Από τη στήλη Σάββατα με λιακάδες

 

 

Ο φίλος μου ο Αλέκος εδώ και χρόνια ζει με μια γυναίκα μεγαλύτερή του, απότομη και αυταρχική. Η γυναίκα αυτή βγάζει περισσότερα χρήματα, έχει μεγάλο σπίτι και ακριβό αυτοκίνητο κι όταν δέχτηκε να συγκατοικήσουν, έβαλε τους κανόνες της, που τους θεώρησε απαράβατους για όσο θα ζουν μαζί. Η αλήθεια είναι πως του ζητούσε παράλογα πράγματα. Να μαγειρεύει, να πλένει, να συμμαζεύει, να καθαρίζει, να πετάει τα σκουπίδια πάντα αυτός. Και μόνο αυτός.

Έτσι τα χρόνια περνούσαν κι ο φίλος μου ένιωθε εγκλωβισμένος σ’ αυτή τη σχέση. Πολλές φορές σκέφτηκε να τα παρατήσει, αλλά είχε ζήσει μαζί της πολλά χρόνια. Στην πορεία προέκυψε κι ένα παιδί που το αγαπούσε πολύ. Με το παιδί πίστεψε πως θα μπορούσε να την αλλάξει την «ξινή».

Όμως εκείνη παρέμενε το ίδιο σκληρή. Η ζωή της ήταν μόνο δείκτες, αριθμοί, υπολογισμοί και συμβάσεις. Μεγαλοστέλεχος τραπέζης γαρ. Το παιδί δεν την γλύκανε. Φρόντιζε πάντα να του αγοράζει τα ακριβότερα, αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί του. Και την τρέλαινε η ιδέα πως αγαπούσε τον πατέρα του τόσο πολύ. Βλέπεις, ο φίλος μου ασχολούνταν συνέχεια μαζί του από μωρό. Αυτός το άλλαζε, αυτός το τάιζε, αυτός το κοίμιζε, αυτός έπαιζε μαζί του. Και το παιδί τον λάτρευε. Όταν έλεγα στον φίλο μου πως η Μαρκέλλα δεν αλλάζει και πρέπει να φύγει, μου έλεγε πως δεν είναι η εποχή για συγκρούσεις.

Είχε «επενδύσει» βλέπεις και τις οικονομίες μιας ζωής. Ήξερε πως αν έφευγε τώρα, θα έχανε όλα όσα είχε ξοδέψει για το μπάνιο, για τα καινούρια πλακάκια, για την κουζίνα, για τα έπιπλα. Τα οικονομικά του ήταν χάλια. Όσα έβγαζε έπρεπε να της τα ακουμπάει για τις ανάγκες του σπιτιού και για τον ίδιο δεν έμεναν παρά κάτι ψηλά. Οι κοινοί τους φίλοι, του έδιναν δίκιο όταν μιλούσαν κατ’ ιδίαν, αλλά μπροστά της έπαιρναν το μέρος της. Οι περισσότεροι βέβαια, ζούσαν από τα δανεικά της «ξινής». Κι έτσι έκαναν το κορόιδο.

Το τελευταίο διάστημα, ο Αλέκος άλλαξε. Κατάλαβε πως δεν πήγαινε άλλο. Είχε χάσει πια την αυτοεκτίμησή του. Το παιδί είχε μεγαλώσει κι άρχισε να καταλαβαίνει. Ένα βράδυ την περίμενε να γυρίσει από τη δουλειά και της είπε όσα ποτέ του δεν μπόρεσε να ξεστομίσει: Αν θέλει να συνεχίσουν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη, θα τον σέβεται. Θα συμμετέχει και η ίδια στις δουλειές του σπιτιού, θα γυρίζει νωρίτερα κάποιες μέρες στο σπίτι και θα κρατάει περισσότερα χρήματα για τον ίδιο.

Η Μαρκέλλα τα έχασε. Στην αρχή έβαλε τις φωνές, τον απείλησε να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές, του είπε πως από την αρχή τα είχαν ξεκαθαρίσει αυτά τα πράγματα, αλλά στο τέλος κατάλαβε πως ο χωρισμός της θα της κόστιζε πολύ περισσότερο στην εικόνα της «πετυχημένης», που είχε χτίσει με τόσο κόπο.

Τελικά ο Αλέκος δεν έφυγε. Εξάλλου ποτέ του δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι και πάντα μου το έλεγε. Πέτυχε όμως να συμμετέχει κι εκείνη στις δουλειές του σπιτιού -έστω και λιγότερες μέρες από εκείνον- και να γυρίζει τουλάχιστον μια μέρα νωρίτερα στο σπίτι, για να την βλέπει το παιδί. Για τα χρήματα του είπε πως θα κρατάει περισσότερα, αλλά θέλει να ξέρει και πού τα ξοδεύει. Εκείνος συμφώνησε, αλλά της είπε πως θα ήθελε να το ξανασυζητήσουν σε λίγους μήνες, αν όλα κυλήσουν ομαλά.

Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε: «Ξέρω πως δεν την συμπαθείς. Και με το δίκιο σου. Κι εγώ πολλές φορές θέλω να την πνίξω. Όμως για πρώτη φορά, νιώθω αξιοπρεπής και δυνατός για να παλέψω. Για μένα και για το παιδί μου». Το έκλεισε βιαστικά .Ίσως φοβόταν την αντίδρασή μου. Ίσα που πρόλαβα να του πω «για αρχή καλά τα πήγες φίλε».

 

[email protected]

www.facebook.com/TheodorosTselepis

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!