Η δρ. Ευαγγελία Κανταρτζή, διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης και ο Σήφης Μπουζάκης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, έχουν ήδη δημοσιεύσει σημαντικές εργασίες που αφορούν στα σχολικά εγχειρίδια. Με το νέο βιβλίο που συνυπογράφουν καταπιάνονται με ένα εξαιρετικά ακανθώδες θέμα, που συχνά έχει οδηγήσει σε ακραίες αντιπαραθέσεις.
Τίτλος του, Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου (1917- 2017) – Η Διαχείριση των Εθνικών Τραυμάτων, Επιτευγμάτων και Μύθων (εκδόσεις Gutenberg) κι όπως είναι φανερό, αντικείμενο είναι τα βιβλία ιστορίας με ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνα που για διάφορους λόγους αποσύρθηκαν, καταγγελλόμενα από πολύ διαφορετικές πλευρές.
Τα πυρά ήρθαν και από Αριστερά και από Δεξιά καθώς το επίδικο αντικείμενο θεωρήθηκε εξαιρετικά σημαντικό.
Με πλούσια βιβλιογραφία, με αρχειακό υλικό και κυρίως με γνώση και νηφαλιότητα, οι δυο συγγραφείς παραθέτουν κριτικά τα στοιχεία του προβλήματος, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να ανατρέξει στις πηγές, εφόσον θέλει να μελετήσει ακόμη περισσότερο το ζήτημα.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον κύριο Μπουζάκη.
Πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε στην έκδοση αυτού του βιβλίου;
Ισχυρό κίνητρο για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν η προγενέστερη ενασχόλησή μας με το θέμα της σχολικής γνώσης (αναλυτικά προγράμματα, σχολικά βιβλία) είτε με αρθρογραφία είτε με συμμετοχή σε σχετικά με το θέμα επιστημονικά συνέδρια, είτε με την προσωπική εμπλοκή μας με Μουσεία Εκπαίδευσης, στις συλλογές των οποίων συγκαταλέγονται πλήθος σχολικών βιβλίων. Και βέβαια, είχαμε διαπιστώσει από τη μελέτη των σχολικών βιβλίων ιστορίας ότι στα περιεχόμενά τους υπήρχαν μύθοι, παραχαράξεις, ανακρίβειες, «μαύρες τρύπες» κ.λπ., τα οποία είχαν προκαλέσει συχνά «πολέμους»…
Θέλαμε, λοιπόν, να αναδείξουμε, με τη βοήθεια της ανάλυσης των περιεχομένων των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας του δημοτικού σχολείου, τον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος διαχειρίστηκε τα παραπάνω θέματα, τις καταστροφές και τους θριάμβους με όρους Στάθη Καλύβα. Την προσπάθειά μας αυτή την αναλάβαμε γιατί το ιστορικό μας υλικό –τα σχολικά βιβλία– που κάλυπταν την εξεταζόμενη περίοδο ενός αιώνα (1917-2017) υπήρχαν στο Μουσείο Εκπαίδευσης και Σχολικής Ζωής, έργο ζωής της συγγραφέως Ευαγγελίας Κανταρτζή.
Ποια θεωρείτε σημεία-σταθμούς για τα σχολικά βιβλία ιστορίας;
Υπήρξαν περίοδοι στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης στις οποίες επιχειρήθηκε, στο πλαίσιο της αστικής γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ο εκσυγχρονισμός τής σχολικής γνώσης με τη συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων, ανάμεσά τους και βιβλίων ιστορίας. Τέτοιες περίοδοι είναι το 1910-1920, το 1928-1932, Βενιζελική περίοδος, το σύντομο διάλειμμα της μεταρρύθμισης των Γεωργίου Παπανδρέου και Ευάγγελου Παπανούτσου 1964-1965, η περίοδος της μεταπολίτευσης με έμφαση στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και το τέλος του περασμένου αιώνα και τα τελευταία χρόνια με τις προτάσεις μιας επιστημονικής επιτροπής για τη συγγραφή νέων βιβλίων ιστορίας με βασική στόχευση τη δημιουργία ενός κριτικού και ιστορικά εγγράμματου πολίτη.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες διαμάχες που έχουν προκύψει;
Οι πλέον γνωστές διαμάχες για τα σχολικά εγχειρίδια (σ’ αυτά δεν συμπεριλαμβάνονταν βιβλία σχολικής ιστορίας αλλά μόνο γλώσσας) είναι αυτές της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1917-1920 –θυμίζουμε το «να καώσι» της Επιτροπείας του 1921–, το βιβλίο Ιστορίας του Κ. Καλοκαιρινού της μεταρρύθμισης του 1964-1965 και τα βιβλία της Μ. Ρεπούση και του Γ. Κόκκινου, για τα οποία ξέσπασαν πόλεμοι και αποσύρθηκαν.
Όπως είδαμε, τα βιβλία ιστορίας του σχολείου γίνονται αντικείμενο έντονων διαξιφισμών και διαμάχης. Ποιες είναι οι βασικές αιτίες που συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Τα βιβλία ιστορίας ανήκουν στην κατηγορία των βιβλίων ιδεολογικοπολιτικού περιεχομένου, επομένως συνδέονται με τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, βασικό συνταγματικό και πολιτικό πρόταγμα της πολιτικής του έθνους κράτους. Με την έννοια αυτή, προωθούσαν τα κάθε φορά προτάγματα των κυρίαρχων σε πολιτικό επίπεδο δυνάμεων, των «νικητών». Αυτό «επέβαλλε» την ωραιοποίηση του «εθνικού εαυτού» με μύθους και παραχαράξεις, ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας και τη δαιμονοποίηση του πάντα «κακού» εθνικού άλλου. Όλα αυτά προκαλούσαν τις αντιδράσεις των «ηττημένων» με αποτέλεσμα τις έντονες συγκρούσεις ανάμεσα σε επιστήμονες και διάφορες «ομάδες πίεσης». Σημαντικό ρόλο σ’ αυτές τις συγκρούσεις έχει η δημόσια ιστορία που συχνά αποτελεί βαρίδι στην επιστημονικοποίηση της σχολικής ιστορίας.
Μπορεί να υπάρξει «αντικειμενικό» βιβλίο ιστορίας;
Ναι, στον βαθμό που η συγγραφή των βιβλίων ιστορίας ανατίθεται σε έγκυρους επιστήμονες ιστορικούς, που στη συγγραφή των βιβλίων προτάσσουν τη χρησιμοποίηση των αυστηρών κανόνων της ιστορικής μεθόδου και δεν υπηρετούν σκοπιμότητες. Βέβαια, τέτοια παραδείγματα, ιδιαίτερα στη χώρα μας, σπανίζουν. Έτσι, η σχολική ιστορία παρά τα βήματα που έχουν γίνει μεταπολιτευτικά με αφαίρεση από τα περιεχόμενα των βιβλίων πολλών μύθων και διαστρεβλώσεων, έχει ακόμη πολύ δρόμο για να πλησιάσει την ακαδημαϊκή ιστορία.
Με ποιους όρους και διαδικασίες θα μπορούσε να υπάρξει ένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας το οποίο να εξυπηρετεί τον παιδαγωγικό του ρόλο;
Για όλα αυτά απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση και ανοιχτή εκπαιδευτική πολιτική από αποφασισμένους πολιτικούς. Και βέβαια, για να αποφευχθούν και στο μέλλον πόλεμοι για τα βιβλία ιστορίας, είναι σημαντικό να επιδιωχθούν πριν από τη συγγραφή των βιβλίων συναινέσεις ιδιαίτερα με γονείς και εκπαιδευτικούς και, επίσης, να υπάρξει πιλοτική εφαρμογή των βιβλίων, αξιολόγηση και μετά γενίκευση. Και, βέβαια, για να διασφαλισθεί ότι ένα βιβλίο εξυπηρετεί και τον παιδαγωγικό του ρόλο είναι σημαντικό, στις ομάδες συγγραφής να συμμετέχουν, εκτός από ιστορικούς, επιστήμονες και από άλλες ειδικότητες, όπως παιδαγωγοί, ψυχολόγοι, γλωσσολόγοι, καλλιτέχνες για την εικονογράφηση. Υπενθυμίζουμε ότι στη συγγραφή των εμβληματικών βιβλίων γλώσσας, Τα ψηλά βουνά, Το αλφαβητάρι με τον ήλιο, Τα καλά παιδιά κ.ά. συμμετείχαν παιδαγωγός, γλωσσολόγος και καλλιτέχνης.