Μετά από 58 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας η Απογευματινή οδηγείται στο λουκέτο με αποκλειστική ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της Α.Ε., το οποίο την Τρίτη 2 Νοεμβρίου υπέβαλε αίτηση πτώχευσης. Πρόκειται για μια απόφαση, η οποία (ενδεχομένως) θα ρίξει τους τίτλους τέλους σε μία ιστορική εφημερίδα, θα σημαίνει, όμως, παράλληλα και την αρχή ενός Γολγοθά για 130 εργαζομένους, οι οποίοι μάλιστα είμαστε απλήρωτοι εδώ και σχεδόν τέσσερις μήνες.
Η αρχή του κακού έγινε τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Απογευματινή Α.Ε., Κώστας Ι. Σαραντόπουλος, κάλεσε το προσωπικό, για να μας ζητήσει, με το πρόσχημα των οικονομικών προβλημάτων, να «βάλουμε πλάτη», δηλαδή, να δεχθούμε να πληρωνόμαστε έναντι για τρεις μήνες, με την υπόσχεση ότι μετά θα έρθουν επενδυτές από το εξωτερικό και δεν θα χάσουμε τα λεφτά μας… Δεν θέλησε, όμως, να δώσει ο ίδιος καμία απολύτως απτή εγγύηση για τα χρήματα μας. Σε κάθε περίπτωση, το έναντι το εφήρμοσε αυτοβούλως από τα τέλη Μαρτίου, οπότε και άρχισε η καθυστέρηση πληρωμών. Αρχικά η καθυστέρηση δεν ξεπερνούσε τον ένα μήνα, η επιχείρηση όμως «ροκάνιζε» χρόνο και χρήμα. Το τρίμηνο που είχε ζητήσει παρήλθε, και ακόμη κανένα νέο σχετικά με τους περίφημους επενδυτές. Μέσα στο καλοκαίρι η ψαλίδα άνοιξε, και τον Αύγουστο η καθυστέρηση πληρωμών ξεπέρασε τους δύο μήνες. «Δεν έχω λεφτά, κάντε ό,τι νομίζετε. Κλείστε εσείς την εφημερίδα. Να φύγετε αν θέλετε», ήταν η μόνιμη επωδός της εργοδοσίας. Εμείς όμως ήμασταν αυτοί που κρατήσαμε την εφημερίδα ανοιχτή, καθώς μόνο χάρη στις δικές μας προσπάθειες συνέχισε να εκδίδεται. Στα τέλη Αυγούστου το διοικητικό συμβούλιο μάς κάλεσε για να μας ανακοινώσει «σχέδιο εξυγίανσης», το οποίο όμως συνίστατο στο εξής σκεπτικό: «Δεχθείτε να απολυθούν 60 άτομα, διαφορετικά δεν σας πληρώνω και κλείνω την εφημερίδα. Εάν δεχθείτε τις απολύσεις θα έρθει επενδυτής».
Μετά τον εκβιασμό αυτό, που είναι προφανές ότι δεν μπορούσαμε να δεχθούμε, οι εργαζόμενοι κινηθήκαμε νομικά, με κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων. Είχαμε ξεπεράσει άλλωστε ήδη προ πολλού κάθε όριο αντοχής, τόσο οικονομικά όσο και ηθικά. Τότε, η επιχείρηση άρχισε να μιλά για δάνειο και να ζητά νέα περιθώρια χρόνου. Σύντομα όμως αποδείχθηκε ότι για άλλη μία φορά ροκανίζαμε το χρόνο. Ακολούθησε η ξαφνική αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 περί ελεγχόμενης πτώχευσης, την οποία λίγο μετά η επιχείρηση απέσυρε, καταθέτοντας την αίτηση πτώχευσης. Ο στόχος πια θεωρούμε ότι είναι σαφής: Να εξοντωθούμε οι εργαζόμενοι, ώστε να οδηγηθούμε σε οικειοθελείς αποχωρήσεις, και η επιχείρηση να μας ξεφορτωθεί χωρίς τις νόμιμες αποζημιώσεις. Με δύο λόγια, να μας «πετάξει σαν την τρίχα από το ζυμάρι», ώστε να πλάσει νέα επιχειρηματικά σχέδια, τα οποία όμως δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να περάσουν.
Μετά τον εκβιασμό αυτό, που είναι προφανές ότι δεν μπορούσαμε να δεχθούμε, οι εργαζόμενοι κινηθήκαμε νομικά, με κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων. Είχαμε ξεπεράσει άλλωστε ήδη προ πολλού κάθε όριο αντοχής, τόσο οικονομικά όσο και ηθικά. Τότε, η επιχείρηση άρχισε να μιλά για δάνειο και να ζητά νέα περιθώρια χρόνου. Σύντομα όμως αποδείχθηκε ότι για άλλη μία φορά ροκανίζαμε το χρόνο. Ακολούθησε η ξαφνική αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 περί ελεγχόμενης πτώχευσης, την οποία λίγο μετά η επιχείρηση απέσυρε, καταθέτοντας την αίτηση πτώχευσης. Ο στόχος πια θεωρούμε ότι είναι σαφής: Να εξοντωθούμε οι εργαζόμενοι, ώστε να οδηγηθούμε σε οικειοθελείς αποχωρήσεις, και η επιχείρηση να μας ξεφορτωθεί χωρίς τις νόμιμες αποζημιώσεις. Με δύο λόγια, να μας «πετάξει σαν την τρίχα από το ζυμάρι», ώστε να πλάσει νέα επιχειρηματικά σχέδια, τα οποία όμως δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να περάσουν.
Βίκυ Σαμαρά,
εκπρόσωπος των συντακτών της Απογευματινής στην ΕΣΗΕΑ.
Σχόλια