Στις 7 Δεκεμβρίου έρχεται στην Αθήνα ο Ερντογάν, συνοδευόμενος από κλιμάκιο υπουργών του, για να πάρει μέρος στο ονομαζόμενο «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας». Η συνάντηση, που προετοιμάζεται εδώ και μήνες, αναμένεται να δρομολογήσει εξελίξεις και να οδηγήσει σε σημαντικές αποφάσεις για τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Το γενικό πλαίσιο της ελληνοτουρκικής «προσέγγισης» το έχουν χαιρετίσει οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε., προσβλέποντας ότι μέσω αυτής θα ρυμουλκηθεί η Τουρκία προς το Δυτικό στρατόπεδο. Όρος φυσικά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι να γίνουν βαριές υποχωρήσεις από την ελληνική πλευρά, ώστε να ικανοποιηθούν σημαντικές επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας.

Η διαδικασία αυτή έχει δρομολογηθεί πριν τις εκλογές στις δύο χώρες, και επιβεβαιώθηκε ξανά μετά την επανεκλογή Ερντογάν και Μητσοτάκη σε Τουρκία και Ελλάδα αντίστοιχα. Μάλιστα από ελληνικής πλευράς τοποθετήθηκαν σε θέσεις-κλειδιά στο ΥΠΕΞ ο κ. Γεραπετρίτης (άνθρωπος για όλες τις δύσκολες αποστολές) και η κα Παπαδοπούλου (που προηγουμένως θήτευσε στη Νέα Υόρκη). Και οι δύο έχουν σαφείς εντολές να κατευθύνουν τις διαπραγματεύσεις με τρόπο που να ικανοποιούνται οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές βλέψεις στη Ν.Α. Μεσόγειο. Έτσι ξεκίνησε η περίοδος του νέου ελληνοτουρκικού ειδυλλίου που, παρά τα ταρακουνήματα από τον πόλεμο που ξέσπασε στη Μέση Ανατολή από τις 7/10, δεν φάνηκε να διαταράσσεται σοβαρά.

Βέβαια όσο πλησιάζει η ημέρα της συνάντησης χαμηλώνουν διάφοροι πανηγυρικοί τόνοι. Ο Κ. Μητσοτάκης βρίσκεται ψυχή τε και πνεύματι στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» ως «φίλος και σύμμαχος του Ισραήλ». Αλλά δεν εμποδίζεται (αντίθετα, παροτρύνεται από ΗΠΑ και Ε.Ε.) να συνδιαλέγεται με τον «άτακτο» Ερντογάν, ο οποίος καταγγέλλει το Ισραήλ με στεντόρεια φωνή (παζαρεύοντας και μαζεύοντας πόντους για τα παζάρια του, ενώ αργότερα ίσως τα ξαναβρεί με το «εχθρό» Ισραήλ – όπως συνεργάζεται και τώρα μαζί του στο Αζερμπαϊτζάν…). Ο «δικός μας», από την άλλη, παραμένει δουλικός, πιστός, δεδομένος. Ο Ταγίπ ενισχυμένος, επεκτατικός, με εντυπωσιακή διπλωματία, με στρατηγική ενδυνάμωσης…

Μοναδικές τροποποιήσεις: Πρώτα άλλαξε ο τόπος της συνάντησης, που αρχικά είχε οριστεί να είναι η Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια η «απόβαση» Ερντογάν, που αναμενόταν να έρθει με 300 επιχειρηματίες, περιορίστηκε σε μια ομάδα κορυφαίων υπουργών και, τέλος, η διάρκεια της επίσκεψης περιορίστηκε σε λίγες ώρες στην Αθήνα – με ανοικτό το ζήτημα του αν θα πάει ο Ενρτογάν στη Θράκη, όπως είχε προαναγγελθεί.

Ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος έχει καταλάβει το νέο πλαίσιο σχέσεων και συσχετισμών στην περιοχή, και σπεύδει να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της Πρεσβείας και της Ε.Ε., αποδεχόμενος ότι αυτό σημαίνει υποχωρήσεις σε σημαντικά ζητήματα

Τρία εντυπωσιακά γεγονότα

Από μεριάς των ΗΠΑ με πολλαπλούς τρόπους είχε επιδιωχθεί η σύναψη του «ειδυλλίου», που ίσως να έπαιρνε και τον χαρακτήρα μιας συμφωνίας ανάλογης με την συμφωνία των Πρεσπών για θέματα Αιγαίου και Κυπριακού, ενώ λίγο πριν τις εκλογές κυκλοφορούσε και σενάριο περί «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» στην Ελλάδα ώστε να αντιμετωπιστεί και ένα τέτοιο εθνικά βαρύ ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο δεν έγινε καμία νύξη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα για τα γεωπολιτικά ζητήματα. Και εδώ χρειάζεται προσοχή, επειδή και ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν γεγονός, όπως και η εμπλοκή μας σε αυτόν, αλλά είχε επίσης ξεκινήσει η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και η αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία.

Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών είναι ένας σκληρός όρος, τον οποίο η Τουρκία θέτει και επιδιώκει με κάθε τρόπο και ευκαιρία. Συνεπώς, το πρώτο γεγονός ήταν η απόλυτη σιωπή από όλα τα κόμματα γι’ αυτά τα ζητήματα. Ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος έχει καταλάβει το νέο πλαίσιο σχέσεων και συσχετισμών στην περιοχή, και σπεύδει να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της Πρεσβείας και της Ε.Ε. Κυρίως, έχει αποδεχθεί ότι αυτό σημαίνει υποχωρήσεις σε σημαντικά ζητήματα. Το έχει πει ανοικτά ο Μητσοτάκης, το έχουν αποδεχθεί όλοι, και κανείς δεν το κάνει κεντρικό ζήτημα.

Η μόνη σοβαρή κριτική που έχει διατυπωθεί είναι από δύο πρώην πρωθυπουργούς, τον Κ. Καραμανλή και τον Α. Σαμαρά, με διαφορετικές αποχρώσεις ανάμεσά τους, που θεωρούν τον «κατευνασμό» της ισχυροποιημένης Τουρκίας λαθεμένη στάση και υποσημειώνουν ότι έχει ανατραπεί η πάγια εξωτερική πολιτική που είχε ακολουθηθεί εδώ και δεκαετίες. Γύρω από αυτές τις σοβαρές προειδοποιήσεις πάλι σιωπή, μετά από ένα-δυο ρεπορτάζ και μια συνέντευξη του Σαμαρά στην Καθημερινή. Η πολιτική που εφαρμόζεται δεν υπολογίζει αυτές τις ενστάσεις, τις παρακάμπτει σαν να μην υπήρξαν. Αυτό ήταν το δεύτερο γεγονός.

Τρίτο γεγονός, ότι παραμονές της επίσκεψης το «κόμμα της Χάγης» ξεσπαθώνει: Όλοι οι εκπρόσωποί του δηλώνουν με παρρησία ότι είναι υπέρ του «διαλόγου με την Τουρκία», λες κι αυτό ήταν το ερώτημα, και μετά από ώρα ψελλίζουν κάτι για «κόκκινες γραμμές» (τις οποίες ήδη η Τουρκία έμπρακτα έχει γκριζάρει και καταπατήσει). Το μπαράζ πυρών του κόμματος της Χάγης ήρθε από τους «συνήθεις ύποπτους» Ευάγγελο Βενιζέλο και Ντόρα Μπακογιάννη όταν μίλησαν στις 28/11 στην ετήσια συνάντηση του Athens Security Forum (το οποίο διοργανώνεται σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Δημόσιας Διπλωματίας του ΝΑΤΟ, τα Ιδρύματα Konrad Adenauer και Hanns Seidel, το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών Wilfried Martens, το Iνστιτούτο Harriman του Πανεπιστημίου Columbia και την Transparency International). Η μεν πρώην υπουργός Εξωτερικών κα Μπακογιάννη τόνισε ότι «είναι αδιανόητο μια ευρωπαϊκή χώρα να μη συζητά με μια γειτονική χώρα με την οποία έχει διαφορές». Ο δε Ευ. Βενιζέλος τόνισε πως «κακώς διεκόπησαν οι γύροι των διερευνητικών επαφών το 2016. Ο διάλογος δεν πρέπει να διέπεται από φοβικά σύνδρομα. Δεν πρέπει να κυριαρχείται η εξωτερική πολιτική και η εσωτερική συζήτηση από αυτά». Μάλιστα ο κ. Βενιζέλος διαπίστωσε –σαν να μην βλέπει την πραγματικότητα– πως «από τα 50 χρόνια κρίσεων με την Τουρκία από το 1973-1974, τα 22 καλύτερα από πλευράς προκλήσεων ήταν του Ερντογάν»!

Τη σκυτάλη πήρε ο γκουρού πλέον της ρεαλιστικής πολιτικής του εκσυγχρονισμού κ. Σημίτης (βλέπε Ίμια, Μαδρίτη, Ελσίνκι κ.ο.κ.) κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Ιωακειμίδη «Ελλάδα – Ορίζοντας 2030». Εξήρε την άποψη πως «είναι επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα η συνεχιζόμενη διαχείριση των ελληνοτουρκικών και όχι η λύση τους»… πως «οποιαδήποτε καθυστέρηση στην επίλυση των ελληνοτουρκικών δεν ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα»… και πως «διακηρύσσουμε σε κάθε τόνο ότι η πολιτική μας στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο, αλλά ταυτόχρονα απ’ το 2004 και μετά, υπόγεια διαχέεται το μήνυμα ότι στη Χάγη, οι θέσεις μας δεν θα δικαιωθούν. Ίσως, επειδή διακατεχόμαστε από μια δυσανεξία στην έννοια του συμβιβασμού και μια πλειοδοσία στον όρο του “δίκιου”»…

Ο δε κ. Γεραπετρίτης θα δηλώσει σε τουρκικά ΜΜΕ: «Μου αρέσει πολύ η βασική ιδέα των διαβουλευτικών διαδικασιών, όχι μόνο στην εξωτερική πολιτική αλλά σε κάθε πτυχή της ζωής. Απλώς φιλοδοξώ ότι κάθε φορά που έχουμε μια διαφωνία, αυτή δεν θα καταλήγει τελικά σε κρίση» και «Αποφασίσαμε από κοινού να αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας»!

Ο Ερντογάν που έρχεται… και η γεωγραφία της καρδιάς του

Οι εραστές του «διαλόγου» εμφανίζονται δημόσια ως βιτσιόζοι. Διότι ο Ερντογάν δεν έχει κρύψει τις βλέψεις του, και προχωρά διαρκώς σε τετελεσμένα που διαλύουν ή κάνουν εντελώς προσχηματικές τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές». Στην Κύπρο δηλώνει πως τέλειωσε η εποχή της αναζήτησης λύσης, και πλέον είναι πραγματικότητα τα δύο κράτη. Το casus belli σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει στα 12 μίλια τα χωρικά της ύδατα είναι σε ισχύ. Αμφισβητεί όπου σταθεί και όπου βρεθεί την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας, ακόμα και σε μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Θεωρεί τον 25ο μεσημβρινό πραγματικό όριο και θαλάσσιο σύνορο της Τουρκίας στο Αιγαίο. Δεν θεωρεί ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Εκδίδει διαρκώς ΝΟΤΑΜ που φθάνουν μέχρι τα ελληνικά παράλια. Στη Θράκη εντείνει τις δραστηριότητες του προξενείου. Θεωρεί μέρος των συνόρων της καρδιάς του όλα τα Βαλκάνια, φυσικά και τη Θεσσαλονίκη.

Λίγο πριν φθάσει στην Αθήνα κάνει δηλώσεις για συμφωνίες αμοιβαία επωφελείς (καζάν-καζάν) αλλά στην ουσία προτείνει μια μορφή δορυφοροποίησης της Ελλάδας υπό την τουρκική ηγεμονία: «Ελπίζω ότι θα ξεκινήσουμε μια νέα διαδικασία. Θέλουμε να μειώσουμε τους εχθρούς και να αυξήσουμε τους φίλους… Ως περιφερειακές χώρες, αν εξαιρέσουμε από τη διαδικασία τρίτες χώρες, που προσεγγίζουν το θέμα με λογική κέρδους και αγοράς, δεν έχουμε πρόβλημα που δεν μπορούμε να λύσουμε» (17/11/2023). Μία μόλις μέρα αργότερα, όμως, σε ομιλία του στην Κωνσταντινούπολη θα τονίσει:

  • «Όταν λέμε για τα εδάφη αυτά, σε γενική έννοια μιλάμε για τη γεωγραφία της καρδιάς μας. Αν υπάρχει κάποιος που δεν θέλει να παραδεχθεί πως η Τουρκία δεν αποτελείται μόνο από τα σύνορά της, είτε είναι ηλίθιος είτε είναι κάποιος που έχει ξεπουλήσει το μυαλό και την καρδιά του σε άλλους».
  • «Κοιτάμε το περιβάλλον μας με ορίζοντα τη γεωγραφία της καρδιάς μας και πρέπει να εξετάζουμε τα ζητήματα ανάλογα με αυτή την κατάσταση. Έτσι είναι το ζήτημα της Συρίας, έτσι είναι το ζήτημα του Ιράκ, έτσι είναι το ζήτημα της Κύπρου, κάθε ζήτημα στον Καύκασο είναι έτσι. Κάθε ζήτημα στα Βαλκάνια είναι έτσι. Κάθε ζήτημα στη νότια Ασία είναι έτσι. Έτσι είναι κάθε ζήτημα που ξεκινά από τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου και φτάνει μέχρι τα βάθη της Αφρικής. Έτσι είναι κάθε ζήτημα των 7 εκατομμυρίων συμπολιτών μας που ζουν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Φυσικά έτσι είναι και όσα συμβαίνουν στη Γάζα και στην Ιερουσαλήμ».
  • «Οποιοσδήποτε λέει “Τι μας ενδιαφέρει η Συρία; Τι μας ενδιαφέρει το Ιράκ; Τι μας ενδιαφέρει το Καραμπάχ; Τι μας ενδιαφέρει η Λιβύη; Τι μας ενδιαφέρει η Βοσνία; Τι μας ενδιαφέρει η Ιερουσαλήμ;” στην πραγματικότητα, άθελα του ή εσκεμμένα, βάζει τρικλοποδιά στην πορεία της Μεγάλης Τουρκίας».

Ο εκπρόσωπος του τουρκικού επεκτατισμού είναι σαφέστατος. Τι δεν καταλαβαίνουν τι ενδοτικοί της χώρας μας;

Ο τουρκικός επεκτατισμός είναι ένα πρόβλημα που υποβαθμίζεται εντελώς από την Αριστερά, η οποία είτε δεν κάνει καμία αναφορά σ’ αυτό είτε –όταν κάνει– δεν το εκτιμά ως ένα μείζον, πρώτης γραμμής θέμα

Η Αριστερά που κοιμάται ή έχει «πιο σοβαρά» ζητήματα να ασχοληθεί

Έχουμε κατ’ επανάληψη αναφερθεί στη στάση της Αριστεράς απέναντι στα εθνικά και γεωπολιτικά ζητήματα. Έχουμε μάλιστα σε δύο συνέχειες αναφερθεί αναλυτικά στη στάση και τις θέσεις της Αριστεράς απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό*. Είναι ένα πρόβλημα που υποβαθμίζεται εντελώς από την Αριστερά, η οποία είτε δεν κάνει καμία αναφορά σ’ αυτό είτε –όταν κάνει– δεν το εκτιμά ως ένα μείζον, πρώτης γραμμής θέμα.

Σήμερα η Αριστερά ασχολείται με άλλα ζητήματα: πώς θα εκμεταλλευτεί την πτώση ή διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, πώς θα ενισχύσει τα ποσοστά της σε εκλογικές αναμετρήσεις κ.ο.κ. Το μυαλό όλων των επιτελείων είναι στις ευρωεκλογές, η ενασχόληση με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα μυρίζει «εθνικισμό», και «στο κάτω-κάτω όλο το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων αφορά τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο αστικές τάξεις», οπότε γιατί να ασχολούμαστε με αυτά; Προέχουν άλλα θέματα όπως η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, οι μισθοί κ.λπ. Σε αυτά «ταμπουρωνόμαστε» ώστε να ωφεληθούμε κάπως εκλογικά. Η δε ομάδα που έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ, και θέλει να εμφανίζεται ως αριστερή, θεωρεί κάθε αναφορά σε «πατρίδα» ως εκδήλωση εθνικισμού, και αποφάσισε, πριν ακόμα συγκροτηθεί επίσημα, ότι η πρώτη νομοθετική παρέμβασή της στη Βουλή θα αφορά τον γάμο των ομοφύλων ζευγαριών – ώστε να πιέσει τον Μητσοτάκη (ή να τον προλάβει…).

Για δε το ΚΚΕ ναι, υπάρχει το ζήτημα στις εσωτερικές σελίδες του Ριζοσπάστη, αλλά δεν είναι κεντρικό. Εξάλλου η άποψη είναι ότι πρόκειται για ενδοαστικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο επιθετικές αστικές τάξεις υπό ΝΑΤΟϊκή κηδεμονία. Άρα στο ΚΚΕ δεν βλέπουν τον τούρκικο επεκτατισμό, κι ασχολούνται με την αύξηση των ποσοστών του κόμματος σε προσεχείς αναμετρήσεις. Οπότε ναι, ισχύει αυτό που είπε ο Θ. Παφίλης: «Έχουμε και εμπειρία, είναι άλλο να το λες και άλλο να κάνεις τα πάντα». Δηλαδή άλλο είναι να αναφέρεις κάτι, και άλλο να το θεωρείς μείζον και να επικεντρώνεις ή να κάνεις τα πάντα για να αποτρέψεις μια εξέλιξη… Ο νοών νοείτω.

Η αριστερά δεν τα πάει καλά με τα εθνικά θέματα, αδυνατεί να τα συνδέσει με τα κοινωνικά-ταξικά. Ασχολείται με τη μικροπολιτική και εντός των κυρίαρχων πλαισίων (δηλαδή εντός συστήματος, με πλήρη επίγνωση στα επιτελεία).

Η συνέχεια…

Θα δούμε τις επόμενες μέρες τι θα κυοφορήσει το «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας» στις 7 Δεκεμβρίου. Ο νέος Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, Αντρέας Κιντλ, μιλώντας (κι αυτός στο Αthens Security Forum) σχετικά με την επικείμενη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα, εκτίμησε ότι θα είναι μια διαδικασία η οποία δεν θα λήξει στις 7 Δεκεμβρίου, ότι τα μεγαλύτερα ζητήματα δεν θα τεθούν ανοικτά, αλλά θα συζητηθούν παρασκηνιακά και θα προετοιμαστούν για έναν μεταγενέστερο χρόνο. Θεώρησε όμως ότι γενικά «βρισκόμαστε σε θετική πορεία, και αυτό είναι σημαντικό για την Ελλάδα και την Ε.Ε.».

Παραφράζοντας μια παλιά διαφήμιση μιας ανύπαρκτης πλέον ελληνικής βιομηχανίας, «Και η ούγια να γράφει Πειραϊκή-Πατραϊκή», σήμερα μπορούμε να διαφημίσουμε πως στην ούγια (του πολιτικού κόσμου) γράφει: «Αυθεντική υποτέλεια». Εγγύηση «ποιότητας»…

* Βλ. «Ο τουρκικός επεκτατισμός και η ελληνική ποικίλη αριστερά», μέρος Α΄ (φύλλο 597) και μέρος Β΄ (φύλλο 598).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!