του Νίκου Σταθόπουλου*

Θέλουμε ακόμα να αλλάξουμε τον κόσμο; Αυτό το πανάρχαιο αίτημα, αυτή η παθιασμένη βούληση που «πληρώθηκε» πολύ ακριβά μέσα στην ιστορία, παραμένει θεμέλιο της υπαρκτικής μας ταυτότητας και του δημόσιου λόγου μας; Ή καταπλακώθηκε από τα «μπάζα» των αποτυχημένων «προγραμμάτων» και ξεχάστηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά ενός ιδεατού μουσείου της ανθρώπινης βλακείας, αφού σήμερα «βλάκας» θεωρείται όποιος έστω απλά αναστοχάζεται τα πεπρωμένα της άνισης και άδικης ζωής;

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΝΟΙ γραφικής ύλης καταναλώθηκαν για να πειστεί ο «ονειροπόλος» ότι ούτε «σωστό» ούτε «εφικτό» είναι κάτι τέτοιο, αλλά μάλλον, λέει, είναι και κακό αφού απηχεί έναν επεκτατικό κυριαρχικό εγωισμό ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Και τι δεν έχουν σκαρφιστεί οι καλοπληρωμένοι του διανοητικού ελέγχου προκειμένου να καταπέσει στη συνείδηση του καταπιεσμένου το προωθητικό όραμα της κοινωνικής ανατροπής. Το καταστατικό μέλημα της συστημικής διανόησης είναι η εμπέδωση της συλλογικής ματαίωσης, κι αυτό επιτυγχάνεται και άμεσα («ανασκευή» των ιδεών της ανατροπής) αλλά και –κυρίως– έμμεσα (με ιδέες που δήθεν «ανανεώνουν» την επαναστατική σκέψη και την πρακτική ζωή): Και όλα αυτά σε μια «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» συνεχούς ματαίωσης σε κάθε επίπεδο και συνεχούς ανανέωσης των αυταπατών ή συνεχούς «φυγής» μέσω υποκατάστατων.

Η πιο σύγχρονη και λειτουργική πατέντα της ματαίωσης που λέγαμε είναι ο «ριζοσπαστισμός», που από απλός προσδιορισμός του δυναμισμού και του βάθους ίσως μιας μεταρρύθμισης, μιας αναμορφωτικής πολιτικής πρότασης και δράσης, έχει μετεξελιχθεί σε ατόφιο ιδεολογικό σύστημα που, υποτίθεται ότι, κωδικοποιεί το παρόν των όρων κοινωνικής αλλαγής, είναι η γενική εικόνα του σύγχρονου «κοινωνικού ευαγγέλιου». Στην περίπτωση αυτών τον χρήσεων του «ριζοσπαστικός», πιστοποιείται η δυνατότητα και η άνεση του συστήματος να μεταχειρίζεται τη γλώσσα κατά το δοκούν. Ριζοσπάστες ήταν οι Επτανήσιοι του μεγάλου κινήματος ενάντια στην αγγλοκρατία στα μέσα του 19ου αι. αλλά ριζοσπάστης ήταν και ο Καραμανλής της αλήστου μνήμης «δημοκρατικότατης» ΕΡΕ, και, βέβαια, ριζοσπαστικό έχει αποκληθεί κάθε κίνημα και διάβημα και κείμενο που έστω «ταράζει τα νερά» και εισάγει κάποια «καινά δαιμόνια» σε μια αλλοπρόσαλλη κοινωνία πολυαντιφατικού μεταπρατισμού. Σε ένα σύστημα όπου το εμπόρευμα και η αγορά καθορίζουν τον διαρκή πόλεμο του ανταγωνισμού για το κέρδος (άρα η παραγωγή μορφών «νέου» είναι ζωτικός κανόνας επιβίωσης και αναπαραγωγής): Ο ριζοσπαστισμός είναι το τέλειο άλλοθι για τη μαζική αποπλάνηση, αφού προσδίδει ηχηρή μεγαλοστομία σε ό,τι η επίσημη γλώσσα της καπιταλιστικής διαχείρισης αποκαλεί «καινοτομία».

Ο ριζοσπαστισμός πλέον, στην εποχή της Μαζικής Δημοκρατίας και της Θεαμα-τικής ανάληψης προσωπικών πρωτοβουλιών για την εθελοντική ενσωμάτωση αλλά με τη φενακισμένη όψη της «κριτικής διαπραγμάτευσης», είναι το διαλυτικό υποκατάστατο της επαναστατικής συνείδησης και η τοποθέτηση στη θέση της ενός μεταβλητού χυλού ιδεών που σε κάθε περίπτωση αφήνουν άθικτες τις πυρηνικές δομές του συστήματος και «σκαλίζουν» και τροποποιούν ό,τι έχει ονομαστεί «εποικοδόμημα». Η παγκοσμιοποιητική λαίλαπα, σαν ολοκληρωτική ανασύνθεση του κεφαλαίου σε πλανητική βάση με όρους υπερτεχνολογικής μεσολάβησης, είναι καθαυτή μια διαρκής μήτρα και έδρα του πιο σαρωτικού ριζοσπαστισμού αφού τίποτα δεν φοβίζει ένα σύστημα κυριαρχίας οργανωμένο όλο και περισσότερο σαν μεταφεουδαρχικός διαχειριστής ενός κατευθυνόμενο φαντασιακού που διυπάρχει αποκλειστικά μέσω της αγοράς σε όλα τα επίπεδα. Ο ριζοσπαστισμός, σημαίνον μιας πολιτικής αντίληψης που «ταράζει το τέλμα» και υπερβαίνει κάθε «πεπατημένη», μπλέχεται σήμερα στους λαβυρίνθους μιας κατευθυνόμενης σύγχυσης στο πεδίο των πολιτικών σημασιών.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ, τω όντι, τρεις εννοιολογήσεις του ριζοσπαστισμού: Ο «ριζοσπαστισμός» του καπιταλιστικού «θράσους» να ξηλώνει, χωρίς ιερό και όσιο, τα πάντα αφού το Κέρδος είναι απόλυτο και ως αξία, ο «ριζοσπαστισμός» ως γενική πολιτική θεωρία που εξιδανικεύει και αφαιρετικοποιεί τον κλασικό μεταρρυθμισμό του πλήρους οργανικού συμβιβασμού, και ο πραγματικός ριζοσπαστισμός των ανατρεπτικών και ουσιωδώς αντισυστημικών ζυμώσεων και διεργασιών βάσης μέσα στην κοινωνία. Ο πρώτος (πρέπει να) είναι μόνιμος στόχος της ανασκευαστικής θεωρητικής μας δουλειάς, ο δεύτερος είναι ο μείζων πολιτικός εχθρός στην εποχή της επιστημονικοποιημένης ενσωμάτωσης, και ο τρίτος είναι το παρόν πεδίο δημιουργικής επέμβασης ώστε να αναδειχθούν και μορφοποιηθούν οι νέες Ποιότητες Ανατροπής. Το «ριζοσπαστικό», αποσυνδεόμενο από τις εκφυλισμένες προγραμματικές χρήσεις του, και τοποθετούμενο στην αξιολογία των κοινωνικών κινήσεων, ξαναβρίσκει την πρωταρχική σημασιακή του θέσμιση.

Είναι μια επικίνδυνη όσο και άκρως ενδιαφέρουσα εποχή μεγάλων πνευματικών αγώνων για τη διάσωση της αλήθειας των εννοιών, για την αποκατάσταση της αυθεντικής σημασιοδότησης ώστε να μην επιβληθεί η οργουελική Νέα Ομιλία. Στον «πολιτισμό της Επικοινωνίας και της Εικόνας», δηλαδή στη σύγχρονη σύνθεση της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής, σημασία έχει η αίσθηση και η εντύπωση, οι «βασικοί τύποι» μιας «συνεννόησης» που τακτοποιεί τους ρόλους δραστικά σε ένα προδιαμορφωμένο πλαίσιο κινήσεων. Έτσι, ο λόγος είναι αδιάφορος και διατηρείται στην πιο στοιχειακή και αναγκαία μορφή του, επομένως, το πεδίο «αναδόμησης» των γλωσσικών σημείων είναι τεράστιο και χωρίς κανένα έλεγχο, αφού περί άλλα μαθαίνει να τυρβάζει η φυτοποιημένη κοινωνία. Ο ριζοσπαστισμός, ως γενική πολιτική θεωρία, λοιπόν, είναι το φανταχτερό καμουφλάζ του πιο ακίνδυνου μεταρρυθμισμού, και υπό αυτό το παραπλανητικό «φωτοστέφανο» (ουάου! Τι ήρωας ο ακτιβιστής που κρεμιέται σε μια ανεμογεννήτρια και γράφει «αντισυστημικά» συνθήματα!), συνδυαστικά με την «κουλτούρα ρεαλισμού» που μοντάρεται επιδέξια, μπορεί (όπως και συμβαίνει κατά κανόνα) να συναινεί τελικά σε κάθε συστημική στρατηγική και έτσι να εγκλωβίζει τους «κάτω» σε μια συνδιαχειριστική λογική ριζικής αυτοαναίρεσης. Το ζήσαμε/ζούμε εν Ελλάδι με τον ΣΥΡΙΖΑ της πιο αχρείας θεωρητικοποίησης του αντιδραστικού κομφορμισμού.

Ο «πολίτης» δεν είναι μια κατάκτηση του πολιτισμού αλλά ένας «ρόλος» που παράγεται με την πρόσθεση του «εκλογικού δικαιώματος» στη σκευή δικαιωμάτων του καταναλωτή: Όπως ο καταναλωτής μπορεί να παραπονεθεί αρμοδίως για ένα προϊόν ή μια επιχείρηση, έτσι και ο πολίτης μπορεί (και, μάλιστα, πρέπει…) να «καταθέσει» σκέψεις, κρίσεις, ιδέες για τις αναγκαίες «αλλαγές», αφού και πάλι για προϊόν μιλάμε και για αγορά. Η σκέψη που επιμένει να προσδιορίζεται στις διερευνώμενες συντεταγμένες ενός άλλου κόσμου με σύσταση δικαιοσύνης, ισότητας και ελευθερίας, πρέπει να επιστρέψει στο λεξιλόγιο της αυθεντικής άρνησης, σε έννοιες όπως επανάσταση, ανατροπή, ουτοπία. Και, ταυτόχρονα, να επαναπροσδιορίσει το σημασιακό βάθος επιλέγοντας την εικονοκλαστική απόκλιση από στερεότυπα που πνίγουν την αλήθεια της ζωής σε θεωρητικοποιημένες αναπόδεικτες προκαταλήψεις: Σήμερα, λόγου χάρη, η ριζοσπαστική ψηλάφηση νέων δρόμων «προς το μέλλον» είναι σε σημαντικό βαθμό ελάχιστα συγγενής με τα διακρισιακά μοτίβα του κουρελιασμένου «προοδευτισμού». Ριζοσπαστικό είναι να μάχεσαι για εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα, ας πούμε, κι αυτό ο ριζοσπαστισμός ως γενική πολιτική θεωρία το διαφημίζει ως κατεξοχήν «αντιδραστικό ανακλαστικό».

Η ριζοσπαστική σκέψη αναφέρεται «γενικά» στο νόημα της ριζικής αλλαγής αλλά το συγκεκριμενοποιεί σαν «αλλαγές» που «προάγουν το όραμα» χωρίς όχι μόνο να θίγουν τις αναπαραγωγικές προδιαγραφές του συστήματος αλλά να τις σταθεροποιούν μέσω της άλλης τρομερής φενάκης, της «κουλτούρας των εκσυγχρονισμών». Η βαθιά ρίζα του καπιταλιστικού συστήματος, η αποστροφή για το παρελθόν και η μανιακή αναφορά στο μέλλον γίνεται η πεμπτουσία του συστημικού ριζοσπαστισμού ο οποίος εκθειάζοντας απόλυτα το «καινούργιο», το «σύγχρονο», υποβάλλει μια μονομερή και αποκλειστική σχέση γοητείας για κάθε «αλλαγή»: Το εμπόρευμα διαποτίζει την κοινωνική συνείδηση, και ο ριζοσπαστισμός σπέρνει πάνω σε αυτό το έδαφος τη φιλοσοφία των «διαχειριστικών αλλαγών» που βαθαίνουν την υποτέλεια.

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ μια δική μας επικαιρότητα, δηλαδή μια γνήσια γλώσσα σύγκρουσης που ακριβώς γιατί μιλάμε για κοινωνικές σχέσεις και για ιστορία, θα πρέπει να συγκροτείται στη γραμμή της συνέχειας και της απόλυτης άρνησης να διαλεχθεί με τις ορολογίες της εξουσίας, άρα πρέπει να επαναπροσεγγίσουμε έννοιες και τύπους που το μεταμοντέρνο εξουσιαστικό δίπολο «προοδευτικό – συντηρητικό» τα έχει εξοβελίσει επιβάλλοντας ένα συγκεκριμένο έλεγχο της σκέψης. Ας μην τους εκχωρήσουμε την επαναμάγευση της οραματικής σκέψης (ναι, κείνο το τρομερό «η Κομμούνα ήταν η έφοδος στον ουρανό»!) αφήνοντας τα ανδρείκελα να σημασιοδοτούν κατά το δοκούν τις ιερές ρίζες, να κακοποιούν χυδαία τη σαρωτική λέξη Ριζοσπαστισμός! Αυτοί το κάνουν «πολιτικό δοκίμιο», εμείς το εξορύσσουμε, ως νοηματοδότηση του λόγου μας, από τις βαθιές μεταλλαγές της ενδότερης λαϊκής συνείδησης και σκέψης. Τον Ριζοσπαστισμό τον συντάσσει, ως βίωμα και πνεύμα, η ίδια η «κάτω κοινωνία» με τους δικούς της αυτοματισμούς προσανατολισμού. Εμείς τότε μόνο είμαστε Ριζοσπάστες, όταν μάθουμε να διαβάζουμε σωστά αυτούς τους αυτοματισμούς.

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!