Η κατεδάφιση του πολιτικού συστήματος συντελείται πλέον μπροστά στα μάτια μας, συνοδευόμενη από ένα σκηνικό πολιτικών προσαρμογών, σχεδίων διάσωσης και τακτικών, που σκοπεύουν στην ανώδυνη εκτροπή των εξελίξεων. Οι ποικιλώνυμες διαφορές οξύνονται.
Τα προσωπικά, υποκειμενικά σχέδια επισπεύδονται, οδηγώντας σε αποκλίνουσες πρακτικές. Αντιθέσεις και πλάνα, που μέχρι χθες έμοιαζαν να έχουν αυτοτελή καταγωγή και τη δική τους διάρκεια, σήμερα αποκτούν το νόημα και την ουσία τους στο πλαίσιο της κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος.
Έτσι, ανάμεσα στ’ άλλα, έχουμε την Ντόρα και το επικείμενο κόμμα της, τους διαφωνούντες του ΠΑΣΟΚ εκτοπισμένους στο ημίφως της επικαιρότητας. Την πολύμηνη ανοιχτή κρίση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, που παίρνει πλέον διαλυτικά χαρακτηριστικά. Έχουμε τη μεθοδευμένη αποκοπή του δικομματισμού από το παρελθόν του, με αποκαθηλώσεις προσώπων. Καραμανλισμός, εκσυγχρονιστές (που κακώς νόμισαν ότι η ρευστότητα ήταν ευκαιρία για να ξεμυτίσουν) και το ιστορικό ΠΑΣΟΚ οδηγούνται στα αζήτητα. Νέο πολιτικό προσωπικό αναδεικνύεται (κυρίως γύρω από τον Παπανδρέου, αλλά όχι μόνο), εξίσου ενοχλητικό και κατά περίπτωση αποκρουστικότερο του προηγούμενου. Παράλληλα, επιχειρούνται αναδιατάξεις σ’ όλους τους κομματικούς χώρους, που ξεπερνούν τις πολιτικές θέσεις και εκτείνονται στα ευρύτερα υποκειμενικά χαρακτηριστικά τους. Ιδεολογικές, θεωρητικές, στρατηγικές και αξιακές ορίζουσες αναπροσδιορίζονται.
Η Αριστερά επιδεικνύει τα χειρότερα αντανακλαστικά τόσο στην κατανόηση του προβλήματος όσο και στις αναγκαίες προσαρμογές. Μοιάζει να μην κατανοεί πως η κρίση του πολιτικού συστήματος την περιλαμβάνει.
Ότι δεν είναι μια κρίση που εντοπίζεται σε καθεστωτικές δυνάμεις, στους διαπλεκόμενους, τους διεφθαρμένους και τους έχοντες νεοφιλελεύθερο πρόσημο. Η κρίση του πολιτικού συστήματος περιλαμβάνει πολλά περισσότερα και θεμελιακότερα, εξαναγκάζοντας σε ανασύνταξη μεγάλης έκτασης, που πρέπει να ξεκινήσει με την απόρριψη της λογικής ότι με τακτικές, χειρισμούς και εμμονές στα βασικά θα τα καταφέρει.
Σήμερα, το αίτημα για αλλαγή του πολιτικού συστήματος διογκώνεται και αποκτά μεγάλη δύναμη.
Ξεπερνά τα ανώδυνα, απορρίπτει τους μεταμορφισμούς και δεν πλαστογραφείται. Χλευάζει τα φτηνά κόλπα με τις ανθρωποθυσίες των δευτεροκλασάτων, επιμένοντας στο σάρωμα και σε μια ουσία, που ανιχνεύεται μακριά από τα κομματικά στερεότυπα. Διαπερνά τα κόμματα, αποδιαρθρώνοντάς τα (π.χ. η έννοια της κοινωνικής βάσης των κομμάτων αποδυναμώνεται και σχετικοποιείται, καθώς ολοένα και περισσότεροι αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται απ’ αυτό που ψήφισαν με κριτήρια μάλλον συγκυριακά). Δεν είναι μόνο οργή λαού, είναι και νηφάλια διατυπωμένη προσέγγιση. Είναι αμφισβήτηση, κοινή γνώμη αλλά και κίνημα μαζί.
Συγκροτείται έτσι ένας ριζοσπαστισμός αδιαμεσολάβητος, που αρνείται τις κομματικές στέγες, γιατί στοχεύει ν’ αλλάξει την εκπροσώπηση, τους κανόνες και την οργάνωσή της, δηλαδή ν’ αλλάξει την ίδια την πολιτική.
Ένας ριζοσπαστισμός, που διαψεύδει τόσο αυτούς που τον βλέπουν σαν απλό, δίχως προοπτική ξέσπασμα, ανίκανο να διαμορφώσει όρους αυτονομίας και χειραφέτησης, όσο κι αυτούς οι οποίοι, κρίνοντας από πλευρές αντιφατικότητας και σύγχυσης που αναδεικνύονται στην πορεία του, τον θεωρούν απλά επιφανειακό.
Τέλος, είναι φανερό ότι ο ριζοσπαστισμός, που αναπτύσσεται και μέσα από την αντιπαλότητα στο πολιτικό σύστημα, με τα χαρακτηριστικά που έχει πάρει, δεν μπορεί να εκφραστεί από την Αριστερά, καθώς μάλιστα την εντάσσει στις απαιτούμενες αλλαγές. Εκ τούτοις, θα είχε σημασία να εντοπίσει κανείς ότι παραμένει ανοιχτός απέναντί της, κάτι που δεν απογράφεται στους κώδικες και στη γλώσσα της παραδοσιακής αριστερής επικοινωνίας.
Καταδείχνεται, όμως, σε κάθε μεταστροφή της Αριστεράς, σε κάθε απόπειρα για ουσιαστικότερες προσεγγίσεις. Αν αποφασίσει η Αριστερά «να ακούσει», τότε θα αντιληφθεί ότι της υποδεικνύεται από τα πράγματα ένας διαφορετικός δρόμος τόσο για την ίδια όσο και για την κρίση που διέπει τη σχέση της με το ριζοσπαστικό κίνημα.