Είτε είναι κανείς φίλος του Ολυμπιακού είτε όχι, το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου «Ένας θρύλος με πολλά πρόσωπα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος έχει αν του δώσει πολλά, κι όχι μόνο για την ιστορία του ποδοσφαίρου.
Πρόκειται για μια εξαιρετική ιστορική έρευνα-ανατομία του φαινομένου Ολυμπιακός. Της ομάδας που προκαλεί τα περισσότερα πάθη. Σε εχθρούς και φίλους.
Μια ομάδα η οποία πράγματι έχει πολλά πρόσωπα, όπως και ο Πειραιάς όπου γεννήθηκε πριν 100 χρόνια. Λαϊκή / εργατική βάση, αλλά έλεγχος από μεγιστάνες.
Ποδοσφαιριστές που έγραψαν ιστορία και βγήκαν από τα σπλάχνα της εργατιάς, προπονητές όπως ο Μπούκοβι, αλλά και πρόεδροι σαν τον Κοσκωτά, τον Σαλιαρέλη, τον Κόκκαλη, τον Μαρινάκη.
Ο συγγραφέας μας βοηθά να κατανοήσουμε σε βάθος αυτή την αντίφαση, που βιώνουμε κι εμείς ως φίλαθλοι. Τη μια συγκινείσαι, πανηγυρίζεις, και την άλλη σκέφτεσαι ποιος ελέγχει την ομάδα σου.
Κι αυτό δεν ισχύει φυσικά μόνο για τον Ολυμπιακό.
Μπορεί άραγε να υπάρξει μια εποχή που να λύσει αυτή την αντίφαση;
Κοινωνική βάση του Ολυμπιακού ήταν μεγάλα τμήματα εργατικών και προσφυγικών στρωμάτων. Βίωναν την ανάγκη της νίκης απέναντι «σε ό,τι τους έκαιγε, σε ό,τι τους έτρωγε την ψυχή», κι ας μην μπορούσαν, συνήθως, να το κατονομάσουν
Πέρα από την επέτειο των 100 ετών από την ίδρυσή του, τι είναι αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με την ιστορία του Ολυμπιακού;
Αγαπώ την ιστορία, τα προηγούμενα βιβλία μου αναφέρονται στην περίοδο 1821-1922. Ταυτόχρονα αγαπώ πολύ και τον Ολυμπιακό, έναν αθλητικό σύνδεσμο-εκφραστή των συνθηκών της ελληνικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα και κυρίως της κοινωνίας του Πειραιά, μιας κοινωνίας πολυσυλλεκτικής με βαθύτατες αντιφάσεις. Αυτός ο συνδυασμός ήταν ισχυρό κίνητρο.
Ποιες είναι οι κοινωνικές διαστάσεις της ίδρυσής του, και τι τον διαφοροποιεί από άλλους συλλόγους;
Το ποδόσφαιρο λειτούργησε ως κοινωνική ρωγμή για να εκφραστούν –και κατά κανόνα να εκτονωθούν– αντιθέσεις που γέννησε η ανάπτυξη του καπιταλισμού, αντιθέσεις κοινωνικές αλλά και εθνικές (π.χ. στην Ισπανία) ή θρησκευτικές (π.χ. στη Σκωτία).
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Πειραιάς αποτελούσε βιομηχανική πόλη-πρότυπο, αποκαλούνταν «Μάντσεστερ» της Ελλάδας. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αστοί του Πειραιά αποχώρησαν, οι έδρες των επιχειρήσεών τους αλλά και η κοινωνική τους ζωή μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, γεγονός που προκάλεσε την οικονομική και πολιτιστική υποβάθμιση της πόλης και την κυριαρχία στοιχείων του περιθωρίου. Το χαμηλό επίπεδο συνείδησης και συγκρότησης της εργατικής τάξης δεν της επέτρεπε να καθορίσει τον χαρακτήρα της πόλης. Αποτέλεσμα, ο Πειραιάς να βιώσει βαθύ κοινωνικό, ψυχολογικό τραύμα, και να αντιμετωπίζει εχθρικά το «κατεστημένο», που ταυτιζόταν με την Αθήνα.
Η αντίδραση θα εκφραστεί με δρόμους παράλληλους αλλά και τεμνόμενους. Τμήμα της εργατικής τάξης και των προσφύγων θα στρατευτεί στο εργατικό κίνημα. Οι εναπομείναντες μεσοαστοί θα επιδιώξουν να αποκαταστήσουν το «Πειραϊκό όραμα» μέσα από το ποδόσφαιρο. Το 1925, με δική τους πρωτοβουλία, θα ιδρυθεί ο Ολυμπιακός. Το μεγάλο επίτευγμα ήταν ο συγκερασμός των αντιθέσεων μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων: των –διαφορετικής καταγωγής– γειτονιών, των προσφύγων, των συντεχνιών του λιμανιού, ως και των παιδικών συμμοριών.
Διαμορφώθηκε ένα νέο, «πειραϊκό» όραμα, πολύ διαφορετικό: το όραμα του 19ου αιώνα είχε υλική βάση. Το 1925 βρισκόταν η Πειραϊκή κοινωνία, ονειρευόταν να πάρει πίσω την περηφάνια, να πάψουν να τη συνδέουν με τον υπόκοσμο του λιμανιού, τους τεκέδες της Φρεαττύδας και τα πορνεία των Βούρλων. Δημιούργησε τον μύθο του Ολυμπιακού, μιας ομάδας με χαρακτηριστικό τον δυναμισμό.
Οι υποστηρικτές των άλλων ομάδων αντιμετώπιζαν το ποδόσφαιρο ως μια κοινωνική, κοσμική εκδήλωση ή ως ρομαντική διαδικασία μνήμης (τα προσφυγικά σωματεία). Οι φτωχοδιάβολοι του Πειραιά, όμως, το αντιμετώπιζαν σαν μάχη. Αυτό το DNA θα ακολουθεί τον Ολυμπιακό αλλά και τις άλλες ομάδες, φθίνοντας όσο ο άκρατος επαγγελματισμός αλλά και η ιδεολογική κυριαρχία του καπιταλισμού εδραιώνονται.
Μιλάτε για δύο Ολυμπιακούς στην ουσία. Θα μπορούσατε να μας τους ορίσετε;
Κοινωνική βάση του Ολυμπιακού ήταν μεγάλα τμήματα εργατικών και προσφυγικών στρωμάτων. Βίωναν την ανάγκη της νίκης απέναντι «σε ό,τι τους έκαιγε, σε ό,τι τους έτρωγε την ψυχή», κι ας μην μπορούσαν, συνήθως, να το κατονομάσουν. Στη φαντασία τους ο Ολυμπιακός ήταν η «αντίσταση», η «υπερηφάνεια», ο ματωμένος επίδεσμος στα κεφάλια του Μουράτη και του Ρωσσίδη. Πανηγύρισαν την ήττα της ομάδας του από τη Μικτή Μακρονήσου το 1948, αποθέωσαν τον κομμουνιστή Μπούκοβι μέσα στη Χούντα, στάθηκαν δίπλα στην ομάδα στα «πέτρινα χρόνια».
Συνυπήρχαν με τον Ολυμπιακό των βιομηχάνων, των εφοπλιστών και των διαπλεκόμενων παραγόντων, που διαπραγματεύονταν το λαϊκό του έρεισμα με την εξουσία. Ειδικά μετά το 1979, όταν και επίσημα περάσαμε στο «επαγγελματικό ποδόσφαιρο», θα αξιοποιηθεί ως βασικός κρίκος της διαπλοκής του κράτους με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ποια θεωρείτε εσείς ως κορυφαία στιγμή της ιστορίας του συλλόγου – πέρα από την κατάκτηση του Conference League;
Για μένα η περίοδος του Μπούκοβι (1966-1968) είναι η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία του Ολυμπιακού, όχι τόσο για αγωνιστικούς λόγους. Υπάρχει κι αυτή η πλευρά: οι τίτλοι, οι μεγάλες νίκες, το καταπληκτικό ποδόσφαιρο, το πανηγύρι στα γήπεδα όλης της Ελλάδας. Αυτά, όμως, υπήρξαν πολλές φορές μέσα στον αιώνα. Το σπουδαίο ήταν πως όλα αυτά έγιναν κόντρα όχι απλώς στη διοίκηση της ΕΠΟ και σε εχθρικές διαιτησίες, αλλά κόντρα σε ένα ολόκληρο καθεστώς. Συνήθως ο Ολυμπιακός ήταν (και είναι) μέρος του κατεστημένου. Εκείνη ήταν η περίοδος που ο «άλλος» Ολυμπιακός νίκησε. Νίκησε και τον Ολυμπιακό του κατεστημένου, των παραγόντων, των άριστων σχέσεων με την εξουσία.
Οι ποδοσφαιρικές ομάδες δεν κάνουν κοινωνικές επαναστάσεις, οι «ανταρσίες» τους κρατάνε λίγο. Γράφουν, όμως, όμορφες ιστορίες, όπως η Μπαρτσελόνα του Ισπανικού Εμφυλίου ή η Κορίνθιανς του Σώκρατες. Ε, τέτοια ιστορία ήταν κι ο Ολυμπιακός του Μπούκοβι. Αυτός είναι και ο λόγος που, ενώ έμεινε μόλις δύο χρόνια, λατρεύτηκε όσο κανείς, γράφτηκαν τραγούδια και μυθιστορήματα, γυρίστηκαν ταινίες.
Μπορεί το ποδόσφαιρο να πάρει άλλον δρόμο στην εποχή της πλήρους εμπορευματοποίησης, ή σας φαίνεται αδύνατο κάτι τέτοιο;
Ο Γκράμσι εγκωμίασε το ποδόσφαιρο ως «το βασίλειο της ανθρώπινης συντροφικότητας που ασκείται σε ελεύθερο χώρο». Το «βασίλειο» αυτό σήμερα θα μπορούσε κάποιος να το εντοπίσει μόνο σε ομάδες που δεν «πρωταγωνιστούν», όπως η Ράγιο Βαγιεκάνο, η Λιβόρνο, η Ζανκτ Πάουλι. Οι δημοφιλείς ομάδες με εργατική καταγωγή ελέγχονται από μεγιστάνες, ενώ απάνθρωπα καθεστώτα επιδιώκουν να φτιασιδώσουν το αποκρουστικό προφίλ τους αγοράζοντας «λαϊκές» ομάδες στην Ευρώπη.
Υπάρχει ένα πραγματικό ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει άλλος «δρόμος». Νομίζω πως πρόκειται για αυταπάτη. Στην καλύτερη περίπτωση (Μπαρτσελόνα) τα μέλη καλούνται να επιλέξουν τον πιο «καπάτσο» μάνατζερ. Είναι τουλάχιστον αφέλεια να πιστεύουμε πως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Λίβερπουλ, η Μπαρτσελόνα, η Μπόκα Τζούνιορς, ο Ολυμπιακός, επιχειρήσεις με χρηματιστηριακή αξία δισεκατομμυρίων ευρώ, συνεχίζουν να κινούνται στο πνεύμα των εργατών των σιδηροδρόμων, των λιμανιών και των κλωστοϋφαντουργείων, στο πνεύμα του Ντουρούτι, της Πασιονάρια, του Τσε, του Γόδα και του Μπούκοβι.
Πόσος χώρος, άραγε, έχει μείνει για «συντροφικότητα»;