Αυτές τις μέρες που συμπληρώνονται 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, η πραγματικότητα φέρνει με διάφορους τρόπους στην επιφάνεια το πολιτικό του παράδειγμα. Οι ηγεσίες, μεγάλες και μικρές, της Αριστεράς εγκαλούνται από τον απλό αριστερό κόσμο, για την έλλειψη ενωτικής πολιτικής. Η έννοια του μετώπου φαντάζει ως ο μόνος αποτελεσματικός δρόμος απόκρουσης μιας ολομέτωπης στ’ αλήθεια αντιλαϊκής επίθεσης. Εξ ου και η δημιουργία διαφόρων μετώπων που στην καλύτερη περίπτωση συσπειρώνουν ορισμένες οργανώσεις και στη χειρότερη αποτελούν μάλλον προσωπική υπόθεση, χωρίς να ξεχνάμε και την από παλιά γνωστή συνταγή μετατροπής των κομματικών παρατάξεων σε μετωπικά σχήματα που συσπειρώνουν τη λεγόμενη… επιρροή.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η δημιουργία, η δράση και η εμβέλεια του ΕΑΜ φαντάζουν σαν κάτι το εξωπραγματικό και τείνουν να πάρουν μεταφυσικές διαστάσεις. Είναι λοιπόν χρήσιμο να δούμε, έστω και σύντομα, τις βασικές παραμέτρους της πολιτικής του ΚΚΕ την περίοδο της Κατοχής, τους στόχους και την πρακτική, τις δυνατότητες και τα όρια που καθόρισαν εντέλει τις επιτυχίες και τις αποτυχίες. Πρόκειται για ζητήματα χιλιογραμμένα μιας και τουλάχιστον κάθε αριστερός φορέας ή διανοούμενος που σέβεται τον εαυτό του έχει εκφράσει και την άποψη του για τα ζητήματα αυτά, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που μετέπειτα πολιτικές επιλογές προσπάθησαν να βρουν τη νομιμοποίηση τους σε αυτήν την περίοδο. Εξαρχής ξεκαθαρίζεται πως το άρθρο αυτό δεν έχει σκοπό να υποστηρίξει ή να καταδικάσει την πολιτική του ΚΚΕ την περίοδο της Κατοχής αλλά θα έχει κατά μεγάλο μέρος πετύχει το στόχο του αν καταφέρει να την τοποθετήσει στις πραγματικές της διαστάσεις. Άλλωστε αναγκαστικά, λόγω χώρου θα πιαστούν ορισμένες μόνο –ουσιώδεις ελπίζω– διαστάσεις.

Εν αρχή ην η πολιτική
Τι ήταν το ΚΚΕ στις αρχές της Κατοχής; Ένα γενικά μικρό σε εμβέλεια κόμμα που είχε υποστεί συντριπτικά χτυπήματα από τη δικτατορία Μεταξά-Γεωργίου Β΄. Είχε όμως το απαραίτητο πολιτικό κύρος και δοκιμασμένα στελέχη για να αναπτύξει την πολιτική του. Το κύρος το αντλούσε από τη πλήρη αντίθεσή του με το δικτατορικό καθεστώς και εδώ ίσχυε το ότι όσο σε χτυπάει ο αντίπαλος, τόσο καλύτερο για σένα πολιτικά. Οι δηλώσεις αποκήρυξης του κομμουνισμού που μάζεψε ο Μανιαδάκης ήταν σχεδόν τόσες όσες και οι ψήφοι που πήρε ο συνδυασμός του ΚΚΕ το 1936 και υπερδιπλάσιος των μελών του – το ίδιο το καθεστώς μεγέθυνε τη διάσταση του ΚΚΕ και αυτό βγήκε σε καλό. Οι αμετανόητοι της Ακροναυπλίας έδειχναν ότι η καρδιά του κόμματος έμεινε αλώβητη και το γράμμα Ζαχαριάδη έδειχνε το δρόμο και τις πρωταγωνιστικές φιλοδοξίες του ΚΚΕ σε εθνικό επίπεδο.
Η γενική γραμμή, όπως αυτή είχε τεθεί από το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν η συντριβή του φασισμού και στις συνθήκες του πολέμου αυτό ερμηνευόταν με τη συντριβή του Άξονα και την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η τελευταία έδειχνε το δρόμο με τη σύμπηξη της μεγάλης συμμαχίας, όπως αυτή οριζόταν από την αποδοχή του Χάρτη του Ατλαντικού και τις αποφάσεις στην Τεχεράνη. Απέναντι στον ολοκληρωτικό πόλεμο που υποσχόταν ο ναζισμός, η απάντηση ήταν η ολοκληρωτική, άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Μέσα στον κυκεώνα του πολέμου, και μετά και την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1943, δεν ήταν αυτονόητη η μεταφορά και εφαρμογή αυτής της πολιτικής από τα κομμουνιστικά κόμματα σε κάθε χώρα. Στην Ελλάδα η πολιτική του ΚΚΕ βασιζόταν στη μεσοπολεμική εμπειρία του Παλλαϊκού Μετώπου, που μπορεί να μην απέτρεψε τη δικτατορία αλλά ανέβασε κατά πολύ το κύρος και την εμβέλεια του κόμματος, ενώ η έλλειψη επαφής με την Κομμουνιστική Διεθνή, προτού εκείνη διαλυθεί, άφηνε στο ΚΚΕ την ευθύνη αλλά και τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάσει. Από τον Ιούλιο του 1941, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ καλούσε σε ένα εθνικό μέτωπο απελευθέρωσης με πρωταρχικό στόχο το διώξιμο των κατακτητών. Επίσης έμπαινε ο στόχος για την επόμενη μέρα μιλώντας «για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, που θα αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, θα του εξασφαλίσει ψωμί και δουλειά, θα συγκαλέσει συνταχτική εθνοσυνέλευση και θα υπερασπίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική δύναμη»1.
Έμπαινε λοιπόν εξαρχής μπροστά η μετωπική πολιτική με πολιτική γραμμή την εθνική ενότητα, στρατηγική την ανάπτυξη εθνικού μετώπου, πρώτο και αποφασιστικό στόχο την απελευθέρωση της χώρας ενώ δεν χανόταν ο απώτερος στόχος της κοινωνικής αλλαγής μεταπολεμικά. Το ΚΚΕ, εξαρχής και πριν ακόμη σχηματιστεί το ΕΑΜ, αναλάμβανε τις ευθύνες του για τη χάραξη μιας εθνικής πολιτικής και προχωρούσε από το λαϊκό στο εθνικό μέτωπο, όπως άλλωστε είχε περιγράψει από το 1939 ο Ζαχαριάδης στις Θέσεις του για την ιστορία του ΚΚΕ. Στη γραμμή αυτή ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, για το οποίο δεν θα επιμείνουμε μιας σε άλλα άρθρα του παρόντος αφιερώματος μπορεί ο αναγνώστης να βρει πολλά στοιχεία. Όλες οι μετωπικές δράσεις και οργανώσεις περιβλήθηκαν με την εμβέλεια της εθνικής συστράτευσης από την ονομασία τους ακόμα δίνοντας άλλες πολιτικές διαστάσεις σε διεκδικήσεις συνδικαλιστικές, συνεταιριστικές, εθνοτοπικές ή γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα. Δεν ήταν δεδομένη η πολιτικοποίηση των κάθε είδους διεκδικήσεων και η συνάρθρωσή τους γύρω από ένα κοινό εθνικό μέτωπο, στο οποίο όχι μόνο συμμετείχαν αλλά πρωταγωνιστούσαν οι κομμουνιστές.
Ήταν φανερό –τότε, ίσως όχι σήμερα– ότι η πολιτική γραμμή της εθνικής ενότητας ήταν η μόνη που μπορούσε να φέρει αυτά τα αποτελέσματα τόσο στην οργάνωση του λαού όσο και στη συγκέντρωση δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο. Δεν έγιναν έξαφνα μαζικά κομμουνιστές οι Έλληνες ούτε πείστηκαν για τη μεταπολεμική πορεία της χώρας. Συμμετείχαν όμως μαζικά σε ένα εθνικό μέτωπο που είχε καθαρούς στόχους και έδειχνε οργανωμένους τρόπους πάλης για την υπεράσπιση της ζωής τους. Και αυτό παρά την αναντιστοιχία της κοινωνικής εμβέλειας του ΕΑΜ με την πολιτική του διάσταση που λίγο διέφερε από εκείνη του Παλλαϊκού Μετώπου. Τα όρια των πολιτικών συμμαχιών του ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο κάλυπταν ένα μέρος της Αριστεράς και δεν μπόρεσαν να επεκταθούν πέρα από αυτήν παρά τις προσπάθειες και τις πρόσκαιρες και εύθραυστες συνεννοήσεις με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Οι έκτακτες συνθήκες της Κατοχής δεν θα κατάφερναν να οδηγήσουν στο ξεπέρασμα αυτών των ορίων. Την ίδρυση του ΕΑΜ, όπως γνωρίζουμε, συναποφάσισαν με το ΚΚΕ, το ΣΚΕ, η νεοδημιουργημένη ΕΛΔ του Ηλία Τσιριμώκου και το ΑΚΕ, όπως είχε διαμορφωθεί μέσα στην Κατοχή. Τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα, εν πολλοίς κατακερματισμένα, επέδειξαν εξαρχής μια διάθεση απόσπασης από την κατοχική πραγματικότητα σχεδιάζοντας τη μεταπολεμική κατάσταση της χώρας. Το πώς η χώρα θα έφτανε εκεί, δεν φαινόταν να τα απασχολεί, ήταν ένα θέμα που επαφιόταν στη γενική εξέλιξη του πολέμου. Εδώ έχουμε και κάποια όρια, που το ΚΚΕ έπαιρνε υπόψη του. Καθώς οι εξελίξεις του πολέμου από το 1943 προδιέγραφαν το τέλος του, άρχισαν παντού και οι διεργασίες για το μεταπολεμικό σχεδιασμό του κόσμου. Καθώς οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, και οι Βρετανοί βεβαίως, σχεδίαζαν μια επιστροφή στο μεσοπολεμικό πολιτικό σύστημα και αυτό τους οδηγούσε σε μια επιθετική στάση απέναντι στην Αντίσταση και ειδικά προς το ΚΚΕ, αυτό το τελευταίο έπρεπε να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Και ούτε αυτή η προπαγάνδα ήταν αμελητέα ούτε ο αστικός πολιτικός κόσμος διαλυμένος, όπως θέλουν απλουστευτικές περιγραφές της εποχής.

Η Ελεύθερη Ελλάδα και τα νέα καθήκοντα
Η δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας, με την απελευθέρωση μεγάλου μέρους της υπαίθρου από τον ΕΛΑΣ από το καλοκαίρι του 1943, δημιουργούσε νέα, μη προβλέψιμα, ζητήματα και απαιτήσεις διοίκησης, που υπερέβαιναν τη σχηματισμένη, και σχηματοποιημένη, γραμμή πανεθνικής ενότητας και λύσης του κυβερνητικού προβλήματος μετά την απελευθέρωση. Οι λύσεις που έπρεπε αναγκαστικά να δοθούν για τη διακυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας αλλά και για την αντιπροσώπευση αυτής της εξουσίας απέναντι στους άλλους πόλους εξουσίας, εγχώριους και ξένους, υπήρξαν δύσκολες και αντιφατικές.
Ο σταδιακός σχηματισμός της Ελεύθερης Ελλάδας δημιουργούσε τους όρους σχηματισμού μιας ξεχωριστής κυβέρνησης πριν την απελευθέρωση της χώρας. Προς αυτήν την κατεύθυνση έδειχναν τόσο οι δυσοίωνες εξελίξεις στην Ελλάδα με τη σταδιακή σύμπηξη ενός αντιεαμικού μετώπου από τις πολιτικές δυνάμεις αντί της σύμπραξής τους σε ένα κοινό εθνικό μέτωπο αλλά και οι ανάλογες εξελίξεις σε Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και με διαφορετικό τρόπο σε Γαλλία και Τσεχοσλοβακία. Το ΚΚΕ, χωρίς να εγκαταλείπει την πολιτική γραμμή της πανεθνικής ενότητας, αρχίζει να εξετάζει και αυτό το ενδεχόμενο στα πλαίσια της πολιτικής του. Από το καλοκαίρι του 1943 η ρητορική του ΚΚΕ σκληραίνει απέναντι στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις μετατοπίζοντας σταδιακά το ζήτημα της εθνικής ενότητας από το επίπεδο της ενότητας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στο επίπεδο της ενότητας του λαού, που μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα στους κόλπους του ΕΑΜ. Αμφισβητούσε δε τον εθνικό λόγο των αστικών κομμάτων προβάλλοντας και το θέμα στο οποίο αυτά υπερθεμάτιζαν και για χρόνια το ΚΚΕ κατηγορείτο –τις εθνικές διεκδικήσεις.
Παρά τη ρητορική αυτή, δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά ούτε η πολιτική γραμμή του ΚΚΕ για την εθνική ενότητα ούτε οι εκτιμήσεις, πάνω στις οποίες αυτή βασιζόταν. Στις αρχές Ιουνίου 1943 η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, που είχε συγκληθεί στην Αθήνα για να εγκρίνει την πρόταση διάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπερθεμάτισε στο ζήτημα της εθνικής ενότητας. Στη σχετική ανακοίνωση, η διάλυση της ΚΔ εμφανιζόταν ως μέτρο που έπληττε τη φασιστική στρατηγική διάσπασης του συμμαχικού στρατοπέδου και που έβγαζε «κάθε εμπόδιο για τη στερέωση του εθνικού αγώνα ενάντια στους βάρβαρους κατακτητές». Το ΚΚΕ δήλωνε πως θα συνέδραμε για να «συνενωθεί και η τελευταία πατριωτική δύναμη σ’ έναν αδιάσπαστο εθνικό συνασπισμό» και να κινητοποιηθεί ο λαός για την εθνική απελευθέρωση, πάντα στο πλάι των μεγάλων Συμμάχων. Το ίδιο το Κόμμα θα άλλαζε οργανωτική πολιτική για να μετατραπεί σε «πλατύ μαζικό κόμμα του εργαζόμενου λαού, κόμμα μυριάδων μελών». Αυτή η τελευταία απόφαση αντανακλούσε και τις αυξημένες στελεχικές απαιτήσεις του ΚΚΕ από την πολύπλευρη ανάπτυξη του αγώνα και τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών.
Τις πρώτες μέρες του 1944, πραγματοποιήθηκε στο Κουκάκι, η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Η εκτίμηση της εισήγησης ήταν ότι το 1944 «υπάρχουν όλες οι δυνατότητες να συντριβεί ο φασισμός». Η μεταστροφή του πολέμου παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα, όπως οι αποφάσεις της Μόσχας και της Τεχεράνης για την αυτοδιάθεση των λαών και τον εκμηδενισμό του φασισμού. Ως πρώτα δείγματα της νέας περιόδου παρουσιάστηκαν η «τσεχοσοβιετική συνθήκη» και η «καινούρια λαϊκή γιουγκοσλαβική κυβέρνηση». Το ΚΚΕ, συνέχιζε παρακάτω η απόφαση, «θεωρεί μοναδικό κατάλληλο πολίτευμα για τη μεταπολεμική αναδημιουργία της Ελλάδας, τη λαϊκή δημοκρατία και θ’ αγωνιστεί να κατακτήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού στις εκλογές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης. […] Η εθνική ενότητα και πάλη στο πλευρό των συμμάχων ως τη συντριβή του φασισμού, για την επιβίωση του λαού, για την εθνική απελευθέρωση, για τη λαοκρατική λύση του εσωτερικού προβλήματος, για τη λαϊκή δημοκρατία, είνε ο δρόμος της νίκης, της λευτεριάς, της προόδου. Κυβέρνηση εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης, καταρτιζόμενη άμεσα στην ελεύθερη Ελλάδα, θα εξασφαλίσει, με τις λιγότερες θυσίες, αυτές τις λύσεις προς το συμφέρο του έθνους»2.  

Επιμονή στη γραμμή, αλλαγές στην τακτική
Το ΚΚΕ, μαζί με το ΕΑΜ, θα προχωρούσε στη δημιουργία κυβέρνησης στην Ελεύθερη Ελλάδα, διεκδικώντας την εκπροσώπηση του έθνους στην κρίσιμη αυτή καμπή του πολέμου. Άλλωστε το ζήτημα της πολιτικής διοίκησης της μεγάλης απελευθερωμένης περιοχής της χώρας ήταν έτσι κι αλλιώς επιτακτικό· η ευθύνη για τη μη ολοκλήρωση της εθνικής ενότητας με μια και μόνη κυβέρνηση έπρεπε να πέσει στην κυβέρνηση Τσουδερού και στον Γεώργιο Β΄. Προς αυτήν την κατεύθυνση σχηματίστηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) το Μάρτιο του 1944, με διακηρυγμένο σκοπό την επίσπευση των διαδικασιών για το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας που πραγματοποιήθηκε τελικά λίγο μετά με τη Συμφωνία του Λιβάνου.
Με ημερομηνία 3 Αυγούστου δημοσιεύτηκε η Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, το πρόβλημα της ενότητας και τα καθήκοντα του ΚΚΕ, με τίτλο «Όλοι επί ποδός πολέμου!»3.  Δήλωνε το Κόμμα, «την ακλόνητη προσήλωσή του στην πολιτική της εθνικής ενότητας», με σκοπό το ομαλό δημοκρατικό πέρασμα στην απελευθέρωση. Έθετε απέναντι στα συμφέροντα του έθνους «την πιο μαύρη αντίδραση», που συμμαχούσε με τους κατακτητές, και τους «πιο αντιδραστικούς κύκλους», που «εμπνεόμενοι από την πολιτική του Γλύξμπουργκ» και με πολιτικό εκφραστή τον Γεώργιο Παπανδρέου, προσπαθούσαν να «τορπιλίσουν την πραχτική επίτευξη της ενότητας, που είχε γίνει κατ’ αρχήν δεχτή στο Λίβανο».
Στην προπαγάνδα του ΚΚΕ, η εθνική ενότητα «κάτω από μια πανεθνική Κυβέρνηση είναι η καλύτερη εγγύηση ν’ αποκρούσωμε το μεγάλο κίνδυνο που απειλεί το λαό μας, είναι ο μόνος τρόπος ν’ αποσοβήσουμε τον εμφύλιο πόλεμο που ονειρεύεται η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Είναι ο μοναδικός τρόπος να χτυπήσουμε αποφασιστικώτερα τον καταχτητή και να λευτερωθούμε γλυγορώτερα»4.  
Οι ενδείξεις για την ολοένα και ταχύτερη απελευθέρωση της χώρας πλήθαιναν και η ΠΕΕΑ ένιωθε την πίεση να πάρει τις τελικές της αποφάσεις ως προς τη συμμετοχή της ή όχι στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Το επικείμενο τέλος του πολέμου επίσπευδε τις εξελίξεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένης της άποψης των συμμάχων του για συμμετοχή στην κυβέρνηση και τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΚΚΕ αποφάσισε πως δεν είχε άλλο δρόμο από το να εφαρμόσει μέχρι τέλους τη γραμμή της πανεθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε δικό του επίτευγμα, και να δεχτεί τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως. Άρχιζε ένας αγώνας δρόμου για την κατάκτηση των περισσότερων δυνατόν επίκαιρων θέσεων μέσα στη χώρα, ώστε η επικείμενη απελευθέρωση να έρθει με τέτοιους συσχετισμούς που να αντέξουν και να υπερκεράσουν τις αντιδράσεις των πολιτικών αντιπάλων και άσπονδων συμμάχων του. Η πολιτική της τελευταίας αυτής περιόδου της ΠΕΕΑ χαρακτηρίζεται από την ένταση στην εφαρμογή μιας ήδη προδιαγεγραμμένης πολιτικής ώστε να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα πριν την απελευθέρωση στους τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, της διοίκησης και του ρόλου των συνεταιρισμών, στην τακτοποίηση του ζητήματος των αξιωματικών ενώ ετοιμαζόταν η έντονη προπαγάνδιση και κατοχύρωση του έργου της Εθνικής Αντίστασης. Δεν θα υπερβάλουμε αν ισχυριστούμε ότι η «ολοκλήρωση της εθνικής ενότητας», μέσα στους εαμικούς θεσμούς, ήταν το κύριο μέλημα των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ, όπως αυτό φαίνεται από τις εκθέσεις τους από αυτήν την περίοδο του Αυγούστου 1944 και έπειτα.
Το ΚΚΕ επέμεινε στην πολιτική του γραμμή με μεγάλη συνέπεια μέχρι τέλους. Προσπάθησε δε να αντιμετωπίσει τα πολιτικά σχέδια των αντιπάλων του με τακτικές κινήσεις αλλά και να διαχειριστεί τεράστια ζητήματα ενός απελευθερωμένου χώρου μέσα στα όρια αυτής της γραμμής. Είναι λογικό να υπέθετε κανείς πως μια απότομη στροφή θα μπορούσε να έχει περισσότερες αρνητικές συνέπειες απ’ ότι η επιμονή σε μια σταθερή πολιτική που είχε φέρει εξαιρετικά αποτελέσματα. Με την ύστερη γνώση βέβαια εύκολα μπορεί κάποιος να καταλογίσει στο ΚΚΕ μια σειρά λαθών αλλά πλέον ίσως είναι πιο παραγωγικό να ξεπεράσουμε τη λαθολογία και τις εκ των υστέρων υποθέσεις και να κρίνουμε τη συγκεκριμένη πολιτική στις συγκεκριμένες συνθήκες –εγχώριες και διεθνείς. Αυτό θα προϋπέθετε βέβαια και μια προσεκτική ανάγνωση των υλικών προϋποθέσεων κάθε πολιτικής επιλογής, κάτι που οι συντριπτικά περισσότερες αναλύσεις και ερμηνείες αποφεύγουν επιμελώς να θίξουν. Για αυτά τα ζητήματα ίσως μας παρουσιαστούν ευκαιρίες να επανέλθουμε.

*Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!