναι διατεθειμένη, σε περίπτωση (βεβαιότατη) αποτυχίας και αυτού του γύρου διαπραγματεύσεων, να πράξουν η Αθήνα και η Λευκωσία ώστε να ανατρέψουν τη σταδιακή τουρκοποίηση του νησιού και τα τετελεσμένα της Άγκυρας; Δύσκολα ερωτήματα που δεν μοιάζει να απασχολούν μια πολιτική ελίτ που ο ορίζοντάς της εξαντλείται στη μικροπολιτική στο εσωτερικό και τις ΝΑΤΟϊκές εκδουλεύσεις στο εξωτερικό.


Η απάτη της ΝΑΤΟϊκής ομπρέλας

Θυμίζουμε ότι η αυταπάτη για επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου, καλλιεργήθηκε συστηματικά στα πλαίσια της ΝΑΤΟϊκής σύμπνοιας και αποτελεί ένα ξεκάθαρα αμερικανόπνευστο εγχείρημα που σαν έτοιμες από καιρό υιοθέτησαν οι ελίτ των Αθηνών. Δεν είναι τυχαίο πως η πρώτη επίσημη συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον Ιούλιο του 2023 ‒ τότε που οι προτεραιότητες του ουκρανικού μετώπου επέβαλαν μια πολιτική ανταλλαγμάτων προς την Άγκυρα για να αποδεχθεί την ένταξη της Σουηδίας στη συμμαχία.

Από τότε η ελληνική κυβέρνηση προβάλει τα «ήρεμα νερά», ως ευκαιρία ενός εποικοδομητικού διαλόγου επενδύοντας ταυτόχρονα στην πολιτική του δεδομένου και πρόθυμου συμμάχου για τις ΗΠΑ ως μοχλό πίεσης προς την Τουρκία. Η προθυμία αυτή συνοδεύεται και από μια σειρά μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, προσανατολισμένα όχι τόσο στις ανάγκες της εθνικής άμυνας και αποτροπής, όσο στις επιχειρησιακές προτεραιότητες της ΝΑΤΟϊκής πολεμικής μηχανής και πάλι υποτίθεται ως μέσο διασφάλισης της εθνικής μας ασφάλειας με τις πλάτες των συμμάχων-πωλητών. Μια στρατηγική που καταρρέει, με τη χώρα μας να μένει ξεκρέμαστη όταν οι σύμμαχοι-πωλητές αποφασίζουν να πουλήσουν και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου (F-16 οι ΗΠΑ και Meteor οι Γάλλοι) παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις.

Διαφημίζει, τέλος, η κυβέρνηση τα ταξίδια της σε χώρες της Ν.Α. Μεσογείου (βλέπε επίσκεψη Γεραπετρίτη στη Δαμασκό) ως απόδειξη μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής. Στην πράξη λειτουργεί ως πλασιέ των ΝΑΤΟϊκών επιδιώξεων στην περιοχή με τις «ελληνικές ανησυχίες» να περνάνε στα ψιλά. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η απουσία οποιασδήποτε επαφής με την κυβέρνηση Άσαντ (που δεν απειλούσε τους χριστιανικούς πληθυσμούς, ούτε αμφισβητούσε πάγιες θέσεις μας για το Δίκαιο της Θάλασσας) και η «ξαφνική» στροφή με την αποκατάσταση σχέσεων με το καθεστώς των Τζιχαντιστών (μαριονέτα της Άγκυρας), δήθεν ως εγγύηση προστασίας των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή;

Η παραπάνω τυχοδιωκτική πολιτική αποκαλύπτεται, σήμερα, ως καταστροφική παγίδα. Το ΝΑΤΟ από «γεωπολιτική σταθερά» μετατρέπεται σε απρόβλεπτο παράγοντα υπό την νέα διοίκηση Τραμπ και η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στο ενδεχόμενο να καταστεί σε κάποια επόμενη στροφή ένας εξαρθρωμένος γεωπολιτικός του βραχίονας, θύμα των παζαριών και των ανταγωνισμών των μεγάλων παικτών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!