του Ρούντι Ρινάλντι
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την παράτασή του περνάμε σε μια νέα εποχή συγκρούσεων (άρα και πολέμων), στην οποία εμπλέκονται ήδη πολλές χώρες – με άμεσο κίνδυνο να απλωθεί το πεδίο και το θέατρο του πολέμου, αποκτώντας έτσι διεθνείς ή παγκόσμιες διαστάσεις. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια μεγάλη στροφή στη σύγχρονη ιστορία, όπου από τη μια το ευρωατλαντικό στρατόπεδο (η «Δύση» με επικεφαλής τις ΗΠΑ) προσπαθεί να αντιστρέψει την καθοδική της πορεία, και από την άλλη το ευρασιατικό μπλοκ (Κίνα και Ρωσία βασικά) προσπαθεί να επιβάλλει και να κατοχυρώσει νέους συσχετισμούς που αμφισβητούν τη δυτική κυριαρχία.
Η σύγκρουση αυτή εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στην κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, και αφορά την ειδική θέση που μπορεί να έχει καθένα από αυτά τα τρία κέντρα στην οικονομική, γεωπολιτική, ενεργειακή, πολιτική σφαίρα σε πλανητικό επίπεδο. Μην ξεχνάμε ότι μόνο αυτές οι τρεις δυνάμεις είναι σε θέση να έχουν πολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις σε πολλαπλά θέματα, επίπεδα, τομείς, γεωγραφικά σημεία, διάστημα – αλλά είναι και οι μόνες που διαθέτουν μέσα για την επίτευξη των στόχων που θέτουν και αφορούν ζωτικούς χώρους, σφαίρες επιρροής, συμμαχίες, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα. Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις (π.χ. Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, ολόκληρη η Ε.Ε. κ.λπ.) δεν είναι σε θέση να έχουν τις δυνατότητες και τους σχεδιασμούς των τριών κοσμοκρατορικών δυνάμεων.
Αντιρωσική υστερία
Η σύγκρουση των υπό διαμόρφωση μπλοκ με μια μεγάλη πρόβα τζενεράλε στο πεδίο της Ουκρανίας (η έκφραση «η θυσία της Ουκρανίας» ίσως αποδίδει τη μοίρα και την τύχη χωρών μέσα στη σύγκρουση), οδήγησε ήδη πριν συμπληρωθεί ένας μήνας σε μια πρωτοφανή ένταση και οξύτητα, που προμηνύει τα όσα θα ακολουθήσουν – ανεξάρτητα και πέρα από την έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Στη Δύση κυριαρχεί μια αντιρωσική υστερία και ο Μπάιντεν χαρακτηρίζει τον Πούτιν εγκληματία πολέμου και δολοφόνο, ενώ παντού αρχίζει το κυνήγι του «ρωσικού δακτύλου». Εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημοτικές αρχές κ.ά. αίρουν τις ειδικές σχέσεις με αντίστοιχους ρωσικούς θεσμούς ή ανακαλούν τις ανακηρύξεις του Πούτιν σε επίτιμο μέλος τους, ενώ πολιτικοί θάβουν φωτογραφίες και τιμητικές δηλώσεις που είχαν κάνει στο παρελθόν.
Η Δύση πρέπει να γίνει «αντιρωσική». Και στη συνέχεια «αντικινεζική». Οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ επιστρατεύονται στον «κοινό αγώνα για την ελευθερία ενάντια στα δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα». Οι δυτικές κοινωνίες καλούνται στα «όπλα» ενάντια στον ευρασιατικό ιό που επιτίθεται. Όλες οι χώρες της Δύσης που είχαν οικονομικές σχέσεις και δεσμούς πολιτισμού με τη Ρωσία ή την Κίνα πιέζονται να τις κόψουν με το μαχαίρι, και να συνταχθούν άρον-άρον με τη Δυτική Συμμαχία ενάντια στις δυνάμεις του Κακού.
Η Ελλάδα ως Δύση
Οι ελίτ της χώρας μας δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία για τον προσανατολισμό της – ή, σωστότερα, για την εξάρτησή της από τον Δυτικό συνασπισμό. Από το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή (που πάντως κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα και των εξελίξεων στο Κυπριακό αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από το 1974 μέχρι το 1980) φτάσαμε στο σημερινό «Είμαστε η Δύση και ανήκουμε στην ελευθερία» του Κ. Μητσοτάκη. Φυσικά είχε μεσολαβήσει η «αριστερή» παρένθεση του ΣΥΡΙΖΑ, που σε όλους τους τόνους υμνούσε τη στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ και εγκαινίαζε νέες αμερικανικές βάσεις (π.χ. Αλεξανδρούπολη) – οι οποίες σήμερα γίνονται ορμητήρια του ΝΑΤΟ στη μεγάλη σύγκρουση που είναι σε εξέλιξη.
Η νέα σκληρή στρατοπέδευση ορίζει για τη χώρα μας συγκεκριμένα «καθήκοντα»: χωρίς περιστροφές ευθυγράμμιση σε ό,τι ζητήσουν ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, χρησιμοποίηση όλων των βάσεων και δομών της Δυτικής συμμαχίας επί ελληνικού εδάφους, αποστολή οπλισμού προς την Ουκρανία, μονόπλευρη ενημέρωση από αποκλειστικά Δυτικές πηγές, εξοστρακισμός όλων των ρωσικών απόψεων από τα ΜΜΕ, καλλιέργεια αντιρωσικού κλίματος (π.χ. απαγόρευση μπαλέτων Μπολσόι: δεν ήταν απλά άστοχη κίνηση της κ. Μενδώνη, ήταν επίδειξη δυτικοφροσύνης).
Και όχι μόνο. Δηλαδή δεν σταματούν εκεί οι πιέσεις και οι ευθυγραμμίσεις. Το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και το ραντεβού με τον Ερντογάν ήταν παραγγελιά των ΗΠΑ, όπως και οι συμφωνίες για συνεκμετάλλευση (Τουρκίας-Ελλάδας) των κοιτασμάτων, απόσυρση ρωσικών όπλων από τα ελληνικά νησιά, πιθανή αποστολή των S-300 στην Ουκρανία, μετακόμιση των Patriot που διαθέτουμε σε χώρες πιο κοντινές στα επίκεντρα των συγκρούσεων.
Και όχι μόνο. Ήδη φαίνεται ότι οι ΗΠΑ μεθοδεύουν την επιχείρηση ξηλώματος των Κινέζων από το λιμάνι του Πειραιά. Ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ, που αναμένεται στην Αθήνα, έχει ήδη κάνει δηλώσεις ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να φύγει η Cosco. Οι ελληνικές ελίτ (και μόνο αυτές) θεωρούν πώς όλα αυτά εξυπηρετούν το «εθνικό συμφέρον». Προεξοφλούν ότι βρίσκονται έτσι στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», στην «πλευρά των νικητών».
Πόλεμος – Ουδετερότητα – Βαθμοί κυριαρχίας
Το βασικό ερώτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων είναι πόσο θα επηρεάσει και σε τι βαθμό η νέα μεγάλη σύγκρουση τη χώρα μας, και τι έχει να κερδίσει αν ταχθεί –και μάλιστα με ζήλο– στην πλευρά του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Στον πόλεμο που ήδη διεξάγεται η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να έχει μια διαφορετική στάση, τέτοια που να υπολογίζει την ειδική θέση που έχει, τις οικονομικές συναλλαγές της στο θέμα της ενέργειας με τη Ρωσία και τον συνυπολογισμό της στάσης της στο Κυπριακό. Και άρα να μην προχωρούσε σε μια ανοικτά αντιρωσική τοποθέτηση επειδή αυτό παρήγγειλαν οι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Η αποστολή όπλων στην Ουκρανία σε περίοδο πολέμου δεν ήταν η πιο έξυπνη κίνηση. Δείχνει τεράστια επιπολαιότητα, και γι’ αυτό κατακρίθηκε από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών.
Η χώρα μας δεν έχει κανένα λόγο να εμφανίζεται ως ορμητήριο των στρατευμάτων των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, και μάλιστα με προσανατολισμό την περικύκλωση της Ρωσίας (βάση στην Αλεξανδρούπολη). Ούτε έχει συμφέρον από την υπερψήφιση των κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία. Όφειλε επίσης να πάρει δραστήριες πρωτοβουλίες για την προάσπιση και την ανθρωπιστική βοήθεια προς την ελληνική ομογένεια στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στις περιοχές των συγκρούσεων. Και μόνον αυτός ο λόγος θα δικαιολογούσε την απαίτηση εγγυήσεων από τις δύο άμεσα εμπλεκόμενες πλευρές (Ουκρανούς και Ρώσους) ώστε να προστατευθεί η ελληνική ομογένεια.
Στη βάση όλων αυτών θα μπορούσε και θα έπρεπε η Ελλάδα να τηρήσει μια ειδική στάση που θα στόχευε σε τρία καίρια ζητήματα: Α. Την απόκτηση βαθμών κυριαρχίας απέναντι σε άμεσες επιβουλές που υπάρχουν. Β. Τη διασφάλιση ζωτικών πόρων ενέργειας της χώρας (αφού 40% της ενέργειας αφορούσε σχέσεις και συμβόλαια με την Ρωσία). Γ. Πρωτοβουλίες για την ειρήνη σε όλη την περιοχή και την άμεση κατάπαυση του πυρός. Είναι φανερό ότι τίποτα από αυτά δεν έγινε, και μάλιστα στα περισσότερα υπήρξε πλήρης σύμπνοια των τριών συστημικών κομμάτων.
Αναζήτηση ρεαλιστικού και προσεκτικού δρόμου
Δεν αποτελεί δικαιολογία το ότι η Ελλάδα έπρεπε να πράξει το συμμαχικό της καθήκον για να επικαλεστεί στο μέλλον την καλή της διαγωγή, όταν θα τύχει κακομεταχείρισης π.χ. από τη γειτονική Τουρκία. Η γειτονική χώρα δεν «ακροβατεί» αλλά αναβαθμίζει τη θέση της (όντας μέλος του ΝΑΤΟ!), ενώ εμείς πνιγόμαστε στη ΝΑΤΟφροσύνη και την αντιρωσική υστερία. Μια πιο ρεαλιστική, πιο αδέσμευτη, πιο ουδέτερη στάση, μια μη ευθυγράμμισή μας σε ό,τι ζητά ο Πάιατ και το ΝΑΤΟ, θα ήταν προσφορότερη.
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα εθνικής και κοινωνικής σημασίας. Η χώρα δεν πρέπει να εμπλακεί στον πόλεμο, πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για τον απομακρύνει από την επικράτειά μας. Όλοι αυτοί οι λόγοι οδηγούν στο αίτημα της Ουδετερότητας της Ελλάδας και του αγώνα για κατάκτηση βαθμών κυριαρχίας-ανεξαρτησίας μέσα σε ένα εντελώς ταραγμένο περιβάλλον. Οι ελίτ της χώρας δεν μπορούν και δεν θέλουν να υιοθετήσουν μια τέτοια κατεύθυνση. Όμως ο λαός, η Ελλάδα ως χώρα και ως υπόσταση ελληνικότητας και ελλαδικότητας, έχει κάθε λόγο να αναζητήσει έναν τέτοιο ρεαλιστικό και συνάμα προσεκτικό δρόμο. Ο άλλος δρόμος οδηγεί σε σκοτεινούς ορίζοντες…