Του Αχιλλέα Σταύρου
Παίρνουμε μια ανάσα από την, όχι και τόσο εύοσμη, προεκλογική περίοδο και δημοσιεύουμε την ενδιαφέρουσα επιστολή αναγνώστριας σχετικά με τη συζήτηση για τη σχέση ατομικότητας/συλλογικότητας, που άνοιξε στα φύλλα 238 & 239 και συνεχίστηκε στο φύλλο 241. Την ευχαριστούμε πολύ και συμπληρώνουμε ότι αντί για ονοματεπώνυμο ζήτησε να υπογράψει με τον τίτλο του άρθρου.
«Οι παρακάτω σκέψεις αναδύονται μέσα από το γενικότερο παραλήρημα των ημερών και εν μέσω ισορροπιών που κλονίζονται.
Οι επόμενες λοιπόν συγγραφικές αράδες αφορούν την ένταξή μου -πρώτη φορά οργανώνομαι κάπου- στο ΣΥΡΙΖΑ. Ένταξη σε ένα πλαίσιο πολιτικοκοινωνικό με δομή, όρους, σκέψεις, αναλογίες και δυσαναλογίες. Θεωρητικά, την ένταξή μου σε μια ομάδα ανθρώπων που έχουν έναν κοινό αριστερό σκοπό και στόχο, πρακτικά επίσης, μιας και η πλειοψηφία του κόσμου του κόμματος μέσα από αυτόν τον άξονα κινείται και κινητοποιείται.
Ο καιρός της κρίσης έχει ακινητοποιήσει, κλονίσει και συνθλίψει αρκετή από τη δυναμική των ανθρώπων γενικότερα. Η καθημερινότητα τρομοκρατεί πολύ τις εσωτερικές ισορροπίες, καλεί το άτομο να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με ό,τι μέχρι σήμερα θεωρούσε αυτονόητο και το εντάσσει μέσα σε ένα νέο πλαίσιο, σε μια νέα πραγματικότητα σχετισμών και συσχετισμών. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία στον κάθε ένα από εμάς αν μέχρι σήμερα του αναλογούσε ένα ποσοστό ευθύνης σε ό,τι σκεφτόταν και σε ό,τι έπραττε, λόγω συνθηκών αυτόματα το ποσοστό αυτό πολλαπλασιάζεται.
Θεωρώ λοιπόν ότι ο κάθε ένας από εμάς που είμαστε μέσα σε αυτό το οργανωμένο πλαίσιο οφείλει να έχει μια ευθύνη αρχικά στον εαυτό του και εν συνεχεία στον διπλανό του, οργανωμένο ή μη. Οφείλει να επικοινωνεί τις σκέψεις του, να ανοίγει διάλογο και όχι μονόλογο, έχει ευθύνη στο να συγκρατεί μια βαθύτερη “σχέση” που θα δομήσει αυτό το κάτι το πιο “ολοκληρωμένο” έστω κι αν αισθάνεται ότι η αστάθεια της ύπαρξής του είναι πολύ πιο έντονη τις ημέρες αυτές.
Η ανθρωπιά και η επικοινωνία για την οποία συζητάμε θα πρέπει να γίνεται πράξη. Ξεπερνάω επιτέλους τον εαυτό μου -φεύγω από τον περίβολο αυτού- και εμφανίζω τη ματιά μου αλλά και την ανησυχία μου στην “κοινότητα” στην οποία κατοικώ και υπάρχω. Αναλαμβάνω την ευθύνη της επικοινωνίας αυτής. Κι έτσι χτίζω σχέσεις.
Περιμένω από τους συντρόφους μου να βγούνε από τα δεδομένα τους και να επικοινωνήσουν τη συνδιαμόρφωση. Οφείλω να το περιμένω μιας και αυτό είναι το στέρεο κομμάτι μιας συλλογικότητας, μιας κοινότητας, η συνδιαμόρφωση. Είναι το κομμάτι στο οποίο μπορεί να στηθούν μια σειρά πράξεων με συνείδηση από όλους και προς όλους. Αναμένω διάλογο. Τόσο απλό! Όχι “διάλογο” εν είδει έτοιμων θέσεων σε μια Ο.Μ., αλλά δ ι ά λ ο γ ο.
Αυτονόητα πια δεν υπάρχουν, μας τα αφαιρούν καθημερινά. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στο τσεπάκι και οι λέξεις όταν προφέρονται δεν ακούγονται πια οι ίδιες.
Πώς θα χτίσουμε κάτι κοινό εάν δεν δώσουμε κοινό νόημα στις λέξεις;
Αναμένω λοιπόν τη στιγμή ενός διαχυτικού διαλόγου, αρχικά παρορμητικού, λόγω της ανάγκης του να σχετιστούμε σε ένα πιο ανοιχτό πεδίο, άγνωστο εν μέρει.
Και αυτό περιέχει ανάγκη, ευθύνη και συνείδηση ενός σκοπού ατομικού και συλλογικού ταυτοχρόνως.
Αναμένω τη συνδιαμόρφωση, τον λόγο και τον αντίλογο, την ιδεολογία στην πράξη, την ανησυχία στην πράξη.
Κάτω απ’ όλα και πάνω απ’ όλα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις στην πράξη. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται…»