Ας πορευτούμε παρέα με του νερού την απαράμιλλη ορχήστρα. Του Μάρκου Δελληγιάννη

Σε συνάντησα ξανά, την Κυριακή, στους πολύβουους διαδρόμους της Συνδιάσκεψης. Έμοιαζες με πλάνητα που εκλιπαρεί τους θεούς του δρόμου να τον δεχτούν στον κόρφο τους. Μέσα σου, δειλά, ένα ερωτηματικό σήκωνε κεφάλι. Άραγε σε ποιο ουρανό θέλεις να κατοικήσεις; Στη ράχη τίνος άστρου θέλεις να καλπάσεις; Ολόγυρά σου ιερατεία μικρά και μεγάλα είχαν αρχίσει να ψάλλουν κιόλας νεκρώσιμες ακολουθίες. Σε κοίταξα κατάματα. Έκπληκτος, κατέγραφες τα στόματα, που μέσα τους σαπίζανε πτώματα μικρά, άλλοτε μεγάλων λέξεων. Τις είχαν καταχωρίσει στη χωρία των αποβιωσάντων πριν καν ενηλικιωθούν. Έμοιαζαν πόρνες που η χρήση η αλόγιστη και οι χρόνιες ασθένειες τις ρίξανε στο θάλαμο των ανιάτων.
Σου μίλησα. Μου απάντησες με φωνή τρεμάμενη, πως φοβάσαι μην και ξεχάσεις το όνομά σου! Όπως οι ποιητές φοβούνται μην τους ξεφύγει και χαθεί στις καπνισμένες αίθουσες, η λέξη που γεννήθηκε στης νύχτας τις ωδίνες. Μια λέξη μεγάλη, σαν την κραυγή της ετοιμόγεννης γυναίκας. Σοσιαλισμός!
Μου είπες ακόμη, με στεναγμό βαρύγνωμο, πως ψάχνεις, χρόνια τώρα, μια γωνιά απλή να ‘βρεις, ένα σπίτι κι απ’ το παραθύρι του το ορθάνοιχτο να πετάξεις έπιπλα άχρηστα, ιδέες που δεν άντεξαν στου χρόνου την οδοιπορία. Να μην έχεις εξάρτηση καμιά από των περιττών πραγμάτων την ισχυρογνωμοσύνη.

Προίκα της Αριστεράς η πολυφωνία
Εκείνη την ώρα ένας ομιλητής, γιομάτος ανεξήγητο ενθουσιασμό, επαναλάμβανε με στόμφο πως προίκα της Αριστεράς είναι η πολυφωνία. Η αριθμητική δεν θ’ αποφασίσει με τι υλικό η λεωφόρος του μέλλοντος θα φτιαχτεί. Γι’ αυτό όλοι μαζί θα προχωρήσουμε, σύντροφοι. Κι ύστερα την ίδια στιγμή μέσα από χειροκροτήματα και επευφημίες, κάποιος με θέληση ατσαλένια, αλλά και ύφος ειρωνικό είπε πως το μέλλον είναι πρόκληση: πιέζει αφόρητα. Οι πολυφωνίες, οι απόψεις οι διαφορετικές, οι συνιστώσες, ή όπως αλλιώς τις λένε, καλούνται να αποσυρθούν ήσυχα στα καμαρίνια τους. Ο ρόλος τους τέλειωσε. Ο σκηνοθέτης δεν χρειάζεται πλέον γερασμένους ηθοποιούς. Τις υπηρεσίες τους, βέβαια, κανείς δεν τις παραβλέπει.
Ωραία, έκτισαν το οικοδόμημα ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται στο στόμα πολλών κατατρεγμένων. Κανείς δεν παραβλέπει, πως για πρώτη φορά η έρμη η Αριστερά καλπάζει προς το κυβερνείο με τον ξεκάθαρο το λόγο της. Ναι, αλλά οι καιροί άλλαξαν και εμείς θα πρέπει το παρόν ν’ ακολουθούμε. Έτσι, λοιπόν, τους θύλακες της ενότητας της Αριστεράς, τώρα δεν τους χρειαζόμαστε. Επειδή όμως, εμείς είμαστε πιστοί φρουροί των δημοκρατικών διαδικασιών, θα δώσουμε τη δυνατότητα στη συνέλευση να εκφραστεί λεύτερα. Σηκώστε την κόκκινη την κάρτα: ποιος δεν θέλει να κρατάει ακόμα μες στα δόντια του μπαγιάτικο ψωμί; ποιος δεν θέλει να νιώθει στο δέρμα του το χάδι το χθεσινό; Κι ευθύς ολομιάς το γήπεδο πλημμύρισε από κόκκινη θάλασσα. Πιο έξαλλοι ήταν αυτοί που πριν από λίγο, διαπρύσιοι κήρυκες της διαφορετικότητας, υμνούσαν την αυτοδυναμία της σκέψης, τη δημοκρατικότητα. Αυτοί που κραύγαζαν πως σχήματα παλιά, ξεπερασμένα, δεν έχουν θέση στο χώρο το δικό μας. Ο συγκεντρωτισμός μόνο δεινά επέφερε. Αυτοί τώρα πρώτοι φώναζαν πως συνιστώσες δεν χρειαζόμαστε πια!

Να καλπάσουμε παρέα
Με κοίταξες με θλίψη. Φίλε μου, είπες, δεν έχω ούτε μια τρίχα άσπρη στην ψυχή μου κι ούτε σταγόνα γεροντικής αβρότητας. Κοίταξε, συνέχισε με πίκρα, θέλουν πάλι ν’ αποκεφαλίσουν τ’ αστέρια, να ματώσει πάλι ο ουρανός, σφαγείο να γίνει. Τι χρειάζονται άραγε αυτές όλες οι αναίτιες κραυγές, οι επαναλήψεις; Γιατί το νόημα και την όψη της ζωής να θέλουν με το ζόρι να τα στριμώξουν στο στενό ρούχο της ασυναρτησίας; Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Η απόφασή μου είναι μια. Χάσαμε, βέβαια, ώρες πολλές. Μα δεν πειράζει. Ελάτε τώρα, χωρίς χρονοτριβή, να καλπάσουμε παρέα, παράλληλα με του ποταμού τον ρουν. Να μιλήσουμε, έχοντας συντροφιά ασύγκριτη, τη βοή του νερένιου σάλου, λεύτερα, αδέσμευτα, όπως το λιώσιμο του πάγου στο βορρά, καθώς του ήλιου η ματιά την άνοιξη τον λιώνει. Εμπρός, ας πορευτούμε παρέα με του νερού την απαράμιλλη ορχήστρα. Ίσως ήρθε η άνοιξη πριν απ’ τον χειμώνα. Δεν είναι κακό μεγάλο το όνειρο, ούτε ανώφελο να ονειρευόμαστε δω πέρα. Καιρός για χάσιμο δεν περισσεύει. Οι λέξεις που επέζησαν: ψωμί, λευτεριά, αξιοπρέπεια, επείγονται, δεν αντέχουν άλλες καθυστερήσεις.
Κι έφυγες με τη ματιά απόμακρη να χαϊδεύει την οροφή του γηπέδου, εκεί που οι άναρθρες κραυγές, διαχέονταν και χάνονταν.
Σκέφτηκα. Πώς το ανάστημα του μέλλοντος να φτάσουμε; Τι αστείο! Αντί συναγερμό στις αισθήσεις να σημάνουμε, ώστε ν’ ακούσουμε τους ήχους της πτώσης, φλυαρούμε ακατάσχετα, καρτερώντας τις παλιωμένες μέρες του χειμώνα. Μα αυτές σαν έλθουν τα πράγματα θα ‘ναι ξεκάθαρα. Φίλοι μου, τώρα, Ενότητα!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!