Στην αναγνώριση του σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικός Γλωσσάς στην Ελλάδα», προχώρησε το Ειρηνοδικείο Φλώρινας, με απόφασή του που δημοσιεύθηκε στις 7 Νοεμβρίου. Με την απόφαση αυτή, η εν λόγω ΜΚΟ, που δραστηριοποιείτε στην πόλη της Φλώρινας από τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, έχει τη δυνατότητα και με τη βούλα της Δικαιοσύνης πλέον, να δραστηριοποιείτε στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας διαδίδοντας τους σκοπούς της.
Ποιοι είναι όμως αυτοί; Σύμφωνα με την ίδια την οργάνωση, η δράση της βασίζεται σε τρεις πυλώνες:
- Διδασκαλία της μακεδονικής πρότυπης γλώσσας σε πολίτες της Ελλάδας, μέσω διαδικτυακού ιστότοπου.
- Υποστήριξη της εισαγωγής της μακεδονικής πρότυπης γλώσσας ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) και πανεπιστήμια στην Ελλάδα, που βρίσκονται στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
- Υποστήριξη της ίδρυσης παιδαγωγικών σχολών/τμημάτων εντός υφιστάμενων πανεπιστημίων στην Ελλάδα για την ανάπτυξη τοπικών καθηγητών της μακεδονικής γλώσσας, καθώς και του προγράμματος σπουδών και του διδακτικού υλικού.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε μάλιστα, πανηγυρίζοντας για την «ιστορική απόφαση» της Ελληνικής Δικαιοσύνης, τονίζει μεταξύ άλλων πως «αυτή η πράξη αντιπροσωπεύει μια de facto αναγνώριση ενός μακεδονόφωνου πληθυσμού στην Ελλάδα». Και συνεχίζει θυμίζοντας πως «η απόφαση είναι η πρώτη αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα από τις κρατικές αρχές μετά την απογραφή του 1920».
ΈΝΑΝ ΑΙΩΝΑ μετά όμως από το 1920, η γλώσσα, και οι «εκπαιδευτικοί σκοποί» αξιοποιούνται από διάφορους κύκλους για την υποκίνηση μειονοτικού ζητήματος στην περιοχή της Μακεδονίας. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην περιοχή της Μακεδονίας ομιλούνταν το σλάβικο γλωσσικό ιδίωμα που συνήθως αναφέρουμε ως «μακεδονίτικα», ή και «ντόπια», μπλεγμένο πάντα με την ελληνική, τη βουλγαρική και την τουρκική γλώσσα. Οι εθνικές συγκροτήσεις ήταν ακόμη εν τη γενέσει τους, και δεν είχαν παγιωθεί τα σημερινά κράτη με τα σαφή σύνορα και τη σημαντική εθνοπολιτισμική πληθυσμιακή ομοιογένεια. Στο ενδιάμεσο η περιοχή αυτή βασανίστηκε από τους εθνικισμούς, πληθυσμοί συμπιέστηκαν από τη μία ή την άλλη πλευρά, έγιναν εργαλείο κρατικής πολιτικής και αλυτρωτικών επιδιώξεων που διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Σήμερα η γλώσσα και η πολιτισμική εγγύτητα, αξιοποιείται σαφώς από την πλευρά της «Βόρειας Μακεδονίας» στην προσπάθεια διατήρησης του μακεδονισμού ως συνεκτικής ταυτότητας του γειτονικού κράτους. Η πολιτική αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, προωθείτε όμως με πάθος, υποδαυλιζόμενη (και χρηματοδοτούμενη αδρά) από διάφορα παγκοσμιοποιητικά κέντρα, που με πρόσχημα τις μειονότητες προωθούν τη ρευστοποίηση των συνόρων και των εθνικών ταυτοτήτων. Κάπως έτσι ο γλωσσικός και πολιτισμικός πλούτος της περιοχής της Μακεδονίας (τον οποίο το κράτος πρέπει να προφυλάξει και να αναδείξει, υπερβαίνοντας εγκληματικά λάθη του παρελθόντος) πρέπει να χωρέσει στις κρατικές πολιτικές της γειτονικής χώρας. Και η επίσημη γλώσσα της «Βόρειας Μακεδονίας», να επιβληθεί ως η «επίσημη», παρόλο που σε σημαντικό βαθμό διαφοροποιείτε από τα «ντόπια», που ακόμη διασώζονται ως στοιχείο πολιτισμικής και όχι εθνικής ταυτότητας, σε ορισμένες περιοχές, κυρίως της Δυτικής Μακεδονίας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Η χώρα μας παραιτήθηκε από κάθε μοχλό πίεσης (βέτο στην ένταξη σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), κατ’ εντολή των Αμερικανογερμανών συμμάχων μας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για την προώθηση κάθε είδους αλυτρωτικού αιτήματος, κάθε είδους μειονοτικής αξίωσης για την περιοχή της Μακεδονίας
Προφανώς η ύπαρξη και η λειτουργία ενός τέτοιου σωματείου είναι καθ’ όλα νομότυπη. Θα ήταν ανόητος όποιος έψαχνε να βρει νομικά ερείσματα, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία ξεκάθαρα αναγνωρίζει την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, ως τμήμα των νότιων σλαβικών γλωσσών. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στην υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας, που ψηφίστηκε με πάθος από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και εφαρμόζεται πιστά και από την κυβέρνηση Ν.Δ., που παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις της δεν έκανε κανένα βήμα προς την κατεύθυνση αναθεώρησης της.
Για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία, ως προς τι πραγματικά διακυβεύεται με την ίδρυση του εν λόγω σωματείου, και για το πόσο αθώες είναι οι πραγματικές του στοχεύσεις, ο πρωθυπουργός της «Βόρειας Μακεδονίας» Ζ. Ζάεφ έσπευσε να χαρακτηρίσει την απόφαση ως «καρπό της Συμφωνίας των Πρεσπών… που δίνει χαρά σε όλους τους Μακεδόνες». Έσπευσε μάλιστα να συγχαρεί τόσο τον πρώην όσο και τον νυν πρωθυπουργό, Αλ. Τσίπρα και Κ. Μητσοτάκη, για την πίστη και τη δέσμευσή τους στην οικοδόμηση ειλικρινούς φιλίας και καλής γειτονίας».
ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ξεκάθαροι, με τη Συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Η χώρα μας παραιτήθηκε από κάθε μοχλό πίεσης (βέτο στην ένταξη σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), κατ’ εντολή των Αμερικανογερμανών συμμάχων μας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για την προώθηση κάθε είδους αλυτρωτικού αιτήματος, κάθε είδους μειονοτικής αξίωσης για την περιοχή της Μακεδονίας. Οι δήθεν δικλίδες ασφαλείας που διαφήμιζαν οι κ. Τσίπρας και κ. Κοτζιάς, φαίνεται πως είναι ανύπαρκτες εκ του αποτελέσματος. Τώρα βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο εμφάνισης μειονοτικού ζητήματος, σε μια ευαίσθητη περιοχή, και σε μια εποχή που μυρίζει μπαρούτι, και δεν επιτρέπει σε μικρές και ενδιάμεσες χώρες, όπως η Ελλάδα, να αφήνουν το παραμικρό κενό που πιθανά να θέσει σε κίνδυνο στοιχεία της εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας. Το λαϊκό ένστικτο, που είχε εκφραστεί (με αντιφάσεις) στα παλλαϊκά συλλαλητήρια ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, είχε διαβλέψει από νωρίς αυτό τον κίνδυνο, πολεμήθηκε όμως ως «εθνολαϊκιστικό» από αυτούς που ψήφισαν τη συμφωνία, και εργαλειοποιήθηκε ως όχημα ανόδου στην εξουσία από τους «πατριδοκάπηλους» που τώρα σέβονται και εφαρμόζουν τη συμφωνία. Για ακόμη μια φορά αναδεικνύεται η ανάγκη αυτό το λαϊκό ένστικτο, της σιωπηλής πλειοψηφίας, να μετατραπεί σε πολιτική δύναμη, ικανή να δημιουργεί αντιστάσεις και να επιβάλει εναλλακτικές.