Ο οικονομολόγος και πανεπιστημιακός Πάολο Σαβόνα, γεννημένος το 1936, θα μπορούσε να θεωρηθεί άνθρωπος του κατεστημένου. Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως στέλεχος της Τράπεζας της Ιταλίας και έκτοτε μεταξύ άλλων χρημάτισε πρόεδρος τραπεζών και πολυεθνικών εταιρειών, στέλεχος διεθνών οργανισμών, υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου στην κυβέρνηση Τσιάμπι και σύμβουλος επόμενων κυβερνήσεων. Το 2005, επί Μπερλουσκόνι, ήταν πρόεδρος της κυβερνητικής επιτροπής για τις σχέσεις με την Ε.Ε. και επικεφαλής της ομάδας που κατάρτισε το ιταλικό σχέδιο ανάπτυξης και απασχόλησης στα πλαίσια της «Στρατηγικής της Λισαβόνας».
Πώς ένας τέτοιος άνθρωπος κατέληξε να αποτελεί κόκκινο πανί για την ευρωκρατία και το Βερολίνο; Αιτία είναι το γεγονός ότι σταδιακά, τα τελευταία χρόνια, πέρασε στο στρατόπεδο των ευρωσκεπτικιστών. Η ταμπέλα αυτή ίσως δεν τον αντιπροσωπεύει: στην πραγματικότητα ο Σαβόνα είναι και παραμένει ευρωπαϊστής, αλλά έντονα κριτικός απέναντι σε μια Ε.Ε. υπό γερμανική ηγεμονία. Παραθέτουμε εδώ ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του «Σαν εφιάλτης και σαν όνειρο», που μόλις κυκλοφόρησε στην Ιταλία από τις εκδόσεις Rubbettino. Από αυτά ίσως γίνει κατανοητή η άποψή του, που προκάλεσε την οργή της ευρωκρατίας και το (κατόπιν έξωθεν εντολών) πραξικοπηματικό βέτο του Ιταλού προέδρου Ματαρέλα στον ορισμό του ως υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης συνασπισμού Πέντε Αστέρων-Λέγκας.

Πώς μπλέξαμε

Η μη επίτευξη των στόχων οδηγεί σε μια κατάσταση διαρκούς έντασης στο εσωτερικό της Ευρώπης, εξαιτίας των αδικιών που προκαλεί: όλοι οι πολίτες δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα, έχουν όμως τις ίδιες υποχρεώσεις. Το esprit dEurope [ευρωπαϊκό πνεύμα] εξανεμίζεται, και ατονούν οι κοινωνικές προϋποθέσεις της ειρήνης, που ήταν αρχικά η πραγματική κινητήρια δύναμη της ιδέας της Ευρώπης. Δύο είναι οι αιτίες αυτής της κατάστασης: η ένωση δεν είχε ακόμη ωριμάσει στη συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί λόγω των αρνητικών εφαρμογών της κατά τις περιόδους της κρίσης, και επίσης οι θεσμοί της έρχονταν σε αντίθεση με τους στόχους της. Η επιλογή έγινε από μια ελίτ που προχώρησε αποκοιμίζοντας το λαό με υποσχέσεις…

Αντίθετα, οι ελίτ διαφωνούσαν σχετικά με το ευρώ, και ήταν απαραίτητος ένας συμβιβασμός που εκχώρησε περιορισμένα καθήκοντα στο ευρωσύστημα και οδήγησε στον πρόωρο τοκετό του, πριν ολοκληρωθεί η αναγκαία πολιτική ενοποίηση. Οι προβληματισμοί οφείλονταν στο ότι η εκχώρηση ευρύτερων δικαιοδοσιών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη συγκράτηση του πληθωρισμού και ήταν πιθανόν να οδηγήσει στην κοινή ανάληψη του βάρους του δημόσιου χρέους, δύο υποχρεώσεις που η Γερμανία δεν μπορούσε να οδεχτεί. Ήταν μια κίνηση αδυναμίας, που έγινε βιαστικά.

«Η Ιταλία βρίσκεται σε κατάσταση νεοαποικίας… έχουμε να κάνουμε με έναν φασισμό χωρίς δικτατορία, και, όσον αφορά την οικονομία, με έναν ναζισμό χωρίς μιλιταρισμό»

Η Ιταλία ως νεοαποικία (της Γερμανίας…)

Πέρα από τα καθαρά «οικονομικά» μειονεκτήματα, ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκε η Ε.Ε., με ελάχιστη προετοιμασία των ευρωπαίων πολιτών και χωρίς ένα δημοψήφισμα σε πολλές από τις χώρες που την ίδρυσαν, έκφραζε πιο καθαρά την πιο άδικη και επικίνδυνη για τη δημοκρατία πολιτική φιλοσοφία: οι εκλογείς δεν ξέρουν να επιλέγουν, και αυτό μπορούν να το κάνουν εκ μέρους τους, μόνο «φωτισμένες» ηγετικές ομάδες που (εντελώς συμπτωματικά!) ταυτίζονται με αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία. Ανάμεσα στις χώρες αυτές και η Ιταλία, όπου το Σύνταγμα που έχει ψηφιστεί από τους πατέρες της Δημοκρατίας περιλαμβάνει μια ξεκάθαρη καταπάτηση της δημοκρατίας, αναφέροντας ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν επιτρέπεται να επικυρωθούν με δημοψήφισμα…

Καταθέτω την προσωπική μου μαρτυρία, για το ότι οι υποστηρικτές της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ιδιαίτερα όσον αφορά την εκχώρηση της νομισματικής κυριαρχίας, είχαν απόλυτη συναίσθηση των μειονεκτημάτων που ενυπήρχαν στις υπογεγραμμένες Συμφωνίες. Αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της Ιταλίας να ενταχθεί στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό έκανε τα δύο νομοθετικά αντιπροσωπευτικά όργανα της χώρας, τη Βουλή και τη Γερουσία, να ακολουθήσουν τις συμβουλές τους… Και αφού η εμπορική και νομισματική ενοποίηση δεν οδήγησε, όπως ελπίζαμε, στην πολιτική ενοποίηση, αυτές οι ηγετικές ομάδες μας άφησαν μια αρνητική κληρονομιά που, μαζί με τα πολιτισμικά και πολιτικά μειονεκτήματα της χώρας, σπρώχνει την Ιταλία σε μια κατάσταση νεοαποικίας, παρόμοια με αυτή στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα.

Φασισμός χωρίς δικτατορία

Η Ιταλία ήταν απροετοίμαστη το 1992, και σήμερα είναι ακόμη περισσότερο εξαιτίας των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν, και επειδή συνειδητοποίησε με ποιους αναγκάστηκε να συμπορευτεί. Δεν κατηγορώ για τη λαθεμένη απόφαση μόνο την ιταλική, αλλά και την ευρωπαϊκή ηγεσία, που ήξερε καλά πως η Ιταλία δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για να λειτουργήσει μέσα στο κοινό νόμισμα, με τον τρόπο που αυτό είχε σχεδιαστεί και δομηθεί.

Στη συνάντηση της 24ης Μαρτίου 1997, που έγινε στη Φρανκφούρτη, η Ιταλία ήταν εκτός ευρώ. Κι αυτό παρόλο που ο Τσιάμπι, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Πρόντι, στις 30 του προηγούμενου Δεκεμβρίου είχε θέσει σε ισχύ μια οικονομική μανούβρα αξίας 4.300 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών, επιβάλλοντας αυτό που θυμόμαστε σαν «ευρω-φόρο» προκειμένου να παρουσιάσει ότι εκπληρώνει τις συμφωνημένες οικονομικές προϋποθέσεις. Η Ιταλία ζητούσε να αναβληθεί η έλευση του ευρώ, αλλά αντιδρούσε η Γερμανία.

Έναν χρόνο αργότερα, στις 28 Μαρτίου, η Ιταλία έγινε αποδεκτή στην επικεφαλής ομάδα των χωρών που συμμετείχαν στο ευρώ. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη χρονιά. Ίσως επικράτησε η νομισματική διπλωματία, όπου η Τράπεζα της Ιταλίας είχε έναν σημαντικό ρόλο. Ή ίσως, έχοντας υπολογίσει σωστά, τα κράτη μέλη είχαν καταλάβει πως, αν κρατούσαν εκτός ευρώ την Ιταλία, θα είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της χώρας μας – ενώ, αν τη συμπεριελάμβαναν, θα μπορούσαν να ελέγξουν την ανάπτυξή της…

Το πρόβλημα της Ε.Ε. δεν είναι η εθνική δημοσιονομική κυριαρχία –που εξάλλου υπόκειται στους περιορισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οι οποίοι έχουν ενισχυθεί από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο– αλλά η απουσία μιας πολιτικής ενοποίησης σε μια από τις γνωστές μορφές του Κράτους. Δυστυχώς πρέπει να το πω, αλλά παραλείποντας τον ανώτερο στόχο της εξάλειψης των πολέμων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, και αδυνατώντας να προχωρήσουν δια της πολιτικής οδού, οι ηγετικές ομάδες αποφάσισαν να υιοθετήσουν μια λύση όπου οι αρχές της δημοκρατίας δεν χωράνε. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι ένας φασισμός χωρίς δικτατορία και, όσον αφορά την οικονομία, ένας ναζισμός χωρίς μιλιταρισμό.

«Φοβάμαι πως το Σχέδιο Β είναι να εκχωρήσουμε τη δημοσιονομική μας κυριαρχία στην “τριάδα” (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Κομισιόν) αν χειροτερέψει η κατάσταση, ακολουθώντας τον ελληνικό δρόμο»

Ο κίνδυνος επέμβασης της Τρόικας

Ποτέ δεν ζήτησα την έξοδο από το ευρώ. Είπα μόνο πως πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο στην περίπτωση που, για οιονδήποτε λόγο, αναγκαστούμε να το κάνουμε – με ή χωρίς τη θέληση μας. Υποστηρίζω πως μια έξοδος από το ευρώ θα προκαλέσει προβλήματα παρόμοια με αυτά που αντιμετωπίσαμε ή θα αντιμετωπίσουμε για να παραμείνουμε σε αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε ούτε Α ούτε Β Σχέδιο. Το Σχέδιο Α της Ιταλίας ταυτίζεται με το σχέδιο της Ε.Ε. και με τις επιπτώσεις που προανάφερα.

Φοβάμαι πως το Σχέδιο Β είναι να εκχωρήσουμε τη δημοσιονομική μας κυριαρχία στην «τριάδα» (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Κομισιόν) αν χειροτερέψει η κατάσταση, ακολουθώντας τον ελληνικό δρόμο. Η χώρα μας είναι σε αδιέξοδο. Οι αρχές έχουν καθήκον να προετοιμάσουν και να εφαρμόσουν δύο διαφορετικά σχέδια: αυτό που απαιτείται για να παραμείνουμε στο ευρώ και την Ε.Ε., και αυτό που απαιτείται για να αποχωρήσουμε, εάν οι συμφωνίες δεν τροποποιηθούν και οι ζημιές μεγαλώσουν. Αντίθετα, βλέπουμε να επιμένουν πως κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται αφού το ευρώ είναι δεδομένο, και είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν κάθε κόστος προκειμένου να παραμείνουν εντός του ευρωσυστήματος.

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!