του Θεμιστοκλή Συμβουλόπουλου
Δεν μπορεί. Μας κάνουν πλάκα! Την στιγμή που πάγια απαίτηση και διαχρονικό αίτημα της μουσικής κοινότητας στην Ελλάδα, είναι να διαβαθμιστούν και να κατοχυρωθούν επιτέλους οι τίτλοι σπουδών στους μουσικούς, μια επαγγελματική κατηγορία που βρίθει ειδικοτήτων, ιδιαιτεροτήτων, ικανοτήτων, δεξιοτήτων και δεν μπορεί παρά να ανήκει στην υψηλή επιστημονική και καλλιτεχνική εξειδίκευση και στο ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης, η φερόμενη ως κυβέρνηση, με πρόσχημα την διαβάθμιση στον κλάδο, ετοιμάζεται να νομοθετήσει την υποβάθμιση των μουσικών σπουδών, την ανισότητα και την αυθαίρετη διάκριση πολλών ταχυτήτων δήθεν για την εξασφάλιση της «διαβάθμισης».
Αντί να σκύψουν με πραγματική φροντίδα και αίσθηση ευθύνης στο ταλαιπωρημένο και με χίλια προβλήματα από κάθε άποψη, εκπαιδευτικά και εργασιακά, επιστημονικό αντικείμενο της μουσικής παιδείας, τέχνης και επαγγέλματος στην Ελλάδα, με εθνικό στρατηγικό πλαίσιο στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας εύρυθμης τριτοβάθμιας, και με δυνατότητα μεταπτυχιακής και διδακτορικής σπουδής και εκπαίδευσης, Μουσικής Ακαδημίας, ανακάλυψαν το Κρατικό Πιστοποιητικό Μουσικών Γνώσεων, που όπως ισχυρίζονται, θα επιτρέψει τη διαβάθμιση και την κατοχύρωση των μουσικών γνώσεων προσδίδοντας κρατική ισχύ!
Το όλο εγχείρημα εντάσσεται στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων ενώ αντιστοιχεί και ευθυγραμμίζεται απ’ ευθείας στο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων. Η βασική όμως στόχευση και «προσφορά» του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων είναι η ενίσχυση της κινητικότητας των εργαζομένων μέσα στην Ε.Ε. δηλαδή η μετανάστευση και η διεθνής εργασιακή περιπλάνηση των αποφοίτων και των εργαζόμενων
Πώς έχουν τα πράγματα
Το όλο εγχείρημα εντάσσεται στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, υπάγεται στον ΕΟΠΠΕΠ (Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού) που με την σειρά του υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Πρόκειται για ένα πλαίσιο ταξινόμησης των προσόντων, δηλαδή των τίτλων που κατέχει ο κάθε πολίτης, ενώ αντιστοιχεί και ευθυγραμμίζεται απ’ ευθείας στο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων. Η ιστορία δεν είναι καινούργια, αποτελεί πάγια πολιτική της Ε.Ε. και βρίσκεται στον δημόσιο διάλογο ήδη από το 2010 και επί υπουργίας της Άννας Διαμαντοπούλου. Τελικά εγκρίθηκε το 2014, επικαιροποιείται συνεχώς και όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, δεν είναι κάποιο εφεύρημα της σημερινής κυβέρνησης, αλλά υποχρεωτική νόρμα της Ε.Ε. που καλείται να εφαρμοστεί παντού, ανεξάρτητα με το ποιός βρίσκεται στην εξουσία.
Για το Εθνικό και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων, έχουν γραφτεί πολλά. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις πολλές και ύπουλα αρνητικές προεκτάσεις του. Απλά θα επισημάνουμε, ότι η εκπαιδευτική και πανεπιστημιακή κοινότητα στην πλειοψηφία της, βρέθηκε με την πλάτη στο τοίχο, όταν συνειδητοποίησε ότι πρόκειται για παραπέρα διαφοροποίηση και ουσιαστική υποβάθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση, ενώ και ο ανταγωνισμός των διαφόρων σχολών στον κατακερματισμό σπουδών και τίτλων, θα τείνει να σπρώχνει προς τα κάτω το κύρος της εκπαίδευσης σε κάθε επίπεδο.
«Προσόντα χωρίς σύνορα για εργασία και μάθηση» Αυτή είναι η επικοινωνιακή λεζάντα στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας. Η βασική όμως στόχευση και «προσφορά» του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων είναι η ενίσχυση της κινητικότητας των εργαζομένων μέσα στην Ε.Ε. και διεθνώς, προκειμένου λέει, να στηριχθεί η αγορά εργασίας. Εύκολα κατανοεί κανείς, ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, με κατεστραμμένη την οικονομία, με την κατάρρευση της παραγωγής, των θέσεων εργασίας και της παγιωμένης υψηλής ανεργίας ειδικά στους νέους, το μόνο που θα ενισχυθεί θα είναι η μετανάστευση και η εργασιακή περιπλάνηση εντός της Ε.Ε. των αποφοίτων και γενικά των εργαζόμενων κάθε επιπέδου. Όπως ήδη γίνεται.
Συμπερασματικά το Εθνικό και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων από μόνο του δεν είναι τίποτα περισσότερο, παρά ένας αντιδραστικός, αντικοινωνικός και βαθιά αντιδημοκρατικός θεσμός, που κονιορτοποιεί κάθε υπάρχουσα υπόσταση, ή προσπάθεια συγκρότησης ενιαίου συστήματος εκπαίδευσης με στρατηγικό εθνικό πλαίσιο, στην κατεύθυνση των πραγματικών αναγκών ανάπτυξης της χώρας, της ενίσχυσης της παραγωγικότητάς της σε όλα τα επίπεδα, της πλήρους απασχόλησης και υψηλής κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, της διασφάλισης της εργασίας και των δικαιωμάτων αλλά και της πρωτοπορίας και της προσφοράς στο τεχνολογικό και επιστημονικό, γενικά πολιτισμικό πεδίο εγχώρια και διεθνώς.
Όλα αυτά, ως ψιλά γράμματα, θυσιάζονται στον βωμό του μεσαίωνα της αγοράς εργασίας, που προωθείται στρατηγικά και με σχέδιο από την Ε.Ε. και τα πολυπλόκαμα αλλότρια συμφέροντά της και θέλει τον εργαζόμενο και τον επιστήμονα νομάδα μετανάστη, δέσμιο και αναλώσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο στις ορέξεις των κάθε λογής επενδυτών του νεοφιλελευθερισμού των Αγορών και της παγκόσμιας οικονομίας.
Κατά συνέπεια, και η επιχειρούμενη διαβάθμιση των μουσικών γνώσεων μέσα από αυτό το Πλαίσιο καθίσταται εξ’ αρχής απαγορευτική για κάθε συνάδελφο και επαγγελματία μουσικό που σέβεται την γνώση του και τις σπουδές του, την δουλειά του και την καλλιτεχνική του ιδιότητα, την σπουδαιότητα του κοινωνικού πολιτιστικού και μορφωτικού του έργου, τις ανθρώπινες ευαισθησίες του.
Κάθε πτυχιούχος και διπλωματούχος μουσικός είτε σε όργανο είτε στα θεωρητικά, δεν θα μπορεί να πιστοποιηθεί κρατικά, άρα και να διαβαθμισθεί, πάνω από το Επίπεδο 5, δηλαδή μιας απλής μεταλυκειακής σχολής εκπαίδευσης. Ακόμα και διπλωματούχοι από ΑΕΙ, δεν απαλλάσσονται της διαδικασίας απόκτησης του Κρατικό Πιστοποιητικό Μουσικών Γνώσεων, παρά μόνο ως προς τις γραπτές εξετάσεις
Μερικά ειδικότερα ζητήματα
Ειδικότερα όμως για το επίμαχο Κρατικό Πιστοποιητικό Μουσικών Γνώσεων (ΚΠΜΓ), ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα.
Η επιχειρούμενη διαβάθμιση, δεν αναβαθμίζει αλλά υποβαθμίζει τις μουσικές σπουδές, τους τίτλους, τις δεξιότητες και ικανότητες των μουσικών και του επαγγέλματος τους.
Το περίφημο ΚΠΜΓ θα αντιστοιχεί στο γνωσιακό Επίπεδο 5 του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων στο οποίο εντάσσονται ένα τσουβάλι σχολές και πτυχία διαφορετικών ταχυτήτων. Στο Επίπεδο 5 κατατάσσεται όλη η λεγόμενη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και μαζί οι ανώτερες σχολές. Δηλαδή στο ίδιο επίπεδο βρίσκονται ο ένας χρόνος μαθητείας των ΕΠΑΛ, τα διετή ΙΕΚ αλλά και οι τριετείς ανώτερες σχολές. Από το επίπεδο 6 και πάνω, κατατάσσονται όλα τα πτυχία ΤΕΙ και πανεπιστημίων που χορηγούνται στο τέλος του προπτυχιακού τίτλου ενώ στο επίπεδο 7 και 8 κατατάσσονται μεταπτυχιακά και διδακτορικά Διπλώματα Ειδίκευσης.
Με άλλα λόγια η Ωδειακή μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα, και κατ’ επέκταση η πανεπιστημιακή (ΑΕΙ), σύμφωνα με την κρατική πιστοποίηση που νομοθετείται, δεν είναι ούτε καν επιπέδου ΤΕΙ. Κάθε πτυχιούχος και διπλωματούχος μουσικός είτε σε όργανο είτε στα θεωρητικά, δεν θα μπορεί να πιστοποιηθεί κρατικά, άρα και να διαβαθμισθεί, πάνω από το Επίπεδο 5, δηλαδή μιας απλής μεταλυκειακής σχολής εκπαίδευσης. Ακόμα και διπλωματούχοι από ΑΕΙ, δεν απαλλάσσονται της διαδικασίας απόκτησης του ΚΠΜΓ, παρά μόνο ως προς τις γραπτές εξετάσεις. Πραγματικό αλαλούμ!
Οι εγκέφαλοι που κατέθεσαν αυτό το εξάμβλωμα, ή είναι πραγματικά άσχετοι με το αντικείμενο, ή εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες. Διαφορετικά δεν εξηγείται αφού δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους ότι:
- Οι πτυχιακοί και διπλωματικοί τίτλοι που αποδίδουν δεκαετίες τώρα τόσο το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (το μόνο Κρατικό), όσο και όλα τα αναγνωρισμένα Ωδεία που εφαρμόζουν το ίδιο πρόγραμμα σπουδών, απαιτούν το λιγότερο δωδεκαετή εκπαίδευση προσφέροντας ένα πλαίσιο απόκτησης μουσικών γνώσεων, σαφώς ανώτερο από την διαβάθμιση του Επιπέδου 5 του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων. Αν θέλουμε να μιλάμε επί των πραγματικών δεδομένων, όλοι οι πτυχιούχοι και διπλωματούχοι εργαζόμενοι μουσικοί θα έπρεπε να αντιστοιχούν στα Επίπεδα 6, και για όσους κατέχουν πανεπιστημιακό τίτλο στο 7 και 8.
- Εκτός από τους αποφοίτους ΑΕΙ της ημεδαπής και αναγνωρισμένων της αλλοδαπής, όλοι οι πτυχιούχοι και διπλωματούχοι (σολίστ) απόφοιτοι των Ωδείων εργαζόμενοι μουσικοί στο Δημόσιο Τομέα (κρατικές ορχήστρες κ.λπ.) αν και δεν ήταν κατοχυρωμένα διαβαθμισμένοι, εντούτοις αναγνωρίζονταν ως Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Τ.Ε.) που αντιστοιχεί σε επίπεδο ΤΕΙ και κατ’ επέκταση στο Επίπεδο 6 του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων.
- Όλοι οι τίτλοι που δίδουν τα αναγνωρισμένα από το κράτος Ωδεία, τελούν υπό την παρουσία εκπροσώπων του υπουργείου Πολιτισμού και πληρούν τα νομοθετημένα κριτήρια αποφοίτησης. Η επιχειρηματολογία που θέλει αποφοίτους να πληρώνουν για να πάρουν τίτλους, είναι εκ του αποτελέσματος έωλη αφού η επάρκεια της υψηλής κατάρτισης των ορχηστρικών συνόλων και των μουσικών εκπαιδευτικών είναι παραπάνω από εμφανής. Με άλλα λόγια, δύσκολα κάποιος που δεν είναι επαρκής, μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του επαγγέλματος.
- Το ηθικό πλεονέκτημα αυτής της «αριστερής» κυβέρνησης δεν είναι ικανό να παρακάμπτει για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, το αυτονόητο και δημοκρατικό δικαίωμα του κλάδου για δημόσια διαβούλευση και ισότιμη συνδιαμόρφωση ενός δίκαιου συστήματος ένταξης των μουσικών τίτλων σε οποιαδήποτε διαβάθμιση. Τότε δεν υπάρχει ηθικό πλεονέκτημα, αλλά αυθαιρεσία σε κάθε επίπεδο, για να μην πούμε τίποτα παραπάνω.
- Η μουσική εκπαιδευτική κοινότητα μέχρι σήμερα, κυρίως η Ωδειακή και τα τελευταία χρόνια η Πανεπιστημιακή, έχει προσφέρει : α) Μια πλειάδα αναγνωρισμένων, καταξιωμένων και διεθνώς διακεκριμένων καλλιτεχνών. β) Το σύνολο των μουσικών, εν ενεργεία και μη, που παρήγαγαν και παράγουν εξαιρετικό μορφωτικό και καλλιτεχνικό έργο τόσο στην θεωρητική εκπαίδευση και μουσικολογία, όσο και στην συνεχώς βελτιούμενη εκτελεστική αρτιότητα και υψηλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα των μουσικών που εργάζονται και πλαισιώνουν, από τις κρατικές, δημοτικές ορχήστρες και μπάντες, μέχρι τα άπειρα μουσικά σύνολα διαφόρων κατηγοριών μουσικής που δημιουργούνται αδιάλειπτα πολλές δεκαετίες με πρωτοβουλίες τις περισσότερες φορές των ίδιων των μουσικών.
- Ότι έχει κατακτηθεί και ποιοτικά αναβαθμισθεί μέχρι σήμερα, προσπαθώντας να τοποθετήσει την μουσική τέχνη και επιστήμη υψηλά στην ιεραρχία του ελληνικού εκπαιδευτικού και μορφωτικού συστήματος οφείλεται αποκλειστικά στην συνεισφορά, την επιμονή, την αυταπάρνηση και την αγάπη της μουσικής κοινότητας προς το αντικείμενό της, τον κόπο και το οικονομικό κόστος των οικογενειών να προσφέρουν την πολύτιμη μουσική γνώση, την διεύρυνση της καλλιέργειας του πνεύματος και την αναγκαιότητα του πολιτισμού ως κοινωνικό αγαθό στις νέες γενιές.
Κι όλα αυτά με ένα κράτος που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να αντιμετωπίσει την μουσική παιδεία ως βασικό πυλώνα στην ενίσχυση του πολιτισμικού χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αντίθετα την αντιμετώπιζε ως συμπλήρωμα και αποπαίδι της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού με όρους είτε της τέχνης για τους λίγους, είτε της διασκέδασης.
Αναγκαία η Μουσική Ακαδημία
Κάποιος λοιπόν πρέπει να πει στους φωστήρες της σύνταξης του Κρατικού Πιστοποιητικού Μουσικών Γνώσεων, που απ’ όσο πληροφορούμαι ανήκουν στο κομματικό Τμήμα «Πολιτισμού» του ΣΥΡΙΖΑ, ότι πραγματική διαβάθμιση τίτλων και προσόντων για τους μουσικούς, μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από την δημιουργία και θεσμοθέτηση Ελληνικής Μουσικής Ακαδημίας, που θα προϋποθέτει την απρόσκοπτη πρόσβαση χωρίς αποκλεισμούς σε κάθε Έλληνα πολίτη, του δικαιώματος να ασχοληθεί και να προσλάβει μουσική παιδεία. Μια Μουσική Ακαδημία ως τριτοβάθμια ανώτατη εκπαίδευση σε όλο το εύρος των μουσικών σπουδών, που θα κατευθύνεται κανείς μέσα από δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας και παράλληλα τα ανάλογα αναγνωρισμένα ιδιωτικά Ωδεία, που θα εναρμονίζονται και θα πληρούν τα κρατικά δεδομένα και κριτήρια για την οποιαδήποτε αποφοίτηση.
Μέχρι τότε, στην μεταβατική περίοδο και μέχρι να οικοδομηθεί η Μουσική Ακαδημία θα πρέπει να διαβαθμιστούν όλοι οι κάτοχοι πτυχίων, μεταπτυχιακών ή διδακτορικών διπλωμάτων των Τμημάτων Μουσικών Σπουδών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ) της ημεδαπής, του αντίστοιχου και ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής και διπλωμάτων των Ωδείων της ημεδαπής ως Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π.Ε.) εργαζόμενοι τόσο στον δημόσιο αλλά και ιδιωτικό τομέα.
Καμιά δίκαιη, αναλογική και ισότιμη διαβάθμιση δεν μπορεί και δεν πρέπει να προκύπτει από την προσπάθεια μιας απλής ταξινόμησης των προσόντων μέσα από δήθεν Ευρωπαϊκά Πλαίσια στην γκιλοτίνα της υποβάθμισης, της εργασιακής απαξίωσης, της εξυπηρέτησης των συμφερόντων που θέλουν τον πολιτισμό γρανάζι της εμπορευματοποίησης της τέχνης μέσα από την λογική της τραπεζικής επενδυτικής ευκαιρίας.
Ας κατανοήσουν ότι κανένα Κρατικό Πιστοποιητικό Μουσικών Γνώσεων, δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν πτυχιούχο επαγγελματία μουσικό, από την στιγμή που οι εφαρμοζόμενες από τους δανειστές και την Ε.Ε. μνημονιακές πολιτικές ακραίας λιτότητας, ανεργίας, εσωτερικής υποτίμησης, εργασιακής γαλέρας και ανασφάλειας, λιγοστεύουν τις δουλειές, μαραζώνουν τις Ορχήστρες, η δημόσια μουσική παιδεία σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση απαξιώνεται, ενώ και στην Ευρώπη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα.
Αλήθεια έχει σκεφθεί η κυβέρνηση, ότι ο κλάδος μαστίζεται από την ανεργία και ότι η πλειοψηφία των εργαζόμενων πτυχιούχων μουσικών δεν τα βγάζει πέρα; Μήπως πρώτιστο μέλημα θα ήταν η διασφάλιση των θέσεων στις υπάρχουσες δομές, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με νέες κρατικές και δημόσιες ορχήστρες ανά την Ελλάδα;
Εν κατακλείδι αντί το Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ να πρωτοστατεί στη νομοθέτηση της γελοιότητας του Κρατικού Πιστοποιητικού Μουσικών Γνώσεων, καλά θα κάνει να καταλάβει ότι η ευαισθησία τους και η πρόνοια τους για τον πολιτισμό, έχει ήδη εξαντληθεί όταν το ίδιο το κράτος συνέλαβε γριές γυναίκες επειδή πουλούσαν «παράνομα» παντοφλάκια και ζοχιούς. Της διέσυρε και τις διαπόμπευσε. Κι αυτό το δείγμα πολιτισμού, δεν κρύβεται με όσα Κρατικά Πιστοποιητικά και ταξινομήσεις προσόντων κι αν νομοθετήσουν.
Ας το έχουν υπ’ όψη τους.